Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Σικελική Εκστρατεία ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ της αθηναϊκής αυτοκρατορίας Ο μεγαλύτερος αδελφοκτόνος εμφύλιος σπαραγμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.), διεξήχθη κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο Αιγαίο. Ομως, έμελλε να κριθεί από μία εκστρατεία στη Σικελία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν πραγματικά κοσμοϊστορικό. Το 415 ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η διαμάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, βρισκόταν σε μία κρίσιμη καμπή. Οι Αθηναίοι είχαν κατορθώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή να περάσουν σχετικά αλώβητοι μέσα από τις συμπληγάδες της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής και του λοιμού, συνεχίζοντας να διαθέτουν την υπεροχή στη θάλασσα και με το δίκτυο των συμμαχιών τους λίγο ή πολύ ακέραιο. Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία γενικότερα (περιοχές γνωστές ως «Μεγάλη Ελλάδα») δεν ήταν δυνατόν να μείνει εκτός της διαμάχης που είχε συγκλονίσει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Ηδη, πριν ξεκινήσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η Αθήνα ως συνεπής ιμπεριαλιστική δύναμη, είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια προσεταιρισμού όσο το δυνατόν περισσότερων ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, ακόμη και μέσω της δημιουργίας νέων οικισμών (Θούριοι). Υπήρχε, βεβαίως, ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτήν την προσπάθεια: οι περισσότερες και ισχυρότερες πόλεις της περιοχής ήταν δωρικές, αποικίες της Σπάρτης, της Κορίνθου και άλλων δωρικών μητροπόλεων, οπότε έβλεπαν τουλάχιστον με καχυποψία τους Αθηναίους. Γνωρίζοντας, επίσης, την τάση των Αθηναίων να επιβάλουν τη θέλησή τους στους συμμάχους τους με κάθε μέσο, οι Ελληνες της Κάτω Ιταλίας δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να αφήσουν τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας να αναμειχθούν ενεργά στις υποθέσεις τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λεγόμενη Α' Σικελική Εκστρατεία, η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις ελληνικές πόλεις του μεγάλου και εύφορου νησιού της κεντρικής Μεσογείου, να αποτύχει παταγωδώς. Η τριετής εκστρατεία (427-424 π.Χ.) κατέληξε στο συνέδριο της Γέλας, όπου οι σικελικές πόλεις δήλωσαν τη διάθεσή τους να ρυθμίζουν «τα του οίκου τους» χωρίς εξωτερική βοήθεια, ωστόσο το αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν ένας θρίαμβος των Συρακουσών, της ισχυρότερης ελληνικής πόλης της Κάτω Ιταλίας. Οι Αθηναίοι με βαριά καρδιά διαπίστωσαν ότι επί του παρόντος δεν υπήρχε περιθώριο για κυριαρχία επί των Ελλήνων της Ιταλίας, ωστόσο συνέχισαν να βρίσκονται σε στενή επαφή με τουλάχιστον πέντε πόλεις της περιοχής, αναμένοντας ευκαιρία να επέμβουν δραστικά στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε από μία πόλη που βρισκόταν εκτός της αθηναϊκής σφαίρας επιρροής, την Εγεστα. ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ Η Εγεστα δεν ήταν εξαρχής ελληνική πόλη. Ανήκε στους γηγενείς Σικελούς (ή Σικανούς) και συγκεκριμένα στη φυλή των Ελυμαίων, ωστόσο αντίθετα με κάποιους σικελικούς οικισμούς στην καρδιά της νήσου, οι Εγεσταίοι είχαν αναμειχθεί με τους Ελληνες και είχαν εξελληνιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πέρα από τους οικισμούς των Ελλήνων (που κατείχαν όλη την ανατολική πλευρά του νησιού και τα παράλια, πλην του δυτικού άκρου) στη Σικελία υπήρχαν οι γηγενείς Σικανοί και οι Καρχηδόνιοι, που είχαν αποικίσει τη δυτική άκρη της Σικελίας. Κοντά στην Εγεστα βρισκόταν ο Σελινούντας, ισχυρή δωρική αποικία, που διατηρούσε σχέσεις με τις Συρακούσες. Η προσπάθεια των Συρακουσίων να ηγεμονεύσουν επί των υπόλοιπων Σικελών (Ελλήνων, Σικανών και Καρχηδόνιων) τους είχε φέρει σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Σελινούντιους, οι οποίοι πλέον απειλούσαν ακόμη και την ύπαρξη της Εγεστας. Οι Εγεσταίοι προσπάθησαν να βρουν βοήθεια από τους Ακραγαντινούς και στη συνέχεια τους πανίσχυρους Καρχηδόνιους, ωστόσο δεν είχαν επιτυχία. Γνωρίζοντας την επιθυμία των Αθηναίων να αναμειχθούν στα εσωτερικά της Σικελίας, έστειλαν στη συνέχεια πρεσβεία στην πόλη της Παλλάδας, ζητώντας βοήθεια και υποσχόμενοι ότι θα κάλυπταν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος, αν αποφάσιζε ο Δήμος να τους συμπράξει. Οι Αθηναίοι δεν ήταν αναφανδόν υπέρ της εκστρατείας. Επρόκειτο για μία παράξενη φάση του εμφυλίου, όπου η Αθήνα συνέχιζε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στη θάλασσα, αλλά συνέχιζε και να μη διακινδυνεύει μία μεγάλη μάχη με τον πανίσχυρο στρατό των Πελοποννήσιων αντιπάλων της. Η επαίσχυντη καταστροφή της Μήλου (το σύνολο των ενήλικων αρρένων κατοίκων της εκτελέστηκαν και τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν) έδειχνε αν μη τι άλλο την αποφασιστικότητα της Αθήνας, που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη μοίρα της πόλης-κράτους και να εξελιχθεί σε μία πραγματική αυτοκρατορία. H αίτηση των Εγεστέων για βοήθεια αποτέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Αθηναίους, ώστε να ολοκληρώσουν αυτό που άφησαν ημιτελές κατά τη διάρκεια της Α' Σικελικής Εκστρατείας. Και, μάλιστα, αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά ευθέως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της Σικελίας, την πόλη των Συρακουσών. Προφανώς η σκέψη του «ισχυρού άνδρα» της Αθήνας την εποχή αυτή, του χαρισματικού Αλκιβιάδη, περιστρεφόταν γύρω από τις δυνατότητες που θα άνοιγε για την Αθήνα μία τυχόν επιτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία. Η πύλη της Δύσης θα ήταν ανοιχτή, οι δυνατότητες – οικονομικές, κυρίως – της Σικελίας θα βρίσκονταν στη διάθεσή της και η επικράτηση επί της Σπάρτης διαφαινόταν σίγουρη. Και αν έπεφτε η Σπάρτη… για τη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη, δεν υπήρχαν σύνορα. Με αυτά τα δεδομένα, ο Αλκιβιάδης, ως επικεφαλής των ριζοσπαστών Δημοκρατών, κατάφερε να πείσει το δήμο να εγκρίνει την εκστρατεία, παρά την αντίθεση των μετριοπαθών Δημοκρατικών που είχαν ηγέτη τους το Νικία. Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας – παραδοσιακά φιλολάκωνες – δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν επί της ουσίας τα πράγματα σε αυτή τη συγκυρία, ωστόσο δεν είχαν πει ακόμη τον τελευταίο λόγο τους: θα φρόντιζαν για την αποτυχία της εκστρατείας στη συνέχεια. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ Ο ιδιοφυής Αλκιβιάδης, ο πλέον ενθουσιώδης υπέρμαχος της εκστρατείας και εκείνος που είχε ένα απολύτως ολοκληρωμένο όραμα για την προσπάθεια αυτή, αναδείχθηκε μοιραία ένας από τους ηγέτης της εκστρατείας. Ο Δήμος, σε μία επίδειξη δημοκρατικότητας, έθεσε μαζί με τον Αλκιβιάδη ως συναρχηγούς τον Νικία και τον Λάμαχο. Ο Νικίας, ως αρχηγός της μετριοπαθούς μερίδας (και της φατρίας των αριστοκρατικών, ενώ η Αλκιβιάδης ήταν ηγέτης των δημοκρατικών), δεν πίστευε στην εκστρατεία και η τοποθέτησή του στην αρχηγία της – ιδιαίτερα με την τροπή που πήραν στη συνέχεια τα πράγματα – ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα των Αθηναίων σε αυτήν την υπόθεση. Ο Αλκιβιάδης είχε επιδιώξει ο ίδιος να ψηφιστεί ο Νικίας, προφανώς θεωρώντας ότι παραμένοντας πίσω, ο γηραιός μετριοπαθής θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα εναντίον της συνέχισης της εκστρατείας και της ενίσχυσης του εκστρατευτικού σώματος που ο Αλκιβιάδης γνώριζε ότι μοιραία θα χρειαζόταν κάποια στιγμή. Ο τρίτος συναρχηγός ήταν ένας ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης που είχε δρέψει δάφνες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά δεν διέθετε την πολιτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του Αλκιβιάδη – ούτε βεβαίως την αποφασιστικότητά του. Ο τίτλος και των τριών ήταν «στρατηγός αυτοκράτορας», δηλαδή, στρατηγοί με αυξημένες αρμοδιότητες και επί της ουσίας δικτατορική εξουσία πάνω στο εκστρατευτικό σώμα. Επίσημα, οι καθορισμένοι στόχοι της εκστρατείας ήταν δύο τακτικής φύσεως και ένας στρατηγικής. Οι τακτικοί στόχοι ήταν η ενίσχυση της Εγεστας στη διαμάχη με το Σελινούντα και η παλιννόστηση των δημοκρατικών Λεοντίνων, που είχαν εξοριστεί από την πόλη τους. Ο στρατηγικός στόχος, όπως διατυπώθηκε στο σχετικό ψήφισμα, ήταν να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να εξυπηρετηθούν τα αθηναϊκά συμφέροντα στη Σικελία. Είναι προφανές ότι ο τρίτος στόχος θα εξυπηρετείτο καλύτερα με την πλήρη κατάκτηση της Σικελίας, άλλωστε όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος. Για έναν τέτοιο φιλόδοξο στόχο, καθώς το νησί ήταν πολυάνθρωπο και διέθετε πολλές ισχυρές πόλεις, οι δυνάμεις που αρχικά διατέθηκαν μοιάζουν μάλλον μικρές, ωστόσο ο Αλκιβιάδης είχε εμπιστοσύνη στις διπλωματικές ικανότητές του και θεωρούσε ότι θα μπορούσε να πείσει πολλούς ντόπιους να συνδράμουν τους Αθηναίους στις προσπάθειές τους. Συνολικά, με τις 100 τριήρεις (60 πολεμικές και 40 οπλιταγωγές) θα μεταφέρονταν στη Σικελία 5.100 οπλίτες, εκ των οποίων οι 2.200 ήταν Αθηναίοι. Αναλυτικά, η σύνθεση του στρατεύματος ήταν: 1.500 πολίτες Αθηναίοι οπλίτες της μέσης τάξης, 700 Αθηναίοι θήτες (κατώτερης τάξης) εξοπλισμένοι επίσης ως οπλίτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι 2.150 σύμμαχοι των Αθηναίων, όλοι εξοπλισμένοι ως οπλίτες. Ακόμη, περί τους 480 Κρήτες τοξότες, 700 σφενδονήτες από τη Ρόδο, ακόμη 120 ψιλοί από τα Μέγαρα και 30 ιππείς. Υπήρχαν βεβαίως και τα πληρώματα των πλοίων, περί τους 20.000 (κάθε τριήρης είχε περίπου 200 άτομα πλήρωμα) που θα μπορούσαν να συνδράμουν σε περίπτωση μεγάλων συρράξεων. Ο Αλκιβιάδης είχε προετοιμάσει την εκστρατεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ήταν κυριολεκτικά η ψυχή της, αφού εκείνος γνώριζε τι ακριβώς χρειαζόταν να κάνει για να επικρατήσει. Ωστόσο, ο δραστήριος μα αμφιλεγόμενος άνδρας, δεν έμελλε να δει την εκστρατεία να ολοκληρώνεται, αφού το όνομά του αναμείχθηκε σε ένα τρομερό σκάνδαλο. ΚΑΚΟΙ ΟΙΩΝΟΙ – ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΜΠΟΔΙΑ Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, των οποίων εκλεκτό τέκνο (κοινωνικά) ήταν ο Αλκιβιάδης πριν στραφεί προς τους Δημοκρατικούς και μάλιστα προς την ακραιφνώς ριζοσπαστική πτέρυγά τους, δεν έτρεφαν επεκτατικές φιλοδοξίες. Για εκείνους προείχε η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού status quo – η ίδια ακριβώς θέση την οποία υπερασπίζονταν και οι αντίπαλοι των Αθηναίων, Σπαρτιάτες. Αν και η αποδοχή τους από το Δήμο ήταν μηδαμινή, δεν σταματούσαν, με εργαλείο τις περίφημες «Εταιρείες» (αδελφότητες αριστοκρατών), να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τα πράγματα κατά τα συμφέροντα τους. Στην περίπτωση της εκστρατείας της Σικελίας, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να ματαιώσουν την ψήφιση της εκστρατείας, προσπάθησαν να την υπονομεύσουν εξαρχής, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές σκάνδαλο, το οποίο ουσιαστικά σφράγισε την τύχη της εκστρατείας πριν καν αναχωρήσουν τα πλοία από τον Πειραιά. Τον Μάιο του 415 π.Χ., ενώ οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του σώματος κορυφώνονταν, ένας μεγάλος αριθμός ερμαϊκών στηλών, βρέθηκαν ακρωτηριασμένες! Επρόκειτο για μέγιστη ιεροσυλία, για ένα τεράστιο σκάνδαλο για τα δεδομένα της Αθήνας της εποχής. Ο Αλκιβιάδης, που είχε δημιουργήσει τη φήμη, εκτός του άσωτου και έκλυτου, εκείνου που δεν είχε ιερό ούτε όσιο (σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής), κατηγορήθηκε ως ένας εκ των «Ερμοκοπιδών» – όπως έγιναν γνωστοί οι βέβηλοι. Μάλιστα, 10 ακόμη Αθηναίοι – εκ των οποίων κάποιοι ανήκαν στον ευρύτερο κοινωνικό, όχι όμως και πολιτικό, κύκλο του Αλκιβιάδη – κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ένας εξ αυτών, ο Πολύστρατος, εκτελέστηκε (οι άλλοι εννιά αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν την ίδια τύχη). Ομως, ο πανούργος πολιτικός δεν ήταν εύκολο θύμα. Χρησιμοποιώντας την πειθώ και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε να αναστρέψει το κλίμα και μάλιστα ζήτησε να δικαστεί άμεσα ώστε να καθαρίσει το όνομά του. Αν πήγαινε σε δίκη, κατά πάσα πιθανότητα θα αθωωνόταν. Η γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης στην εκκλησία του Δήμου ήταν σχεδόν μεταφυσική και για να επιβιώσει μία κατηγορία της θυελλώδους αγόρευσής του μπροστά στους Αθηναίους, θα έπρεπε να είναι θεμελιωμένη σε ατράνταχτα επιχειρήματα. Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Ετσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλουν τη λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό, ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μία δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα. Ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, άφησε μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή περιγραφή της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος. Η ελπίδα ότι αυτή η εκστρατεία θα καθιστούσε την Αθήνα μία πραγματική υπερδύναμη ήταν διάχυτη μεταξύ των Αθηναίων, που με δάκρυα χαράς – για την προοπτική του μεγαλείου – και θλίψης – μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσουν δικούς τους ανθρώπους που μετείχαν στο σώμα – αποχαιρέτησαν την επιβλητική αρμάδα. Ο στόλος, όπως είχε προγραμματιστεί, κατέληξε στην Κέρκυρα, επίσης μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας, απ' όπου παρέλαβαν ακόμη 34 τριήρεις και όλοι μαζί αναχώρησαν για τη Σικελία. Εστω και με εμπόδια, η ισχυρή αθηναϊκή δύναμη ξεκίνησε, όμως ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγούσαν τη λαμπρή δύναμη της Αθήνας στον όλεθρο – όπως και τις ελπίδες των Αθηναίων για κοσμοκρατορία… ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ Ο αθηναϊκός στόλος έφθασε σύντομα στις ακτές της Κάτω Ιταλίας και προσπάθησε να προσεγγίσει κάποιες από τις ελληνικές πόλεις που διέθεταν λιμάνι, για να ανεφοδιαστεί, εισπράττοντας όμως την άρνηση τόσο στον Τάραντα όσο και στους Επιζεφύριους Λοκρούς – ήταν άλλωστε δωρικές αποικίες και ως εκ τούτου αρνητικά διακείμενες προς τους Αθηναίους. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στο Ρήγιο, όπου οι Αθηναίοι βρήκαν ασφαλές λιμάνι και έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν και να αποφασίσουν την πορεία δράσης τους. Οι τρεις αρχηγοί του στρατεύματος είχαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις οποίες μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, ως προς το πώς θα προχωρούσαν στη συνέχεια της εκστρατείας. Ο μετριοπαθής Νικίας, που ελάχιστη πίστη διατηρούσε στην αναγκαιότητα αυτής της εκστρατείας, υποστήριζε μία τακτική αναμονής, με κινήσεις στο διπλωματικό πεδίο, ώστε να γίνουν πραγματικότητα οι δύο «στόχοι» της εκστρατείας, δηλαδή, η κατάπαυση της διαμάχης μεταξύ Εγεστας και Σελινούντα και η επαναφορά των δημοκρατικών Λεοντίνων στην πόλη τους. Στη συνέχεια και αφού οι Αθηναίοι θα ισχυροποιούσαν το δίκτυο των συμμαχιών τους στη Σικελία, θα μπορούσαν να αποχωρήσουν, έχοντας πρωτύτερα κάνει μία επίδειξη δύναμης προς τους Ελληνες της Κ. Ιταλίας. Το σχέδιο του Νικία δεν προέβλεπε στρατιωτική εμπλοκή των Αθηναίων, αλλά απλώς διπλωματικές κινήσεις, οπότε τα οφέλη που θα ήταν δυνατόν να αποκομίσει η Αθήνα ήταν πενιχρά – στην καλύτερη περίπτωση, μία εξασφαλισμένη συμμαχία με ορισμένες από τις πόλεις του νησιού. Ο Λάμαχος, που πίστευε αντίθετα με το Νικία στη σκοπιμότητα της εκστρατείας, ήταν υπέρ μίας άμεσης, κεραυνοβόλας τακτικής: θεωρούσε ότι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην επέκταση της αθηναϊκής ισχύος στη Σικελία ήταν οι Συρακούσες, οπότε πρότεινε την άμεση επίθεση ενάντια στην πόλη. Πίστευε ότι εφόσον οι Συρακούσες ηττώντο και συνθηκολογούσαν, η κατάκτηση της Σικελίας θα ήταν στη συνέχεια απλή υπόθεση. Παρότι μία άμεση επίθεση με τις σχετικά μικρές δυνάμεις που διέθετε το σώμα (ούτε 6.500 μαχητές) στις Συρακούσες μοιάζει εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη, το σχέδιο του Λάμαχου λάμβανε υπόψη τις αναφορές των δημοκρατικών Συρακουσίων, τους οποίους είχαν προσεγγίσει φυσικά οι Αθηναίοι, που τόνιζαν ότι η άμυνα της πόλης είναι ασθενής και μία ταχύτατη στρατιωτική επέμβαση των Αθηναίων θα είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Αντίθετα με το σχέδιο του Νικία, η προσέγγιση του Λάμαχου ήταν καθαρά στρατιωτική και ενείχε την προοπτική πλήρους επικράτησης στο νησί. Ωστόσο ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, αφού από τη μία δεν υπήρχαν εγγυήσεις επιτυχίας της κεραυνοβόλας επίθεσης κατά των Συρακουσών και από την άλλη υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας των ουδέτερων πόλεων του νησιού, που μπροστά στην απρόκλητη επίθεση των Αθηναίων ενδέχεται να σχημάτιζαν ένα ενιαίο αντι-αθηναϊκό μέτωπο. Ο Αλκιβιάδης, ως συνήθως οπαδός των περίπλοκων συνδυασμένων ενεργειών πολιτικής-στρατιωτικής ισχύος, πρότεινε ένα διαφορετικό σχέδιο. Αντιμετώπισε εξαρχής τις Συρακούσες και το Σελινούντα ως τις μοναδικές δυνάμει αντιπάλους των Αθηναίων, που θα έπρεπε να εξουδετερωθούν με ένα συνδυασμό διπλωματικών και στρατιωτικών μέσων. Ο Αλκιβιάδης πόνταρε προφανώς στην αθηναϊκή ισχύ, αλλά παράλληλα και στη δική του ευγλωττία, διπλωματικότητα και γοητεία για να πετύχει προσεταιρισμό των κυριότερων ελληνικών πόλεων της Σικελίας, στις οποίες θα εμφανιζόταν ως «σωτήρας» από τις επιβουλές των Συρακουσίων (οι οποίοι, όντως, είχαν κατά καιρούς προσπαθήσει να επιβάλουν τη θέλησή τους επί των υπολοίπων Σικελών και θα το επαναλάμβαναν, με περισσότερη μάλιστα επιτυχία, στο μέλλον). Το σχέδιο του Αλκιβιάδη προέβλεπε την προσεκτική κίνηση του εκστρατευτικού σώματος μέχρι τη Μεσσήνη, την οποία θα προσεταιρίζονταν και θα τη χρησιμοποιούσαν ως βάση επιχειρήσεων, και εν συνεχεία μία εκστρατεία προπαγάνδας και διπλωματίας, με στόχο την απομόνωση Συρακουσών και Σελινούντα. Αφού θα επιτυγχάνετο αυτό, το μόνο που θα έμενε θα ήταν μία σύντομη πολεμική επιχείρηση που θα γονάτιζε τις δύο πόλεις και θα καθιστούσε την Αθήνα κυρίαρχο στη μεγάλη νήσο. Ηταν ένα ευφυές σχέδιο, χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του Αλκιβιάδη, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με επιτυχία, παρότι αρχικά η αποτυχία προσεταιρισμού της Μεσσήνης έδειχνε να το θέτει σε κίνδυνο. Ομως στη συνέχεια οι δημοκρατικοί Λεοντίνοι επανεγκαταστάθηκαν στην πόλη τους, η πόλη Νάξος δέχτηκε να περάσει στο αθηναϊκό στρατόπεδο, όπως και η Κατάνη. Ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τις Συρακούσες, καθώς ο Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε τη διπλωματική ικανότητά του από τη μία και την ισχύ των αθηναϊκών όπλων από την άλλη, στην προαιώνια τακτική του μαστιγίου και του καρότου, για να ολοκληρώσει την απομόνωση της μόνης πόλης που ήταν δυνατό να απειλήσει τα αθηναϊκά σχέδια. Ομως, δεν έμελλε να γίνει ο κατακτητής της Σικελίας ο φιλόδοξος γιος του Κλεινία, αφού την ίδια ώρα οι αντίπαλοί του στην Αθήνα απεργάζονταν τρόπους εξόντωσής του. ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ Από την επομένη κιόλας της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος, στην Αθήνα άρχισαν ξανά οι ζυμώσεις για το ζήτημα των Ερμοκοπιδών. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι επρόκειτο για μία προσπάθεια των Αθηναίων ολιγαρχικών να υπονομεύσουν την εκστρατεία και τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, η οποία αρχικά απέτυχε – οι περισσότεροι από τους 28 που στη συνέχεια συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, ήταν ολιγαρχικοί! Ωστόσο, παράλληλα με την υπόθεση των Ερμοκοπιδών, και μία άλλη άρχισε να απασχολεί το Δήμο. Καθώς φαίνεται, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη από την παράταξη των Δημοκρατικών βρήκαν εν τη απουσία του την ευκαιρία να τον διαβάλουν. Κατηγορήθηκε ότι μαζί με κάποιους φίλους του μετείχε σε παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, μία κατηγορία εξίσου σοβαρή και βαριά στα μάτια των Αθηναίων με εκείνη του βεβηλωτή των ερμαϊκών στηλών. Ο Αλκβιάδης, βεβαίως, κάθε άλλο παρά άγγελος ήταν: ένας από τους πλέον ασύστολους και αμετροεπείς Αθηναίους όλων των εποχών, φιλόδοξος, ακόλαστος σε βαθμό που σόκαρε ακόμη και τους προοδευτικότερους Αθηναίους σαφώς δεν αποτελούσε πρότυπο μετρημένου ανθρώπου. Ωστόσο, αυτή η θυελλώδης πλευρά της προσωπικότητάς του σαφώς γοήτευε μία μερίδα των Αθηναίων, που στο «αγαπημένο τους παιδί» συγχωρούσαν σχεδόν τα πάντα. Η παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσαν να ανεχθούν και, σαν να μην έφθανε αυτό, οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον διαβάλουν στο Δήμο, προτάσσοντας τις φιλοδοξίες του, τις οποίες παρουσίαζαν ως κίνδυνο για το δημοκρατικό καθεστώς. Πριν ακόμη εκδοθεί από την Εκκλησία του Δήμου η εντολή ανάκλησης του Αλκιβιάδη, η απόφαση ενοχής του είχε επί της ουσίας ληφθεί. Οταν αναχώρησε η "Σαλαμινία", το ιερό πλοίο της Αθήνας, για τη Σικελία, δεν πήγε να φέρει τον Αλκιβιάδη για να δικαστεί, αλλά για να τον οδηγήσει σε σίγουρο θάνατο. Ο πανούργος πολιτικός το αντιλήφθηκε μόλις έφθασε η "Σαλαμινία" στην Κατάνη με εντολή να επιβιβάσει τον Αλκιβιάδη και μερικούς ακόμη από τους συμμετέχοντες στην εκστρατεία – όλοι προσωπικοί φίλοι του και κατηγορούμενοι ως «ιερόσυλοι». Δεν είχε όμως άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει, επιβιβαζόμενος μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του σε μία τριήρη. Δεν σκόπευε όμως να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου γνώριζε ότι τον περίμενε βέβαιος θάνατος. Στους Θούριους βρήκε την ευκαιρία και απέδρασε μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Μετά από σύντομη περιπέτεια και αφού πέρασε από την Ηλεία, ο Αλκιβιάδης δεν δίστασε να αλλάξει στρατόπεδο: κατέφυγε στη Σπάρτη, την πόλη το χαμό της οποίας απεργαζόταν με κάθε μέσο και προσπαθούσε να πετύχει με τις άοκνες προσπάθειές του τα τελευταία χρόνια. Η μεταφορά της πίστης του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη σφράγισε όχι μόνο τη μοίρα του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, αλλά και την ίδια την τύχη της Αθήνας. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ Οι Αθηναίοι, παρά την απουσία του Αλκιβιάδη, συνέχισαν την εφαρμογή του σχεδίου του. Η τυπική πλευρά της εκστρατείας, η παροχή, δηλαδή, βοήθειας στους Εγεσταίους, προχωρούσε κανονικά, αφού οι Αθηναίοι προχώρησαν στην κατάληψη της πολίχνης Υκαρα, που είχε πληθυσμό γηγενών Σικελών, την οποία παρέδωσαν στους Εγεσταίους, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της. Στη συνέχεια προσπάθησαν να καταλάβουν την Υβλα, προσπάθεια στην οποία απέτυχαν, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται επακριβώς το μέγεθος της απειλής και προσάρμοζαν ανάλογα τις κινήσεις τους. Σύντομα είχαν ετοιμαστεί για να συγκρουστούν για πρώτη φορά με τους Αθηναίους στο πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι, σε μία ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση, προχώρησαν με πανστρατιά ενάντια στην Κατάνη και στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, αντιλήφθηκαν την κίνηση των Συρακουσίων και επιχείρησαν να τους αιφνιδιάσουν, μεταφερόμενοι διά θαλάσσης προς τις Συρακούσες. Ομως, και οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την κίνηση των Αθηναίων και ξεκίνησαν μία ταχύτατη πορεία προς την πόλη τους. Το εξαίρετο ελαφρύ ιππικό των Συρακουσών κινήθηκε ταχύτατα και πρόλαβε τους Αθηναίους ενώ προετοιμάζονταν και ουσιαστικά έσωσε τις Συρακούσες, αφού απασχόλησε τους αντιπάλους έως ότου φθάσει και το πεζοπόρο στράτευμα. Οταν έφθασαν οι Συρακούσιοι, παρατάχθηκαν άμεσα για μάχη και συγκρούστηκαν με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Αν και οι Συρακούσιοι (μαζί με τους Σελινούντιους συμμάχους τους) είχαν σαφή αριθμητική υπεροχή, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ήταν σαφώς πιο έμπειροι πολεμιστές και καλύτερα διοικούμενοι. Ετσι, μετά από σκληρή μάχη, οι Συρακούσιοι αποχώρησαν ηττημένοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, έναντι μόλις 50 των Αθηναίων. Οι Συρακούσιοι σώθηκαν από πανωλεθρία λόγω της ύπαρξης του ισχυρού ιππικού τους (1.200 ιππείς), το οποίο εμπόδισε τους Αθηναίους να καταδιώξουν τους ηττημένους οπλίτες. Οι Συρακούσιοι κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης τους και ετοιμάστηκαν για πολιορκία, η οποία σύντομα λύθηκε, αφού ο ερχομός του χειμώνα επέβαλε παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στην Κατάνη και ετοιμάστηκαν να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις την άνοιξη. ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι Συρακούσιοι δεν άφησαν αναξιοποίητο το χρόνο που μεσολάβησε. Με την καθοδήγηση του νέου ισχυρού άνδρα της πόλης, του Ερμοκράτη, προχώρησαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων στις πόλεις και σε διπλωματικές και στρατιωτικές προετοιμασίες. Αφησαν, όμως, ανοχύρωτη μία θέση με τεράστια στρατηγική σημασία, το ύψωμα και οροπέδιο των Επιπολών, το οποίο έβαλαν ως στόχο οι Αθηναίοι με το που επέστρεψαν στις Συρακούσες, τον Μάιο του 414 π.Χ. Οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να απωθήσουν τους Αθηναίους, ωστόσο ηττήθηκαν, χάνοντας τη μισή από τη δύναμη (600 άνδρες) που είχαν στείλει στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη ενισχυθεί με περισσότερους άνδρες, κυρίως ιππικό τόσο από την Αθήνα όσο και από τη συμμαχική Εγεστα και από άλλες περιοχές της Σικελίας, σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσουν το αποφασιστικό πλεονέκτημα των Συρακουσίων στον τομέα αυτό. Αμέσως μετά την κατάληψη του οροπεδίου, οι Αθηναίοι δημιούργησαν ένα μικρό οχυρό και εγκατέστησαν ευάριθμη φρουρά, ενώ ξεκίνησαν τη δημιουργία της δικής τους οχύρωσης. Ηταν αποφασισμένοι αυτή τη φορά να καταβάλουν την αντίσταση των Συρακουσίων. Με τη δημιουργία ενός δικού τους τείχους, απειλούσαν να αποκλείσουν πλήρως τις Συρακούσες, κάτι που αντιλήφθηκαν οι πολιορκημένοι που ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα αντιτείχισμα κάθετα στο αθηναϊκό τείχος. Επίσης, χρησιμοποίησαν το ιππικό τους για να παρενοχλούν τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι με μία αστραπιαία επιχείρηση κατόρθωσαν να καταλάβουν και να καταστρέψουν το αντιτείχισμα. Οι Συρακούσιοι όμως δεν πτοήθηκαν και άρχισαν να δημιουργούν νέο, ωστόσο οι Αθηναίοι επιτέθηκαν ξανά και το κατέστρεψαν εκ νέου. Ωστόσο, στη σφοδρότατη μάχη για τον έλεγχο του νέου αντιτειχίσματος, οι Αθηναίο υπέστησαν μία απώλεια που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί: ο ικανότατος στρατηγός Λάμαχος σκοτώθηκε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας τον Νικία επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Ο Λάμαχος μπορεί να μην ήταν Αλκιβιάδης όσον αφορά στα διπλωματικά προσόντα, αλλά ήταν έμπειρος, δοκιμασμένος και ικανός στρατιωτικός. Η αποφασιστικότητά του θα έλειπε από τους Αθηναίους στη συνέχεια, όταν ο Νικίας θα έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο… Ομως τη στιγμή αυτή, οι Αθηναίοι είχαν τον έλεγχο. Οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται, βλέποντας τις προσπάθειες τους να αποτυγχάνουν και οι πόλεις της Σικελίας, όπως είχε προβλέψει ο Αλκιβιάδης, άρχισαν να συρρέουν μαζικά στο στρατόπεδο των Αθηναίων, διαβλέποντας ότι οι Συρακούσες βρίσκονται στα πρόθυρα συνθηκολόγησης. Αλλωστε αυτή ήταν η τάση και στο εσωτερικό των Συρακουσών, όπου αριστοκρατικός Ερμοκράτης απομακρύνθηκε από τη στρατηγία για να αναλάβουν μέλη της δημοκρατικής παράταξης, που επιδίωκαν μία συνεννόηση με τους Αθηναίους ώστε να πετύχουν μία ευνοϊκή συνθήκη. Κι ενώ όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς για τους Αθηναίους και το εκστρατευτικό σώμα προσέγγιζε το στόχο του, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να βρει τρόπους να στραφεί ενάντια στους αχάριστους συμπατριώτες του. ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΥΛΙΠΠΟΣ Ο Αλκιβιάδης που είχε καταφύγει στη Σπάρτη, περνούσε το χρόνο του μηχανευόμενος τρόπους για να εκδικηθεί τους συμπατριώτες του και ίσως να καταστήσει εαυτόν ξανά απαραίτητο στην Αθήνα ώστε να επανέλθει στην πόλη του. Στα πλαίσια αυτά, έδωσε στους Σπαρτιάτες δύο συμβουλές, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποδοτικές. Η πρώτη ήταν να προχωρήσουν στη δημιουργία μίας βάσης του σπαρτιατικού στρατού στην Αττική και συγκεκριμένα στη Δεκέλεια, ώστε να σφίξει ο κλοιός γύρω από την Αθήνα και να αποκτήσουν οι συμπατριώτες του ένα μόνιμο «αγκάθι στο πλευρό τους». Η δεύτερη πρόταση ήταν ακόμη καθοριστικότερη: να αποστείλουν οι Σπαρτιάτες εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία, ώστε να ενισχύσουν τους (επίσης Δωριείς) Συρακούσιους. Οι Σπαρτιάτες άκουσαν και τις δύο συμβουλές. Προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη και οχύρωση της Δεκέλειας και στην εγκατάσταση ισχυρής φρουράς και απέστειλαν τον ικανότατο στρατηγό τους Γύλιππο στη Σικελία, με ισχνές δυνάμεις (δώδεκα τριήρεις, δηλαδή, περίπου 2.600 άνδρες μαζί με τους κωπηλάτες και τα πληρώματα). Αν και οι δυνάμεις του ήταν μικρές, ο Γύλιππος ήταν ικανότατος ηγέτης και με την άφιξή του στη Σικελία άρχισε να δημιουργεί τις βάσεις για έναν αντι-αθηναϊκό συνασπισμό, προσεταιριζόμενος αρχικά τους Σελινούντιους και τους κατοίκους της Ιμέρας, καθώς και ιθαγενείς Σικελούς. Οι Συρακούσιοι έμαθαν για την άφιξη ενισχύσεων από την Πελοπόννησο και αναθάρρησαν, σε ένα χρονικό σημείο που ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν. Ο Νικίας είχε ακόμη την ευκαιρία να εκβιάσει τη θετική έκβαση του πολέμου υπέρ του, αλλά αδράνησε ανεξήγητα, καθυστερώντας, μέχρι που είδε τον Γύλιππο επικεφαλής περίπου 3.000 ανδρών να φθάνει στις Επιπολές και να ενώνεται με τους Συρακούσιους που έκαναν έξοδο από την πολιορκημένη πόλη τους. Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να αντιστρέφεται και ο Γύλιππος είχε και την πρώτη απτή επιτυχία του, καταλαμβάνοντας το φρούριο του Λάβδαλου, το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Αθηναίοι στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι διέκοψαν την αδράνειά τους οχυρώνοντας το Πλημμύριο, που βρισκόταν στο νότιο άκρο του μεγάλου λιμένα των Συρακουσών. Ομως πλέον η εξέλιξη δεν άφηνε περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία: οι πολιορκημένοι ενισχύονταν συνεχώς (λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γύλιππου έφθασαν άλλες 12 τριήρεις από δωρικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας), διέθεταν έναν έμπειρο και ικανό ηγέτη και είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα για τους Αθηναίους. 'Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ Η εκστρατεία των Αθηναίων ενάντια στους Συρακούσιους είχε μετατραπεί πλέον σε μία ολοκληρωτική σύγκρουση του αθηναϊκού συνασπισμού με το λακωνικό και ο Νικίας, αντιλαμβανόμενος ότι έχει εμπλακεί σε κάτι που ξεπερνούσε τις δυνατότητές του, βγήκε από το λήθαργο και αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από την Αθήνα. Η πρότασή του προς την Εκκλησία του Δήμου ήταν είτε να εγκαταλειφθεί η εκστρατεία είτε να σταλούν ενισχύσεις ικανές να αλλάξουν εκ νέου την ισορροπία των δυνάμεων που είχε ανατραπεί σε βάρος των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι, συνεπαρμένοι από την προοπτική του μεγαλείου και αρνούμενοι να επιτρέψουν στους Σπαρτιάτες να κερδίσουν μία τόσο μεγάλη νίκη, ψήφισαν υπέρ της αποστολής σημαντικών ενισχύσεων. Αμεσα αναχώρησε ο Ευρευμέδοντας με 10 τριήρεις και αρκετούς οπλίτες, ενώ στη συνέχεια θα τον ακολουθούσε και ο Δημοσθένης με ακόμη περισσότερους άνδρες και εφόδια. Η Σικελική Εκστρατεία - και αυτό δεν το είχαν ακόμη αντιληφθεί οι Αθηναίοι - εξελισσόταν σε μία πυορροούσα πληγή, που απορροφούσε δυσανάλογα μεγάλες δυνάμεις και πόρους. Φυσικά το έπαθλο, η κυριαρχία επί της Σικελίας, ήταν μεγάλο, όμως εξίσου μεγάλο ήταν και το τίμημα που καλούνταν να πληρώσουν οι Αθηναίοι. Από την πλευρά τους οι Σπαρτιάτες δεν παρέμεναν αδρανείς. Κινητοποίησαν τους δικούς τους συμμάχους και οι Κορίνθιοι απέστειλαν μοίρα πλοίων με 1.600 άνδρες που ενίσχυσαν το πολυάριθμο, πλέον, σώμα του Γύλιππου και τους Συρακούσιους. Με αυτές τις ενισχύσεις και με δεδομένη την αδυναμία της αθηναϊκής ηγεσίας, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία επιθετική ενέργεια, που τους απέφερε ένα μεγάλο έπαθλο: τα τρία οχυρά των Αθηναίων στο Πλημμύριο, τα οποία ήταν γεμάτα με εφόδια και υλικά απαραίτητα για τη συνέχιση της επιθετικής προσπάθειας του εκστρατευτικού σώματος. Ακόμη χειρότερα, η κατάληψη του Πλημμυρίου επέτρεψε στους Συρακούσιους να εγκλωβίσουν επί της ουσίας τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο εντός του Μεγάλου Λιμένα των Συρακουσών, στερώντας από τους Αθηναίους το βασικότερο στρατηγικό τους πλεονέκτημα και δημιουργώντας μία κατάσταση που θα εξωθούσε τους Αθηναίους σε βεβιασμένες κινήσεις. Τις επόμενες βδομάδες έγιναν ακόμη δύο μικρές συγκρούσεις στις οποίες επικράτησαν οι Συρακούσιοι, χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί η κατάσταση. Ο Νικίας χρονοτριβούσε μη επιδιώκοντας μία αποφασιστική σύγκρουση, περιμένοντας το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα υπό το Δημοσθένη, που θα ισχυροποιούσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του. Ωστόσο ο Δημοσθένης, που είχε αποπλεύσει από τον Πειραιά τον Απρίλιο του 413 π.Χ., επίσης χρονοτριβούσε καθ’ οδόν, προσπαθώντας να συγκεντρώσει περισσότερους συμμάχους και μισθοφόρους και επιχειρώντας να επαναφέρει κάποιες ακόμη σικελικές και ιταλικές πόλεις στο φιλοαθηναϊκό στρατόπεδο. Ακόμη και με την τακτική κατάσταση να έχει ανατραπεί υπέρ των Συρακουσίων, τίποτε δεν προμήνυε την τρομακτική καταστροφή που έμελλε να πέσει στα κεφάλια των Αθηναίων. Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ Καθώς οι Συρακούσιοι πληροφορήθηκαν ότι επίκειται η άφιξη του Δημοσθένη με σημαντικές ενισχύσεις, αποφάσισαν να εκβιάσουν τη νίκη με μία αποφασιστική προσπάθεια, αφού φοβούνταν ότι η υπεροχή που είχαν αποκτήσει κινδύνευε να εξανεμιστεί. Με μία μοίρα 80 πλοίων από τη θάλασσα και με συντονισμένη επίθεση από ξηράς σε δύο σημεία, ο Γύλιππος προσπάθησε να διασπάσει τις αθηναϊκές γραμμές, ωστόσο δεν τα κατάφερε αφού οι σκληρές συγκρούσεις δεν έφεραν αλλαγή της κατάστασης. Ωστόσο, δύο μέρες μετά οι Συρακούσιοι έβγαλαν το στόλο τους στον κόλπο, προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη. Μετά από αρκετούς ελιγμούς, οι Συρακούσιοι αποσύρθηκαν, παρασύροντας και τους Αθηναίους να βγουν από τα πλοία τους. Επρόκειτο όμως για ένα τέχνασμα, το οποίο είχε ως στόχο να βρει τους Αθηναίους απροετοίμαστους. Ο στόλος των Συρακουσίων και των συμμάχων τους εμφανίστηκε ξανά μπροστά από τις αθηναϊκές θέσεις και οι Αθηναίοι όπως-όπως επάνδρωσαν τα πλοία και βγήκαν να τους συναντήσουν. Με ορμή οι συντεταγμένοι Συρακούσιοι κατάφεραν να κατανικήσουν τα αθηναϊκά πλοία στη ναυμαχία που ακολούθησε, ωστόσο δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη νίκη τους και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, έχοντας πάντως βυθίσει επτά πλοία και χάνοντας μόλις δύο. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η οριστική ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων ήταν θέμα χρόνου, έφθασε ο Δημοσθένης με τις ενισχύσεις του, δηλαδή, 73 τριήρεις, περίπου 5.000 οπλίτες, καθώς και μισθοφόρους από την Ιταλία, συνολικά πάνω από 20.000 άνδρες (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμάτων). Οι Αθηναίοι υπερείχαν πλέον αποφασιστικά σε ξηρά και θάλασσα, αφού διέθεταν περίπου 50.000 άνδρες και 180 τριήρεις και προσπάθησαν, έστω και αργά, να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, εξαναγκάζοντας τους Συρακούσιους σε παθητική στάση. Ωστόσο και αυτή η εικόνα αποδείχτηκε απατηλή και η έλλειψη ενός ηγέτη της κλάσης του Αλκιβιάδη ή του Λάμαχου ήταν ολοφάνερη όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να επιτεθούν και να ανακαταλάβουν τα οχυρά στις Επιπολές και να καταστρέψουν το τρίτο αντιτείχισμα που έφτιαχναν οι αντίπαλοί τους. Η επίθεση έγινε τελικώς τη νύχτα και επικράτησε τρομερή σύγχυση, εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων. Κατ’ αρχάς, οι Αθηναίοι επιδόθηκαν σε καταδίωξη των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα να χάσουν οποιαδήποτε συνοχή. Ακόμη, καθώς μεταξύ τους βρίσκονταν αρκετοί Δωριείς (κυρίως Αργείοι και Κερκυραίοι), ο πολεμικός παιάνας τους ήταν ίδιος με αυτόν των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα στο σκοτάδι να γίνουν πολλές συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και συμμάχων! Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας και καθώς ξημέρωνε η μέρα, φάνηκε ολοκάθαρα η αποτυχία της προσπάθειάς τους: πάνω από 2.000 Αθηναίοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί στο υψίπεδο. Το ηθικό των Αθηναίων είχε πλέον πέσει στο ναδίρ και η καταστροφή φαινόταν στον ορίζοντα. ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ Παρότι οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι με την άφιξη ικανών ενισχύσεων θα μπορούσαν να ανατρέψουν εκ νέου την τακτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δυσμενώς για εκείνους, η αποφασιστική στάση των Συρακουσίων και η κακή ηγεσία των Αθηναίων συνέτειναν σε μία ακόμη ήττα, που τους περιόριζε ξανά σε παθητικό ρόλο. Ο Δημοσθένης είχε την οξύνοια να αντιληφθεί ότι σε αυτή την περίσταση, οι αθηναϊκές δυνάμεις έπρεπε άμεσα να απαγκιστρωθούν από την πολιορκία. Εκτός από τους αντιπάλους τους, είχαν να «πολεμήσουν» και με τις ασθένειες και ιδιαίτερα με την ελονοσία που έκανε θραύση μεταξύ των ανδρών του σώματος. Εφθασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει αποχώρηση του σώματος από τη Σικελία, κάτι που απέτρεψε ο Νικίας! Ο γηραιός στρατηγός, ο άνθρωπος που εξαρχής ήταν αντίθετος με την εκστρατεία, σε αυτήν τη συγκυρία ήταν πεπεισμένος ότι η ισχύς του σώματος, ιδιαίτερα του ευάριθμου στόλου που διέθετε, ήταν τέτοια που τελικώς θα ανάγκαζε τους Συρακούσιους σε ήττα! Αν και ο Δημοσθένης επανήλθε με μία πρόταση για αποχώρηση στην Κατάνη, όπου θα μπορούσε να ανεφοδιάζεται κανονικά το εκστρατευτικό σώμα και θα βρισκόταν μακριά από τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι δυνάμεις του λακωνικού συνασπισμού, ο Νικίας επέμεινε πεισματικά να παραμείνει ο στρατός εκεί που βρίσκεται. Με αυτές τις διαφωνίες οι Αθηναίοι έχασαν πολύτιμο χρόνο, κατά τον οποίο οι Συρακούσιοι ενισχύονταν συνεχώς από συμμάχους της Σπάρτης και ετοιμάζονταν για επίθεση. Οταν και ο Νικίας αντιλήφθηκε ότι απαιτείται η άμεση αποχώρηση της δύναμης, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Ωστόσο, το σύμπαν συνωμότησε σε βάρος των Ελλήνων: τη βραδιά που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει η αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, την 27η Αυγούστου, σημειώθηκε έκλειψη σελήνης! Το σημάδι ερμηνεύτηκε ως θεϊκή παρέμβαση και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να περιμένουν τις 27 ημέρες που υπέδειξαν οι μάντεις. Ολα πλέον είχαν τελειώσει. Ο Γύλιππος ετοίμασε το στρατό του και άρχισε μία τακτική επάλληλων εφόδων, ώστε να καταπονήσει τους Αθηναίους, να ανατρέψει την αμυντική τους θέση και να τους καταστήσει ευάλωτους σε ένα δυναμικό χτύπημα. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις που διεξήχθησαν στις επόμενες δύο ημέρες δεν είχαν κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα, ωστόσο οι Αθηναίοι ένιωθαν την πίεση να αυξάνεται και τις διεξόδους τους να περιορίζονται σημαντικά. Στοχεύοντας πλέον στην πλήρη καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε μία εξαιρετικά τολμηρή κίνηση: στον αποκλεισμό του Μεγάλου Λιμένα με μία «αλυσίδα» πλοίων, ένα «ξύλινο τείχος». Εφόσον το ζητούμενο πλέον δεν ήταν απλώς η απομάκρυνση του σώματος - κάτι που θα γινόταν «συν τω χρόνω» ακόμη και αν οι Συρακούσιοι δεν έκαναν τίποτε - αλλά η πλήρης καταστροφή του, αυτή ήταν η ενδεδειγμένη τακτική: αν οι Αθηναίοι έχαναν το στόλο τους, τότε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παρά να προσπαθήσουν να κινηθούν από ξηρά, όπου θα ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις των Συρακουσίων. Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα έβαιναν πλέον προς ολοκληρωτική καταστροφή και αποφάσισαν να «τα παίξουν όλα για όλα» σε μία κίνηση απελπισίας: θα επιχειρούσαν μία μαζική διάσπαση του κλοιού των πλοίων με τις αξιόμαχες τριήρεις που μπορούσαν να επανδρώσουν (περίπου 110). Αν η διάσπαση πετύχαινε, θα μπορούσαν να μαζέψουν και τους υπόλοιπους άνδρες που είχαν μείνει στην ακτή και να αναχωρήσουν προς την ασφάλεια της Κατάνης. Αν αποτύγχανε, θα επιχειρούσαν να αποχωρήσουν διά ξηράς. Η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν τρομερή. Τα πλοία των Αθηναίων, με τη δύναμη που έδινε στους άνδρες η απελπισία, προσπάθησαν με μία συντονισμένη προσπάθεια να διασπάσουν τον κλοιό των Συρακουσίων και να βγουν από το λιμάνι. Οι τελευταίοι έχοντας προετοιμαστεί επισταμένως γι’ αυτή τη μεγάλη μάχη, κατόρθωσαν, παρότι αρχικά φάνηκε να αντιμετωπίζουν προβλήματα, να υπερισχύσουν μέσα στο στενό χώρο του λιμανιού που δεν επέτρεπε ελιγμούς και περίπλοκες τακτικές όπως αυτές που είχαν συνηθίσει να εφαρμόζουν οι Αθηναίοι. Με αυτά τα δεδομένα, ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε και τα πλοία επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά τους. Οι Αθηναίοι πλέον ήταν με την πλάτη στον τοίχο. Αν και οι απώλειες από την προσπάθεια διάσπασης του κλοιού ήταν μικρές, οι στρατηγοί αδυνατούσαν να πείσουν τα πληρώματα να μπουν ξανά στα πλοία για να κάνουν άλλη μία έξοδο. Το ηθικό βρισκόταν στο ναδίρ και η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να προσπαθήσουν να διαφύγουν από ξηράς. Ομως και σε αυτήν την περίπτωση οι Αθηναίοι καθυστέρησαν δύο μέρες - σύμφωνα με το Θουκυδίδη εξαιτίας παραπλανητικού τεχνάσματος του Ερμοκράτη. Οταν πλέον αποφάσισαν να αναχωρήσουν, οι Συρακούσιοι είχαν ήδη ετοιμαστεί για να τους υποδεχτούν. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με αληθινά σπαρακτικό τρόπο αυτές τις στιγμές της αποχώρησης, όταν οι απελπισμένοι Αθηναίοι αναχωρούσαν, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες άρρωστους και τραυματίες τους οποίους δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Οι ικεσίες και οι οιμωγές εκείνων που έμεναν πίσω ακούγονταν μέχρι την πόλη των Συρακουσών. Ωστόσο και εκείνοι που έφευγαν, δεν θα είχαν καλύτερη μοίρα. Ενα σώμα περίπου 40.000 ανδρών ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτική-βορειοδυτική, σε μία προσπάθεια να περάσει από τις ορεινές διαβάσεις ώστε στη συνέχεια να κατευθυνθεί βόρεια. Ομως οι Συρακούσιοι είχαν οχυρώσει τις διαβάσεις και με αποσπάσματα ιππέων και ψιλών παρενοχλούσαν συνεχώς τους Αθηναίους. Την τρίτη μέρα πορείας έφθασαν σε μία οχυρή θέση, το Ακραίον Λέπας. Εκεί διαπίστωσαν ότι η μοναδική διάβαση είχε οχυρωθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά από μερικές εκατοντάδες Συρακούσιους οπλίτες και ψιλούς, που είχαν ανεγείρει και τείχος. Η διάβαση, λόγω της στενωπού και της αντίστασης των Συρακουσίων, ήταν αδύνατη και οι Αθηναίοι πήραν ξανά το δρόμο του γυρισμού για το στρατόπεδό τους. Εκεί όμως, στα πεδινά, το ιππικό των Συρακουσίων ήταν απόλυτα κυρίαρχο. Οι Αθηναίοι επιχείρησαν με μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να φθάσουν σε μία ασφαλή τοποθεσία, να απαγκιστρωθούν με κατεύθυνση προς τα νότια. Αφού παραπλάνησαν τους Συρακούσιους ανάβοντας πολυάριθμες φωτιές στο χώρο όπου είχαν στρατοπεδεύσει, οι Αθηναίοι αναχώρησαν σε δύο σώματα, το πρώτο με αρχηγό τον Νικία και το δεύτερο με επικεφαλής τον Δημοσθένη. Οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την αποχώρηση των Αθηναίων το πρωί και ξεκίνησαν μία απηνή καταδίωξη. Σύντομα κατόρθωσαν να έλθουν σε επαφή με το τμήμα που οδηγούσε ο Δημοσθένης, το οποίο περικύκλωσαν και υπέβαλαν σε βροχή από ακόντια και βέλη για μία ολόκληρη μέρα. Η μάχη άναψε για τα καλά και οι Αθηναίοι υπέστησαν τρομακτικές απώλειες, πριν καταλάβουν ότι βρίσκονταν σε τραγικά μειονεκτική θέση. Ο Δημοσθένης προτίμησε να παραδοθεί, ζητώντας εγγυήσεις για τη ζωή των Αθηναίων που απέμεναν. Μαζί με 6.000 περίπου άνδρες που παρέμεναν ζωντανοί, παραδόθηκε στους Συρακούσιους και στους συμμάχους τους. Απέμενε πλέον μόνο το τμήμα υπό το Νικία, το οποίο πρόλαβαν οι Συρακούσιοι και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο Νικίας προσπάθησε να παραδοθεί εξασφαλίζοντας την ασφαλή αποχώρηση των ανδρών του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Οι Συρακούσιοι απέρριψαν τις προτάσεις και άρχισαν να επιτίθενται με σφοδρότητα, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους αδύναμους και εξαντλημένους Αθηναίους και στους συμμάχους. Το εκστρατευτικό σώμα κινήθηκε με δυσκολία και έφθασε στον ποταμό Ασσίναρο, όπου οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Αθηναίοι δέχτηκαν την έφοδο του συνόλου του στρατού των Συρακουσίων. Ηταν η 16η Σεπτεμβρίου 413 π.Χ. όταν τα υπολείμματα της κάποτε περήφανης αθηναϊκής στρατιάς παραδόθηκαν, μετά από πολύωρη σφαγή, στους Συρακούσιους. Από τους Αθηναίους που είχαν ξεκινήσει την εκστρατεία, περίπου 7.000 είχαν πέσει ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους, ενώ ακόμη 15.000 σύμμαχοι που είχαν συλληφθεί πουλήθηκαν ως δούλοι. Η τύχη των Αθηναίων όμως δεν ήταν καλύτερη. Οι δύο εναπομείναντες ηγέτες, ο Δημοσθένης και ο Νικίας, εκτελέσθηκαν, παρά την αντίθεση του Γύλιππου και του Ερμοκράτη. Το σύνολο των αιχμάλωτων ανδρών μεταφέρθηκαν στα λατομεία των Επιπολών, όπου εργάστηκαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου στην εξόρυξη μεταλλευμάτων. Ηταν ένα τραγικό τέλος όχι μόνο για τη Σικελική Εκστρατεία αλλά και για τις φιλοδοξίες της Αθήνας για κυριαρχία επί του ελληνικού κόσμου. ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ Η ραγδαία άνοδος και η άδοξη πτώση Ο άνθρωπος που «παραλίγο να γινόταν Μεγάλος», ένας από τους μεγαλύτερους αμοραλιστές της ιστορίας ή απλώς ένας άνθρωπος του πεπρωμένου; Ο γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης (πλήρες όνομα Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης) γεννήθηκε το 450 π.Χ. στην Αθήνα, γόνος μίας πλούσιας και ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ανήκε στο πανίσχυρο γένος των Αλκμεωνιδών και ο Περικλής έγινε προστάτης του νεαρού (μόλις 3 ετών) Αλκιβιάδη όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στη μάχη της Κορώνειας το 446 π.Χ. Αντίθετα με τους περισσότερους της τάξης του, προτίμησε να ενταχθεί στον πολιτικό στίβο στο πλευρό των Δημοκρατικών και μάλιστα της ριζοσπαστικής τους πτέρυγας. Από τα εφηβικά χρόνια του ξεχώρισε τόσο για την ευφυΐα και για τα ηγετικά προσόντα του όσο και για τον άστατο και θυελλώδη χαρακτήρα του. Επιρρεπής στις καταχρήσεις και τις πάσης φύσεως ακολασίες, ο νεαρός Αλκιβιάδης σχετίστηκε από τα νεανικά χρόνια του με το Σωκράτη, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρούς δεσμούς (ο μεγάλος φιλόσοφος του έσωσε τη ζωή στη μάχη της Ποτίδαιας, μία χάρη που ανταπέδωσε ο Αλκιβιάδης σώζοντας το Σωκράτη στη μάχη του Δηλίου). Η άνοδος του Αλκιβιάδη στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή τοποθετείται στην εποχή μετά την ειρήνη του Νικία, όταν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ρήγμα στις σχέσεις Αθηναίων και Σπαρτιατών, το οποίο εκμεταλλεύτηκε για να αναμοχλεύσει τα πάθη και να οδηγήσει τις δύο πλευρές ξανά στη ρήξη. Δικό του έργο ήταν η συμμαχία της Αθήνας με τις πόλεις που ανταγωνίζονταν τη Σπάρτη στην Πελοπόννησο (Αργος, Μαντίνεια, Ηλεία κ.λπ.), μία κίνηση με τεράστια στρατηγική σημασία, που όμως απέτυχε (στη πρώτη Μάχη της Μαντίνειας) να πετύχει και στρατιωτικά τους σκοπούς της. Μετά τη Σικελική Εκστρατεία, ο Αλκιβιάδης προσπάθησε ξανά να κερδίσει την εύνοια των συμπατριωτών του, έχοντας ήδη αυτομολήσει στην αυλή του σατράπη της Φρυγίας Τισσαφέρνη, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει να αποσύρει την υποστήριξή του προς τη Σπάρτη. Ο Αλκιβιάδης κατάφερε στη συνέχεια να πετύχει την επάνοδό του στην Αθήνα, υποσχόμενος περσικό χρυσό και στρατιωτική βοήθεια. Η διπλωματική ευστροφία του Αλκιβιάδη τον έβγαλε ξανά ασπροπρόσωπο και οι Αθηναίοι, που μετά την καταστροφή στη Σικελία και την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες χρειάζονταν απελπισμένα μία νίκη, τον ανέδειξαν ξανά στρατηγό της πόλης. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες, που έδωσαν ελπίδες στους Αθηναίους, ο Αλκιβιάδης επέστρεψε με δόξα και τιμή το 407 π.Χ. στην Αθήνα, αφού κατόρθωσε να νικήσει δύο φορές το σπαρτιατικό στόλο (στην Αβυδο και την Κύζικο) και ανακατέλαβε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο για λογαριασμό των Αθηναίων. Η επιστροφή του χαιρετίστηκε από το Δήμο, που στο πρόσωπό του - παρά το κακό που είχε προκαλέσει στην πόλη του - έβλεπε πλέον τη μοναδική ελπίδα για νίκη. Ωστόσο η ανανεωμένη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του ήταν βραχύβια, αφού οι δύο πρώτες αποτυχίες (μία «μισή νίκη» και μία ήττα) οδήγησαν εκ νέου στην αποπομπή. Ο Αλκιβιάδης, απογοητευμένος ξανά, αποσύρθηκε στη Χερσόνησο και όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στους Αιγός Ποταμούς, βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Φαρνάβαζου, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Τισσαφέρνη. Ενώ ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τον ίδιο το Μεγάλο Βασιλιά των Περσών, ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Φαρνάβαζου, από τον οποίο ζήτησαν αυτήν την «εξυπηρέτηση» οι Σπαρτιάτες. ΟΙ ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ Μετά τη Σικελία ο κόσμος... Το πόσο εκτεταμένες ήταν οι φιλοδοξίες των Αθηναίων, φαίνεται ανάγλυφα από τα λόγια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Αλκιβιάδη, στο λόγο που εκφώνησε προς την Απέλλα της Σπάρτης για να πείσει τους Λακεδαιμόνιους να εκστρατεύσουν και κείνοι στη Σικελία: «Πήγαμε στη Σικελία για να υποτάξουμε πρώτα απ' όλα τους Σικελιώτες και μετά τους Ιταλιώτες και εν συνεχεία να δοκιμάσουμε να κατακτήσουμε την ηγεμονία των Καρχηδονίων και την ίδια την Καρχηδόνα. Και αν τα κατορθώναμε όλα αυτά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, τότε είχαμε σκοπό να επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, μεταφέροντας από εκεί όλες τις ελληνικές δυνάμεις που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας, στρατολογώντας πολλούς μισθοφόρους, Ιβηρες και άλλους, όσοι θεωρούνται από τους εκεί βάρβαρους οι καλύτεροι πολεμιστές και ναυπηγώντας πολυάριθμα πολεμικά εκτός από τα δικά μας, αφού η Ιταλία έχει άφθονη ξυλεία. Με αυτά θα είχαμε αποκλείσει την Πελοπόννησο καπό παντού και ταυτόχρονα θα κάναμε επιθέσεις με το πεζικό ενάντια στης πόλεις, είτε για να τις κυριεύσουμε με έφοδο είτε για να τις αποκλείσουμε με τείχος και έτσι εύκολα να κατακτήσουμε την Πελοπόννησο. Μετά θα κυριαρχούσαμε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.» ΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΟΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ… Τι θα γινόταν αν οι Αθηναίοι νικούσαν στη Σικελική Εκστρατεία Ελάχιστες είναι οι πολεμικές συγκρούσεις που το αποτέλεσμά τους έκρινε την ιστορία ολόκληρου του κόσμου. Η αρχαία Ελλάδα έχει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο σε τέτοιες μάχες, αφού η κατοπινή ιστορία της Ευρώπης (και του κόσμου ολόκληρου) διαμορφώθηκε κατά μεγάλο βαθμό στις δύο όχθες του Αιγαίου και στις υπόλοιπες περιοχές που αποτελούσαν τον «ελληνικό κόσμο». Η μεγάλη εμφύλια σύγκρουση του Πελοποννησιακού Πολέμου, με μια πρώτη ματιά, φαίνεται ως «ελληνική» υπόθεση: από τη μία η Αθήνα, εξωστρεφής, θαλασσοκράτειρα, με τάσεις επεκτατισμού, ίσως ακόμη και ιμπεριαλιστική, θιασώτης των νεωτερισμών και της Δημοκρατίας. Από την άλλη, η Σπάρτη, αριστοκρατική, εσωστρεφής, βαθύτατα συντηρητική, υπερασπιστής του status quo, πανίσχυρη στρατιωτικά, με ισχυρές αρχαίες συμμαχίες που βασίζονταν στη διατήρηση της αυτονομίας των συμμάχων. Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα απέχουν η Λακωνία από την Αττική, αλλά στην πραγματικότητα ένα χάος χώριζε τις δύο πόλεις. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, με διαφορετικές ρίζες στο παρελθόν και διαφορετική προοπτική για το μέλλον, διασταύρωσαν τα ξίφη τους επικεφαλής αντίστοιχων συνασπισμών, προσπαθώντας να πετύχουν… τι ακριβώς; Διότι και σε αυτό το σημείο υπάρχει μία μεγάλη διαφορά: οι Αθηναίοι ξεκάθαρα επιθυμούσαν την ηγεμονία των Ελλήνων, κάτι που μερικές δεκαετίες αργότερα πέτυχε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, τίποτε λιγότερο. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι είχαν ήδη την ηγεμονία των Ελλήνων πριν προσπαθήσουν να τους την «αρπάξουν» οι Αθηναίοι, με την έννοια που είχε γι' αυτούς η ηγεμονία: πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πόλεων, που ασχολούνταν η καθεμία με τις υποθέσεις της και δεν εμπλέκονταν με εξωτερικές υποθέσεις. Τη διατήρηση αυτού του κατεστημένου επιθυμούσαν οι Σπαρτιάτες. Ομως αυτή ακριβώς η διαφορά των επιδιώξεων δίνει και την οικουμενική διάσταση της σύγκρουσης μεταξύ των δύο συνασπισμών. Η Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειος, το θέατρο των επιχειρήσεων, ήταν ήδη ένας ενιαίος γεωστρατηγικός χώρος. Η διεθνοποίηση της σύγκρουσης των Ελλήνων ήταν δεδομένη, πόσο μάλλον από τη στιγμή που αναμείχθηκε σε αυτήν και η μεγάλη δύναμη της εποχής, η Περσία, ενώ οι μάχες μεταφέρθηκαν και στην ιταλική χερσόνησο, στη Σικελία. Οπότε, το ζήτημα δεν ήταν απλώς ενδοελληνικό, αλλά έλαβε εξαρχής διεθνή διάσταση. Οι Αθηναίοι, με τη δύναμη που τους έδινε το ισχυρό ναυτικό, οι «εθελοντικές εισφορές» των «συμμάχων» τους και ο εξωστρεφής χαρακτήρας της πολιτείας τους, βρίσκονταν ήδη, στα μέσα του 5ου αιώνα, σε τροχιά δημιουργίας μίας ισχυρής αυτοκρατορίας. Επί της ουσίας είχαν ήδη κυριαρχήσει στο Αιγαίο, ωστόσο ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει την αθηναϊκή φιλοδοξία. Τα συμφέροντα της Αθήνας την είχαν οδηγήσει σε κάθε γωνιά της Ανατολικής Μεσογείου, από την Καρία έως την Κύπρο και από την Παλαιστίνη έως την Αίγυπτο. Ακόμη και η Μαύρη Θάλασσα συμπεριλαμβανόταν στο «ζωτικό χώρο» των Αθηναίων. Αυτό που οραματίζονταν οι ηγέτες της πόλης της Παλλάδας ήταν μία αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν από τη «Μεγάλη Ελλάδα» έως τη Μικρά Ασία, όχι απλώς μία εμπορική αυτοκρατορία, όπως αυτή της Καρχηδόνας, αλλά περισσότερο μία «πραγματική αυτοκρατορία», όπως αυτή των Περσών. Στη θέση του Μεγάλου Βασιλιά, θα βρισκόταν ο Δήμος, οι πολίτες της Αθήνας! Ηταν μία φιλοδοξία που - παραδόξως - δεν εκπορευόταν από την ανώτερη τάξη της Αθήνας, η οποία ήταν βαθιά συντηρητική και μοιραζόταν τη λατρεία των Λακώνων για διατήρηση του status quo και μη διατάραξη των ισορροπιών. Μοιάζει παράξενο που οι αριστοκράτες της Αθήνας αρνήθηκαν να αντιληφθούν τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά τους, εφόσον η πόλη τους θα γινόταν πραγματική κοσμοκράτειρα. Αντίθετα με την ανώτερη τάξη της Ρώμης, που ηγήθηκε των προσπαθειών της Αιώνιας Πόλης για να γίνει κοσμοκράτειρα, οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί επέβαλλαν συνεχώς προσκόμματα στον εξωστρεφή χαρακτήρα της δημοκρατίας τους και με τις πράξεις τους καταδίκασαν την προσπάθεια της πόλης τους. Η αναφορά της Ρώμης δεν είναι τυχαία. Αποτελεί ένα απτό παράδειγμα του πώς μία μικρή και σχετικά αδύναμη πόλη-κράτος κατόρθωσε να επικρατήσει επί των γειτόνων της και στη συνέχεια να γίνει μία αυτοκρατορία και όλα αυτά ενώ είχε ένα «δημοκρατικό» (έστω, ολιγαρχικό) πολίτευμα. Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί η Αθήνα, που στα μέσα του 5ου αιώνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα, δεν το κατόρθωσε, επικεντρώνονται στις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον ανακριβές. Η δημοκρατία είναι εκείνη που επέτρεψε σε άντρες όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αλκιβιάδης, ο Μιλτιάδης, ο Ιφικράτης, ο Περικλής και τόσοι άλλοι σπουδαίοι ηγέτες που ανέδειξε η πόλη της Παλλάδας, να αναδειχθούν και να διακριθούν. Κάποιοι εξ αυτών (λ.χ., ο Θεμιστοκλής) ήταν ταπεινής καταγωγής και σε μία άλλη πόλη με λιγότερο εύκαμπτες κοινωνικοπολιτικές δομές, θα είχαν μείνει στο περιθώριο, ενώ άλλοι αναδείχθηκαν λόγω ακριβώς των χαρισμάτων που είχαν ως δημαγωγοί και ηγέτες και της σχέσης που κατόρθωσαν να αποκτήσουν με το Δήμο. Επρόκειτο για μία αμφίδρομη σχέση, αφού ο Δήμος έτρεφε τη φιλοδοξία τους και εκείνοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του. Είναι αλήθεια ότι η Σικελική Εκστρατεία και κατά συνέπεια ολόκληρη η προσπάθεια των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο καταδικάστηκε από μία άστοχη κίνηση του Δήμου, που δεν κατόρθωσε να αποκρούσει τις κατηγορίες των δημαγωγών και ανακάλεσε τον Αλκιβιάδη. Η απόφαση αυτή έγραψε ιστορία. Αν ο Αλκιβιάδης είχε αφεθεί στην κεφαλή του εκστρατευτικού σώματος για να συνεχίσει την εκστρατεία που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και επιβάλλει - επί της ουσίας - στους Αθηναίους, τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά. Μπορεί ο Λάμαχος να ήταν εξίσου καλός με τον Αλκιβιάδη ως στρατιωτικός ηγέτης - ίσως και καλύτερος - ωστόσο ήταν ανεπαρκής ως διπλωμάτης και πολιτικός. Και αυτό που χρειάζονταν οι Αθηναίοι στη Σικελία ήταν η ευστροφία, ο μεστός πολιτικός λόγος και η προσωπική γοητεία του Αλκιβιάδη. Δυνάμεις είχαν αρκετές, αυτό που δεν είχαν ήταν σωστή καθοδήγηση και ευελιξία στο διπλωματικό παιχνίδι όπου παίχτηκε - και χάθηκε - η εκστρατεία. Σε περίπτωση που νικούσαν οι Αθηναίοι, ουδείς αμφιβάλλει ότι η Σικελία θα ήταν μόνο η αρχή. Με τις τεράστιες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της μεγαλονήσου στη διάθεσή τους, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης: οι Αθηναίοι θα θριάμβευαν επί των Σπαρτιατών στο μέτωπο του Πελοποννησιακού Πολέμου και θα είχαν πλέον την αδιαφιλονίκητη ηγεσία των Ελλήνων, από τη Σικελία έως την Ιωνία, για να τους οδηγήσουν ενάντια στον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι πέρα από την προσωπική φιλοδοξία ενός ανθρώπου - του Αγησίλαου - δεν υπήρχε κίνητρο που να τους ωθήσει να επιδοθούν σε μία ιμπεριαλιστική επεκτατική πολιτική. Ως εκ τούτου, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες του Αγησίλαου στη Μικρά Ασία - που έδειχνε και την ευπάθεια των Περσών στη συγκεκριμένη περίοδο ενάντια στους Ελληνες τουλάχιστον - απέτυχαν οικτρά. Η Σπάρτη ουδέποτε μπόρεσε να ξεπεράσει την εσωστρέφεια και τη συντηρητικότητά της. Αντίθετα, η Αθήνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα. Ομως δεν τα κατάφερε, εξαιτίας της αποκοτιάς των Αθηναίων να ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη αλλά και μιας σειράς από λίγο ή πολύ τυχαία γεγονότα που καταδίκασαν τη Σικελική Εκστρατεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου