Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Σικελική Εκστρατεία ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ της αθηναϊκής αυτοκρατορίας Ο μεγαλύτερος αδελφοκτόνος εμφύλιος σπαραγμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.), διεξήχθη κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο Αιγαίο. Ομως, έμελλε να κριθεί από μία εκστρατεία στη Σικελία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν πραγματικά κοσμοϊστορικό. Το 415 ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η διαμάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, βρισκόταν σε μία κρίσιμη καμπή. Οι Αθηναίοι είχαν κατορθώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή να περάσουν σχετικά αλώβητοι μέσα από τις συμπληγάδες της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής και του λοιμού, συνεχίζοντας να διαθέτουν την υπεροχή στη θάλασσα και με το δίκτυο των συμμαχιών τους λίγο ή πολύ ακέραιο. Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία γενικότερα (περιοχές γνωστές ως «Μεγάλη Ελλάδα») δεν ήταν δυνατόν να μείνει εκτός της διαμάχης που είχε συγκλονίσει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Ηδη, πριν ξεκινήσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η Αθήνα ως συνεπής ιμπεριαλιστική δύναμη, είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια προσεταιρισμού όσο το δυνατόν περισσότερων ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, ακόμη και μέσω της δημιουργίας νέων οικισμών (Θούριοι). Υπήρχε, βεβαίως, ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτήν την προσπάθεια: οι περισσότερες και ισχυρότερες πόλεις της περιοχής ήταν δωρικές, αποικίες της Σπάρτης, της Κορίνθου και άλλων δωρικών μητροπόλεων, οπότε έβλεπαν τουλάχιστον με καχυποψία τους Αθηναίους. Γνωρίζοντας, επίσης, την τάση των Αθηναίων να επιβάλουν τη θέλησή τους στους συμμάχους τους με κάθε μέσο, οι Ελληνες της Κάτω Ιταλίας δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να αφήσουν τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας να αναμειχθούν ενεργά στις υποθέσεις τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λεγόμενη Α' Σικελική Εκστρατεία, η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις ελληνικές πόλεις του μεγάλου και εύφορου νησιού της κεντρικής Μεσογείου, να αποτύχει παταγωδώς. Η τριετής εκστρατεία (427-424 π.Χ.) κατέληξε στο συνέδριο της Γέλας, όπου οι σικελικές πόλεις δήλωσαν τη διάθεσή τους να ρυθμίζουν «τα του οίκου τους» χωρίς εξωτερική βοήθεια, ωστόσο το αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν ένας θρίαμβος των Συρακουσών, της ισχυρότερης ελληνικής πόλης της Κάτω Ιταλίας. Οι Αθηναίοι με βαριά καρδιά διαπίστωσαν ότι επί του παρόντος δεν υπήρχε περιθώριο για κυριαρχία επί των Ελλήνων της Ιταλίας, ωστόσο συνέχισαν να βρίσκονται σε στενή επαφή με τουλάχιστον πέντε πόλεις της περιοχής, αναμένοντας ευκαιρία να επέμβουν δραστικά στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε από μία πόλη που βρισκόταν εκτός της αθηναϊκής σφαίρας επιρροής, την Εγεστα. ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ Η Εγεστα δεν ήταν εξαρχής ελληνική πόλη. Ανήκε στους γηγενείς Σικελούς (ή Σικανούς) και συγκεκριμένα στη φυλή των Ελυμαίων, ωστόσο αντίθετα με κάποιους σικελικούς οικισμούς στην καρδιά της νήσου, οι Εγεσταίοι είχαν αναμειχθεί με τους Ελληνες και είχαν εξελληνιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πέρα από τους οικισμούς των Ελλήνων (που κατείχαν όλη την ανατολική πλευρά του νησιού και τα παράλια, πλην του δυτικού άκρου) στη Σικελία υπήρχαν οι γηγενείς Σικανοί και οι Καρχηδόνιοι, που είχαν αποικίσει τη δυτική άκρη της Σικελίας. Κοντά στην Εγεστα βρισκόταν ο Σελινούντας, ισχυρή δωρική αποικία, που διατηρούσε σχέσεις με τις Συρακούσες. Η προσπάθεια των Συρακουσίων να ηγεμονεύσουν επί των υπόλοιπων Σικελών (Ελλήνων, Σικανών και Καρχηδόνιων) τους είχε φέρει σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Σελινούντιους, οι οποίοι πλέον απειλούσαν ακόμη και την ύπαρξη της Εγεστας. Οι Εγεσταίοι προσπάθησαν να βρουν βοήθεια από τους Ακραγαντινούς και στη συνέχεια τους πανίσχυρους Καρχηδόνιους, ωστόσο δεν είχαν επιτυχία. Γνωρίζοντας την επιθυμία των Αθηναίων να αναμειχθούν στα εσωτερικά της Σικελίας, έστειλαν στη συνέχεια πρεσβεία στην πόλη της Παλλάδας, ζητώντας βοήθεια και υποσχόμενοι ότι θα κάλυπταν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος, αν αποφάσιζε ο Δήμος να τους συμπράξει. Οι Αθηναίοι δεν ήταν αναφανδόν υπέρ της εκστρατείας. Επρόκειτο για μία παράξενη φάση του εμφυλίου, όπου η Αθήνα συνέχιζε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στη θάλασσα, αλλά συνέχιζε και να μη διακινδυνεύει μία μεγάλη μάχη με τον πανίσχυρο στρατό των Πελοποννήσιων αντιπάλων της. Η επαίσχυντη καταστροφή της Μήλου (το σύνολο των ενήλικων αρρένων κατοίκων της εκτελέστηκαν και τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν) έδειχνε αν μη τι άλλο την αποφασιστικότητα της Αθήνας, που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη μοίρα της πόλης-κράτους και να εξελιχθεί σε μία πραγματική αυτοκρατορία. H αίτηση των Εγεστέων για βοήθεια αποτέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Αθηναίους, ώστε να ολοκληρώσουν αυτό που άφησαν ημιτελές κατά τη διάρκεια της Α' Σικελικής Εκστρατείας. Και, μάλιστα, αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά ευθέως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της Σικελίας, την πόλη των Συρακουσών. Προφανώς η σκέψη του «ισχυρού άνδρα» της Αθήνας την εποχή αυτή, του χαρισματικού Αλκιβιάδη, περιστρεφόταν γύρω από τις δυνατότητες που θα άνοιγε για την Αθήνα μία τυχόν επιτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία. Η πύλη της Δύσης θα ήταν ανοιχτή, οι δυνατότητες – οικονομικές, κυρίως – της Σικελίας θα βρίσκονταν στη διάθεσή της και η επικράτηση επί της Σπάρτης διαφαινόταν σίγουρη. Και αν έπεφτε η Σπάρτη… για τη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη, δεν υπήρχαν σύνορα. Με αυτά τα δεδομένα, ο Αλκιβιάδης, ως επικεφαλής των ριζοσπαστών Δημοκρατών, κατάφερε να πείσει το δήμο να εγκρίνει την εκστρατεία, παρά την αντίθεση των μετριοπαθών Δημοκρατικών που είχαν ηγέτη τους το Νικία. Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας – παραδοσιακά φιλολάκωνες – δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν επί της ουσίας τα πράγματα σε αυτή τη συγκυρία, ωστόσο δεν είχαν πει ακόμη τον τελευταίο λόγο τους: θα φρόντιζαν για την αποτυχία της εκστρατείας στη συνέχεια. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ Ο ιδιοφυής Αλκιβιάδης, ο πλέον ενθουσιώδης υπέρμαχος της εκστρατείας και εκείνος που είχε ένα απολύτως ολοκληρωμένο όραμα για την προσπάθεια αυτή, αναδείχθηκε μοιραία ένας από τους ηγέτης της εκστρατείας. Ο Δήμος, σε μία επίδειξη δημοκρατικότητας, έθεσε μαζί με τον Αλκιβιάδη ως συναρχηγούς τον Νικία και τον Λάμαχο. Ο Νικίας, ως αρχηγός της μετριοπαθούς μερίδας (και της φατρίας των αριστοκρατικών, ενώ η Αλκιβιάδης ήταν ηγέτης των δημοκρατικών), δεν πίστευε στην εκστρατεία και η τοποθέτησή του στην αρχηγία της – ιδιαίτερα με την τροπή που πήραν στη συνέχεια τα πράγματα – ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα των Αθηναίων σε αυτήν την υπόθεση. Ο Αλκιβιάδης είχε επιδιώξει ο ίδιος να ψηφιστεί ο Νικίας, προφανώς θεωρώντας ότι παραμένοντας πίσω, ο γηραιός μετριοπαθής θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα εναντίον της συνέχισης της εκστρατείας και της ενίσχυσης του εκστρατευτικού σώματος που ο Αλκιβιάδης γνώριζε ότι μοιραία θα χρειαζόταν κάποια στιγμή. Ο τρίτος συναρχηγός ήταν ένας ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης που είχε δρέψει δάφνες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά δεν διέθετε την πολιτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του Αλκιβιάδη – ούτε βεβαίως την αποφασιστικότητά του. Ο τίτλος και των τριών ήταν «στρατηγός αυτοκράτορας», δηλαδή, στρατηγοί με αυξημένες αρμοδιότητες και επί της ουσίας δικτατορική εξουσία πάνω στο εκστρατευτικό σώμα. Επίσημα, οι καθορισμένοι στόχοι της εκστρατείας ήταν δύο τακτικής φύσεως και ένας στρατηγικής. Οι τακτικοί στόχοι ήταν η ενίσχυση της Εγεστας στη διαμάχη με το Σελινούντα και η παλιννόστηση των δημοκρατικών Λεοντίνων, που είχαν εξοριστεί από την πόλη τους. Ο στρατηγικός στόχος, όπως διατυπώθηκε στο σχετικό ψήφισμα, ήταν να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να εξυπηρετηθούν τα αθηναϊκά συμφέροντα στη Σικελία. Είναι προφανές ότι ο τρίτος στόχος θα εξυπηρετείτο καλύτερα με την πλήρη κατάκτηση της Σικελίας, άλλωστε όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος. Για έναν τέτοιο φιλόδοξο στόχο, καθώς το νησί ήταν πολυάνθρωπο και διέθετε πολλές ισχυρές πόλεις, οι δυνάμεις που αρχικά διατέθηκαν μοιάζουν μάλλον μικρές, ωστόσο ο Αλκιβιάδης είχε εμπιστοσύνη στις διπλωματικές ικανότητές του και θεωρούσε ότι θα μπορούσε να πείσει πολλούς ντόπιους να συνδράμουν τους Αθηναίους στις προσπάθειές τους. Συνολικά, με τις 100 τριήρεις (60 πολεμικές και 40 οπλιταγωγές) θα μεταφέρονταν στη Σικελία 5.100 οπλίτες, εκ των οποίων οι 2.200 ήταν Αθηναίοι. Αναλυτικά, η σύνθεση του στρατεύματος ήταν: 1.500 πολίτες Αθηναίοι οπλίτες της μέσης τάξης, 700 Αθηναίοι θήτες (κατώτερης τάξης) εξοπλισμένοι επίσης ως οπλίτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι 2.150 σύμμαχοι των Αθηναίων, όλοι εξοπλισμένοι ως οπλίτες. Ακόμη, περί τους 480 Κρήτες τοξότες, 700 σφενδονήτες από τη Ρόδο, ακόμη 120 ψιλοί από τα Μέγαρα και 30 ιππείς. Υπήρχαν βεβαίως και τα πληρώματα των πλοίων, περί τους 20.000 (κάθε τριήρης είχε περίπου 200 άτομα πλήρωμα) που θα μπορούσαν να συνδράμουν σε περίπτωση μεγάλων συρράξεων. Ο Αλκιβιάδης είχε προετοιμάσει την εκστρατεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ήταν κυριολεκτικά η ψυχή της, αφού εκείνος γνώριζε τι ακριβώς χρειαζόταν να κάνει για να επικρατήσει. Ωστόσο, ο δραστήριος μα αμφιλεγόμενος άνδρας, δεν έμελλε να δει την εκστρατεία να ολοκληρώνεται, αφού το όνομά του αναμείχθηκε σε ένα τρομερό σκάνδαλο. ΚΑΚΟΙ ΟΙΩΝΟΙ – ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΜΠΟΔΙΑ Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, των οποίων εκλεκτό τέκνο (κοινωνικά) ήταν ο Αλκιβιάδης πριν στραφεί προς τους Δημοκρατικούς και μάλιστα προς την ακραιφνώς ριζοσπαστική πτέρυγά τους, δεν έτρεφαν επεκτατικές φιλοδοξίες. Για εκείνους προείχε η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού status quo – η ίδια ακριβώς θέση την οποία υπερασπίζονταν και οι αντίπαλοι των Αθηναίων, Σπαρτιάτες. Αν και η αποδοχή τους από το Δήμο ήταν μηδαμινή, δεν σταματούσαν, με εργαλείο τις περίφημες «Εταιρείες» (αδελφότητες αριστοκρατών), να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τα πράγματα κατά τα συμφέροντα τους. Στην περίπτωση της εκστρατείας της Σικελίας, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να ματαιώσουν την ψήφιση της εκστρατείας, προσπάθησαν να την υπονομεύσουν εξαρχής, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές σκάνδαλο, το οποίο ουσιαστικά σφράγισε την τύχη της εκστρατείας πριν καν αναχωρήσουν τα πλοία από τον Πειραιά. Τον Μάιο του 415 π.Χ., ενώ οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του σώματος κορυφώνονταν, ένας μεγάλος αριθμός ερμαϊκών στηλών, βρέθηκαν ακρωτηριασμένες! Επρόκειτο για μέγιστη ιεροσυλία, για ένα τεράστιο σκάνδαλο για τα δεδομένα της Αθήνας της εποχής. Ο Αλκιβιάδης, που είχε δημιουργήσει τη φήμη, εκτός του άσωτου και έκλυτου, εκείνου που δεν είχε ιερό ούτε όσιο (σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής), κατηγορήθηκε ως ένας εκ των «Ερμοκοπιδών» – όπως έγιναν γνωστοί οι βέβηλοι. Μάλιστα, 10 ακόμη Αθηναίοι – εκ των οποίων κάποιοι ανήκαν στον ευρύτερο κοινωνικό, όχι όμως και πολιτικό, κύκλο του Αλκιβιάδη – κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ένας εξ αυτών, ο Πολύστρατος, εκτελέστηκε (οι άλλοι εννιά αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν την ίδια τύχη). Ομως, ο πανούργος πολιτικός δεν ήταν εύκολο θύμα. Χρησιμοποιώντας την πειθώ και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε να αναστρέψει το κλίμα και μάλιστα ζήτησε να δικαστεί άμεσα ώστε να καθαρίσει το όνομά του. Αν πήγαινε σε δίκη, κατά πάσα πιθανότητα θα αθωωνόταν. Η γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης στην εκκλησία του Δήμου ήταν σχεδόν μεταφυσική και για να επιβιώσει μία κατηγορία της θυελλώδους αγόρευσής του μπροστά στους Αθηναίους, θα έπρεπε να είναι θεμελιωμένη σε ατράνταχτα επιχειρήματα. Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Ετσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλουν τη λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό, ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μία δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα. Ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, άφησε μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή περιγραφή της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος. Η ελπίδα ότι αυτή η εκστρατεία θα καθιστούσε την Αθήνα μία πραγματική υπερδύναμη ήταν διάχυτη μεταξύ των Αθηναίων, που με δάκρυα χαράς – για την προοπτική του μεγαλείου – και θλίψης – μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσουν δικούς τους ανθρώπους που μετείχαν στο σώμα – αποχαιρέτησαν την επιβλητική αρμάδα. Ο στόλος, όπως είχε προγραμματιστεί, κατέληξε στην Κέρκυρα, επίσης μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας, απ' όπου παρέλαβαν ακόμη 34 τριήρεις και όλοι μαζί αναχώρησαν για τη Σικελία. Εστω και με εμπόδια, η ισχυρή αθηναϊκή δύναμη ξεκίνησε, όμως ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγούσαν τη λαμπρή δύναμη της Αθήνας στον όλεθρο – όπως και τις ελπίδες των Αθηναίων για κοσμοκρατορία… ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ Ο αθηναϊκός στόλος έφθασε σύντομα στις ακτές της Κάτω Ιταλίας και προσπάθησε να προσεγγίσει κάποιες από τις ελληνικές πόλεις που διέθεταν λιμάνι, για να ανεφοδιαστεί, εισπράττοντας όμως την άρνηση τόσο στον Τάραντα όσο και στους Επιζεφύριους Λοκρούς – ήταν άλλωστε δωρικές αποικίες και ως εκ τούτου αρνητικά διακείμενες προς τους Αθηναίους. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στο Ρήγιο, όπου οι Αθηναίοι βρήκαν ασφαλές λιμάνι και έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν και να αποφασίσουν την πορεία δράσης τους. Οι τρεις αρχηγοί του στρατεύματος είχαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις οποίες μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, ως προς το πώς θα προχωρούσαν στη συνέχεια της εκστρατείας. Ο μετριοπαθής Νικίας, που ελάχιστη πίστη διατηρούσε στην αναγκαιότητα αυτής της εκστρατείας, υποστήριζε μία τακτική αναμονής, με κινήσεις στο διπλωματικό πεδίο, ώστε να γίνουν πραγματικότητα οι δύο «στόχοι» της εκστρατείας, δηλαδή, η κατάπαυση της διαμάχης μεταξύ Εγεστας και Σελινούντα και η επαναφορά των δημοκρατικών Λεοντίνων στην πόλη τους. Στη συνέχεια και αφού οι Αθηναίοι θα ισχυροποιούσαν το δίκτυο των συμμαχιών τους στη Σικελία, θα μπορούσαν να αποχωρήσουν, έχοντας πρωτύτερα κάνει μία επίδειξη δύναμης προς τους Ελληνες της Κ. Ιταλίας. Το σχέδιο του Νικία δεν προέβλεπε στρατιωτική εμπλοκή των Αθηναίων, αλλά απλώς διπλωματικές κινήσεις, οπότε τα οφέλη που θα ήταν δυνατόν να αποκομίσει η Αθήνα ήταν πενιχρά – στην καλύτερη περίπτωση, μία εξασφαλισμένη συμμαχία με ορισμένες από τις πόλεις του νησιού. Ο Λάμαχος, που πίστευε αντίθετα με το Νικία στη σκοπιμότητα της εκστρατείας, ήταν υπέρ μίας άμεσης, κεραυνοβόλας τακτικής: θεωρούσε ότι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην επέκταση της αθηναϊκής ισχύος στη Σικελία ήταν οι Συρακούσες, οπότε πρότεινε την άμεση επίθεση ενάντια στην πόλη. Πίστευε ότι εφόσον οι Συρακούσες ηττώντο και συνθηκολογούσαν, η κατάκτηση της Σικελίας θα ήταν στη συνέχεια απλή υπόθεση. Παρότι μία άμεση επίθεση με τις σχετικά μικρές δυνάμεις που διέθετε το σώμα (ούτε 6.500 μαχητές) στις Συρακούσες μοιάζει εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη, το σχέδιο του Λάμαχου λάμβανε υπόψη τις αναφορές των δημοκρατικών Συρακουσίων, τους οποίους είχαν προσεγγίσει φυσικά οι Αθηναίοι, που τόνιζαν ότι η άμυνα της πόλης είναι ασθενής και μία ταχύτατη στρατιωτική επέμβαση των Αθηναίων θα είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Αντίθετα με το σχέδιο του Νικία, η προσέγγιση του Λάμαχου ήταν καθαρά στρατιωτική και ενείχε την προοπτική πλήρους επικράτησης στο νησί. Ωστόσο ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, αφού από τη μία δεν υπήρχαν εγγυήσεις επιτυχίας της κεραυνοβόλας επίθεσης κατά των Συρακουσών και από την άλλη υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας των ουδέτερων πόλεων του νησιού, που μπροστά στην απρόκλητη επίθεση των Αθηναίων ενδέχεται να σχημάτιζαν ένα ενιαίο αντι-αθηναϊκό μέτωπο. Ο Αλκιβιάδης, ως συνήθως οπαδός των περίπλοκων συνδυασμένων ενεργειών πολιτικής-στρατιωτικής ισχύος, πρότεινε ένα διαφορετικό σχέδιο. Αντιμετώπισε εξαρχής τις Συρακούσες και το Σελινούντα ως τις μοναδικές δυνάμει αντιπάλους των Αθηναίων, που θα έπρεπε να εξουδετερωθούν με ένα συνδυασμό διπλωματικών και στρατιωτικών μέσων. Ο Αλκιβιάδης πόνταρε προφανώς στην αθηναϊκή ισχύ, αλλά παράλληλα και στη δική του ευγλωττία, διπλωματικότητα και γοητεία για να πετύχει προσεταιρισμό των κυριότερων ελληνικών πόλεων της Σικελίας, στις οποίες θα εμφανιζόταν ως «σωτήρας» από τις επιβουλές των Συρακουσίων (οι οποίοι, όντως, είχαν κατά καιρούς προσπαθήσει να επιβάλουν τη θέλησή τους επί των υπολοίπων Σικελών και θα το επαναλάμβαναν, με περισσότερη μάλιστα επιτυχία, στο μέλλον). Το σχέδιο του Αλκιβιάδη προέβλεπε την προσεκτική κίνηση του εκστρατευτικού σώματος μέχρι τη Μεσσήνη, την οποία θα προσεταιρίζονταν και θα τη χρησιμοποιούσαν ως βάση επιχειρήσεων, και εν συνεχεία μία εκστρατεία προπαγάνδας και διπλωματίας, με στόχο την απομόνωση Συρακουσών και Σελινούντα. Αφού θα επιτυγχάνετο αυτό, το μόνο που θα έμενε θα ήταν μία σύντομη πολεμική επιχείρηση που θα γονάτιζε τις δύο πόλεις και θα καθιστούσε την Αθήνα κυρίαρχο στη μεγάλη νήσο. Ηταν ένα ευφυές σχέδιο, χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του Αλκιβιάδη, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με επιτυχία, παρότι αρχικά η αποτυχία προσεταιρισμού της Μεσσήνης έδειχνε να το θέτει σε κίνδυνο. Ομως στη συνέχεια οι δημοκρατικοί Λεοντίνοι επανεγκαταστάθηκαν στην πόλη τους, η πόλη Νάξος δέχτηκε να περάσει στο αθηναϊκό στρατόπεδο, όπως και η Κατάνη. Ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τις Συρακούσες, καθώς ο Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε τη διπλωματική ικανότητά του από τη μία και την ισχύ των αθηναϊκών όπλων από την άλλη, στην προαιώνια τακτική του μαστιγίου και του καρότου, για να ολοκληρώσει την απομόνωση της μόνης πόλης που ήταν δυνατό να απειλήσει τα αθηναϊκά σχέδια. Ομως, δεν έμελλε να γίνει ο κατακτητής της Σικελίας ο φιλόδοξος γιος του Κλεινία, αφού την ίδια ώρα οι αντίπαλοί του στην Αθήνα απεργάζονταν τρόπους εξόντωσής του. ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ Από την επομένη κιόλας της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος, στην Αθήνα άρχισαν ξανά οι ζυμώσεις για το ζήτημα των Ερμοκοπιδών. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι επρόκειτο για μία προσπάθεια των Αθηναίων ολιγαρχικών να υπονομεύσουν την εκστρατεία και τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, η οποία αρχικά απέτυχε – οι περισσότεροι από τους 28 που στη συνέχεια συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, ήταν ολιγαρχικοί! Ωστόσο, παράλληλα με την υπόθεση των Ερμοκοπιδών, και μία άλλη άρχισε να απασχολεί το Δήμο. Καθώς φαίνεται, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη από την παράταξη των Δημοκρατικών βρήκαν εν τη απουσία του την ευκαιρία να τον διαβάλουν. Κατηγορήθηκε ότι μαζί με κάποιους φίλους του μετείχε σε παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, μία κατηγορία εξίσου σοβαρή και βαριά στα μάτια των Αθηναίων με εκείνη του βεβηλωτή των ερμαϊκών στηλών. Ο Αλκβιάδης, βεβαίως, κάθε άλλο παρά άγγελος ήταν: ένας από τους πλέον ασύστολους και αμετροεπείς Αθηναίους όλων των εποχών, φιλόδοξος, ακόλαστος σε βαθμό που σόκαρε ακόμη και τους προοδευτικότερους Αθηναίους σαφώς δεν αποτελούσε πρότυπο μετρημένου ανθρώπου. Ωστόσο, αυτή η θυελλώδης πλευρά της προσωπικότητάς του σαφώς γοήτευε μία μερίδα των Αθηναίων, που στο «αγαπημένο τους παιδί» συγχωρούσαν σχεδόν τα πάντα. Η παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσαν να ανεχθούν και, σαν να μην έφθανε αυτό, οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον διαβάλουν στο Δήμο, προτάσσοντας τις φιλοδοξίες του, τις οποίες παρουσίαζαν ως κίνδυνο για το δημοκρατικό καθεστώς. Πριν ακόμη εκδοθεί από την Εκκλησία του Δήμου η εντολή ανάκλησης του Αλκιβιάδη, η απόφαση ενοχής του είχε επί της ουσίας ληφθεί. Οταν αναχώρησε η "Σαλαμινία", το ιερό πλοίο της Αθήνας, για τη Σικελία, δεν πήγε να φέρει τον Αλκιβιάδη για να δικαστεί, αλλά για να τον οδηγήσει σε σίγουρο θάνατο. Ο πανούργος πολιτικός το αντιλήφθηκε μόλις έφθασε η "Σαλαμινία" στην Κατάνη με εντολή να επιβιβάσει τον Αλκιβιάδη και μερικούς ακόμη από τους συμμετέχοντες στην εκστρατεία – όλοι προσωπικοί φίλοι του και κατηγορούμενοι ως «ιερόσυλοι». Δεν είχε όμως άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει, επιβιβαζόμενος μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του σε μία τριήρη. Δεν σκόπευε όμως να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου γνώριζε ότι τον περίμενε βέβαιος θάνατος. Στους Θούριους βρήκε την ευκαιρία και απέδρασε μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Μετά από σύντομη περιπέτεια και αφού πέρασε από την Ηλεία, ο Αλκιβιάδης δεν δίστασε να αλλάξει στρατόπεδο: κατέφυγε στη Σπάρτη, την πόλη το χαμό της οποίας απεργαζόταν με κάθε μέσο και προσπαθούσε να πετύχει με τις άοκνες προσπάθειές του τα τελευταία χρόνια. Η μεταφορά της πίστης του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη σφράγισε όχι μόνο τη μοίρα του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, αλλά και την ίδια την τύχη της Αθήνας. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ Οι Αθηναίοι, παρά την απουσία του Αλκιβιάδη, συνέχισαν την εφαρμογή του σχεδίου του. Η τυπική πλευρά της εκστρατείας, η παροχή, δηλαδή, βοήθειας στους Εγεσταίους, προχωρούσε κανονικά, αφού οι Αθηναίοι προχώρησαν στην κατάληψη της πολίχνης Υκαρα, που είχε πληθυσμό γηγενών Σικελών, την οποία παρέδωσαν στους Εγεσταίους, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της. Στη συνέχεια προσπάθησαν να καταλάβουν την Υβλα, προσπάθεια στην οποία απέτυχαν, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται επακριβώς το μέγεθος της απειλής και προσάρμοζαν ανάλογα τις κινήσεις τους. Σύντομα είχαν ετοιμαστεί για να συγκρουστούν για πρώτη φορά με τους Αθηναίους στο πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι, σε μία ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση, προχώρησαν με πανστρατιά ενάντια στην Κατάνη και στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, αντιλήφθηκαν την κίνηση των Συρακουσίων και επιχείρησαν να τους αιφνιδιάσουν, μεταφερόμενοι διά θαλάσσης προς τις Συρακούσες. Ομως, και οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την κίνηση των Αθηναίων και ξεκίνησαν μία ταχύτατη πορεία προς την πόλη τους. Το εξαίρετο ελαφρύ ιππικό των Συρακουσών κινήθηκε ταχύτατα και πρόλαβε τους Αθηναίους ενώ προετοιμάζονταν και ουσιαστικά έσωσε τις Συρακούσες, αφού απασχόλησε τους αντιπάλους έως ότου φθάσει και το πεζοπόρο στράτευμα. Οταν έφθασαν οι Συρακούσιοι, παρατάχθηκαν άμεσα για μάχη και συγκρούστηκαν με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Αν και οι Συρακούσιοι (μαζί με τους Σελινούντιους συμμάχους τους) είχαν σαφή αριθμητική υπεροχή, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ήταν σαφώς πιο έμπειροι πολεμιστές και καλύτερα διοικούμενοι. Ετσι, μετά από σκληρή μάχη, οι Συρακούσιοι αποχώρησαν ηττημένοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, έναντι μόλις 50 των Αθηναίων. Οι Συρακούσιοι σώθηκαν από πανωλεθρία λόγω της ύπαρξης του ισχυρού ιππικού τους (1.200 ιππείς), το οποίο εμπόδισε τους Αθηναίους να καταδιώξουν τους ηττημένους οπλίτες. Οι Συρακούσιοι κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης τους και ετοιμάστηκαν για πολιορκία, η οποία σύντομα λύθηκε, αφού ο ερχομός του χειμώνα επέβαλε παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στην Κατάνη και ετοιμάστηκαν να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις την άνοιξη. ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι Συρακούσιοι δεν άφησαν αναξιοποίητο το χρόνο που μεσολάβησε. Με την καθοδήγηση του νέου ισχυρού άνδρα της πόλης, του Ερμοκράτη, προχώρησαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων στις πόλεις και σε διπλωματικές και στρατιωτικές προετοιμασίες. Αφησαν, όμως, ανοχύρωτη μία θέση με τεράστια στρατηγική σημασία, το ύψωμα και οροπέδιο των Επιπολών, το οποίο έβαλαν ως στόχο οι Αθηναίοι με το που επέστρεψαν στις Συρακούσες, τον Μάιο του 414 π.Χ. Οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να απωθήσουν τους Αθηναίους, ωστόσο ηττήθηκαν, χάνοντας τη μισή από τη δύναμη (600 άνδρες) που είχαν στείλει στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη ενισχυθεί με περισσότερους άνδρες, κυρίως ιππικό τόσο από την Αθήνα όσο και από τη συμμαχική Εγεστα και από άλλες περιοχές της Σικελίας, σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσουν το αποφασιστικό πλεονέκτημα των Συρακουσίων στον τομέα αυτό. Αμέσως μετά την κατάληψη του οροπεδίου, οι Αθηναίοι δημιούργησαν ένα μικρό οχυρό και εγκατέστησαν ευάριθμη φρουρά, ενώ ξεκίνησαν τη δημιουργία της δικής τους οχύρωσης. Ηταν αποφασισμένοι αυτή τη φορά να καταβάλουν την αντίσταση των Συρακουσίων. Με τη δημιουργία ενός δικού τους τείχους, απειλούσαν να αποκλείσουν πλήρως τις Συρακούσες, κάτι που αντιλήφθηκαν οι πολιορκημένοι που ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα αντιτείχισμα κάθετα στο αθηναϊκό τείχος. Επίσης, χρησιμοποίησαν το ιππικό τους για να παρενοχλούν τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι με μία αστραπιαία επιχείρηση κατόρθωσαν να καταλάβουν και να καταστρέψουν το αντιτείχισμα. Οι Συρακούσιοι όμως δεν πτοήθηκαν και άρχισαν να δημιουργούν νέο, ωστόσο οι Αθηναίοι επιτέθηκαν ξανά και το κατέστρεψαν εκ νέου. Ωστόσο, στη σφοδρότατη μάχη για τον έλεγχο του νέου αντιτειχίσματος, οι Αθηναίο υπέστησαν μία απώλεια που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί: ο ικανότατος στρατηγός Λάμαχος σκοτώθηκε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας τον Νικία επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Ο Λάμαχος μπορεί να μην ήταν Αλκιβιάδης όσον αφορά στα διπλωματικά προσόντα, αλλά ήταν έμπειρος, δοκιμασμένος και ικανός στρατιωτικός. Η αποφασιστικότητά του θα έλειπε από τους Αθηναίους στη συνέχεια, όταν ο Νικίας θα έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο… Ομως τη στιγμή αυτή, οι Αθηναίοι είχαν τον έλεγχο. Οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται, βλέποντας τις προσπάθειες τους να αποτυγχάνουν και οι πόλεις της Σικελίας, όπως είχε προβλέψει ο Αλκιβιάδης, άρχισαν να συρρέουν μαζικά στο στρατόπεδο των Αθηναίων, διαβλέποντας ότι οι Συρακούσες βρίσκονται στα πρόθυρα συνθηκολόγησης. Αλλωστε αυτή ήταν η τάση και στο εσωτερικό των Συρακουσών, όπου αριστοκρατικός Ερμοκράτης απομακρύνθηκε από τη στρατηγία για να αναλάβουν μέλη της δημοκρατικής παράταξης, που επιδίωκαν μία συνεννόηση με τους Αθηναίους ώστε να πετύχουν μία ευνοϊκή συνθήκη. Κι ενώ όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς για τους Αθηναίους και το εκστρατευτικό σώμα προσέγγιζε το στόχο του, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να βρει τρόπους να στραφεί ενάντια στους αχάριστους συμπατριώτες του. ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΥΛΙΠΠΟΣ Ο Αλκιβιάδης που είχε καταφύγει στη Σπάρτη, περνούσε το χρόνο του μηχανευόμενος τρόπους για να εκδικηθεί τους συμπατριώτες του και ίσως να καταστήσει εαυτόν ξανά απαραίτητο στην Αθήνα ώστε να επανέλθει στην πόλη του. Στα πλαίσια αυτά, έδωσε στους Σπαρτιάτες δύο συμβουλές, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποδοτικές. Η πρώτη ήταν να προχωρήσουν στη δημιουργία μίας βάσης του σπαρτιατικού στρατού στην Αττική και συγκεκριμένα στη Δεκέλεια, ώστε να σφίξει ο κλοιός γύρω από την Αθήνα και να αποκτήσουν οι συμπατριώτες του ένα μόνιμο «αγκάθι στο πλευρό τους». Η δεύτερη πρόταση ήταν ακόμη καθοριστικότερη: να αποστείλουν οι Σπαρτιάτες εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία, ώστε να ενισχύσουν τους (επίσης Δωριείς) Συρακούσιους. Οι Σπαρτιάτες άκουσαν και τις δύο συμβουλές. Προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη και οχύρωση της Δεκέλειας και στην εγκατάσταση ισχυρής φρουράς και απέστειλαν τον ικανότατο στρατηγό τους Γύλιππο στη Σικελία, με ισχνές δυνάμεις (δώδεκα τριήρεις, δηλαδή, περίπου 2.600 άνδρες μαζί με τους κωπηλάτες και τα πληρώματα). Αν και οι δυνάμεις του ήταν μικρές, ο Γύλιππος ήταν ικανότατος ηγέτης και με την άφιξή του στη Σικελία άρχισε να δημιουργεί τις βάσεις για έναν αντι-αθηναϊκό συνασπισμό, προσεταιριζόμενος αρχικά τους Σελινούντιους και τους κατοίκους της Ιμέρας, καθώς και ιθαγενείς Σικελούς. Οι Συρακούσιοι έμαθαν για την άφιξη ενισχύσεων από την Πελοπόννησο και αναθάρρησαν, σε ένα χρονικό σημείο που ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν. Ο Νικίας είχε ακόμη την ευκαιρία να εκβιάσει τη θετική έκβαση του πολέμου υπέρ του, αλλά αδράνησε ανεξήγητα, καθυστερώντας, μέχρι που είδε τον Γύλιππο επικεφαλής περίπου 3.000 ανδρών να φθάνει στις Επιπολές και να ενώνεται με τους Συρακούσιους που έκαναν έξοδο από την πολιορκημένη πόλη τους. Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να αντιστρέφεται και ο Γύλιππος είχε και την πρώτη απτή επιτυχία του, καταλαμβάνοντας το φρούριο του Λάβδαλου, το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Αθηναίοι στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι διέκοψαν την αδράνειά τους οχυρώνοντας το Πλημμύριο, που βρισκόταν στο νότιο άκρο του μεγάλου λιμένα των Συρακουσών. Ομως πλέον η εξέλιξη δεν άφηνε περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία: οι πολιορκημένοι ενισχύονταν συνεχώς (λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γύλιππου έφθασαν άλλες 12 τριήρεις από δωρικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας), διέθεταν έναν έμπειρο και ικανό ηγέτη και είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα για τους Αθηναίους. 'Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ Η εκστρατεία των Αθηναίων ενάντια στους Συρακούσιους είχε μετατραπεί πλέον σε μία ολοκληρωτική σύγκρουση του αθηναϊκού συνασπισμού με το λακωνικό και ο Νικίας, αντιλαμβανόμενος ότι έχει εμπλακεί σε κάτι που ξεπερνούσε τις δυνατότητές του, βγήκε από το λήθαργο και αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από την Αθήνα. Η πρότασή του προς την Εκκλησία του Δήμου ήταν είτε να εγκαταλειφθεί η εκστρατεία είτε να σταλούν ενισχύσεις ικανές να αλλάξουν εκ νέου την ισορροπία των δυνάμεων που είχε ανατραπεί σε βάρος των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι, συνεπαρμένοι από την προοπτική του μεγαλείου και αρνούμενοι να επιτρέψουν στους Σπαρτιάτες να κερδίσουν μία τόσο μεγάλη νίκη, ψήφισαν υπέρ της αποστολής σημαντικών ενισχύσεων. Αμεσα αναχώρησε ο Ευρευμέδοντας με 10 τριήρεις και αρκετούς οπλίτες, ενώ στη συνέχεια θα τον ακολουθούσε και ο Δημοσθένης με ακόμη περισσότερους άνδρες και εφόδια. Η Σικελική Εκστρατεία - και αυτό δεν το είχαν ακόμη αντιληφθεί οι Αθηναίοι - εξελισσόταν σε μία πυορροούσα πληγή, που απορροφούσε δυσανάλογα μεγάλες δυνάμεις και πόρους. Φυσικά το έπαθλο, η κυριαρχία επί της Σικελίας, ήταν μεγάλο, όμως εξίσου μεγάλο ήταν και το τίμημα που καλούνταν να πληρώσουν οι Αθηναίοι. Από την πλευρά τους οι Σπαρτιάτες δεν παρέμεναν αδρανείς. Κινητοποίησαν τους δικούς τους συμμάχους και οι Κορίνθιοι απέστειλαν μοίρα πλοίων με 1.600 άνδρες που ενίσχυσαν το πολυάριθμο, πλέον, σώμα του Γύλιππου και τους Συρακούσιους. Με αυτές τις ενισχύσεις και με δεδομένη την αδυναμία της αθηναϊκής ηγεσίας, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία επιθετική ενέργεια, που τους απέφερε ένα μεγάλο έπαθλο: τα τρία οχυρά των Αθηναίων στο Πλημμύριο, τα οποία ήταν γεμάτα με εφόδια και υλικά απαραίτητα για τη συνέχιση της επιθετικής προσπάθειας του εκστρατευτικού σώματος. Ακόμη χειρότερα, η κατάληψη του Πλημμυρίου επέτρεψε στους Συρακούσιους να εγκλωβίσουν επί της ουσίας τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο εντός του Μεγάλου Λιμένα των Συρακουσών, στερώντας από τους Αθηναίους το βασικότερο στρατηγικό τους πλεονέκτημα και δημιουργώντας μία κατάσταση που θα εξωθούσε τους Αθηναίους σε βεβιασμένες κινήσεις. Τις επόμενες βδομάδες έγιναν ακόμη δύο μικρές συγκρούσεις στις οποίες επικράτησαν οι Συρακούσιοι, χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί η κατάσταση. Ο Νικίας χρονοτριβούσε μη επιδιώκοντας μία αποφασιστική σύγκρουση, περιμένοντας το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα υπό το Δημοσθένη, που θα ισχυροποιούσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του. Ωστόσο ο Δημοσθένης, που είχε αποπλεύσει από τον Πειραιά τον Απρίλιο του 413 π.Χ., επίσης χρονοτριβούσε καθ’ οδόν, προσπαθώντας να συγκεντρώσει περισσότερους συμμάχους και μισθοφόρους και επιχειρώντας να επαναφέρει κάποιες ακόμη σικελικές και ιταλικές πόλεις στο φιλοαθηναϊκό στρατόπεδο. Ακόμη και με την τακτική κατάσταση να έχει ανατραπεί υπέρ των Συρακουσίων, τίποτε δεν προμήνυε την τρομακτική καταστροφή που έμελλε να πέσει στα κεφάλια των Αθηναίων. Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ Καθώς οι Συρακούσιοι πληροφορήθηκαν ότι επίκειται η άφιξη του Δημοσθένη με σημαντικές ενισχύσεις, αποφάσισαν να εκβιάσουν τη νίκη με μία αποφασιστική προσπάθεια, αφού φοβούνταν ότι η υπεροχή που είχαν αποκτήσει κινδύνευε να εξανεμιστεί. Με μία μοίρα 80 πλοίων από τη θάλασσα και με συντονισμένη επίθεση από ξηράς σε δύο σημεία, ο Γύλιππος προσπάθησε να διασπάσει τις αθηναϊκές γραμμές, ωστόσο δεν τα κατάφερε αφού οι σκληρές συγκρούσεις δεν έφεραν αλλαγή της κατάστασης. Ωστόσο, δύο μέρες μετά οι Συρακούσιοι έβγαλαν το στόλο τους στον κόλπο, προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη. Μετά από αρκετούς ελιγμούς, οι Συρακούσιοι αποσύρθηκαν, παρασύροντας και τους Αθηναίους να βγουν από τα πλοία τους. Επρόκειτο όμως για ένα τέχνασμα, το οποίο είχε ως στόχο να βρει τους Αθηναίους απροετοίμαστους. Ο στόλος των Συρακουσίων και των συμμάχων τους εμφανίστηκε ξανά μπροστά από τις αθηναϊκές θέσεις και οι Αθηναίοι όπως-όπως επάνδρωσαν τα πλοία και βγήκαν να τους συναντήσουν. Με ορμή οι συντεταγμένοι Συρακούσιοι κατάφεραν να κατανικήσουν τα αθηναϊκά πλοία στη ναυμαχία που ακολούθησε, ωστόσο δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη νίκη τους και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, έχοντας πάντως βυθίσει επτά πλοία και χάνοντας μόλις δύο. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η οριστική ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων ήταν θέμα χρόνου, έφθασε ο Δημοσθένης με τις ενισχύσεις του, δηλαδή, 73 τριήρεις, περίπου 5.000 οπλίτες, καθώς και μισθοφόρους από την Ιταλία, συνολικά πάνω από 20.000 άνδρες (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμάτων). Οι Αθηναίοι υπερείχαν πλέον αποφασιστικά σε ξηρά και θάλασσα, αφού διέθεταν περίπου 50.000 άνδρες και 180 τριήρεις και προσπάθησαν, έστω και αργά, να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, εξαναγκάζοντας τους Συρακούσιους σε παθητική στάση. Ωστόσο και αυτή η εικόνα αποδείχτηκε απατηλή και η έλλειψη ενός ηγέτη της κλάσης του Αλκιβιάδη ή του Λάμαχου ήταν ολοφάνερη όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να επιτεθούν και να ανακαταλάβουν τα οχυρά στις Επιπολές και να καταστρέψουν το τρίτο αντιτείχισμα που έφτιαχναν οι αντίπαλοί τους. Η επίθεση έγινε τελικώς τη νύχτα και επικράτησε τρομερή σύγχυση, εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων. Κατ’ αρχάς, οι Αθηναίοι επιδόθηκαν σε καταδίωξη των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα να χάσουν οποιαδήποτε συνοχή. Ακόμη, καθώς μεταξύ τους βρίσκονταν αρκετοί Δωριείς (κυρίως Αργείοι και Κερκυραίοι), ο πολεμικός παιάνας τους ήταν ίδιος με αυτόν των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα στο σκοτάδι να γίνουν πολλές συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και συμμάχων! Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας και καθώς ξημέρωνε η μέρα, φάνηκε ολοκάθαρα η αποτυχία της προσπάθειάς τους: πάνω από 2.000 Αθηναίοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί στο υψίπεδο. Το ηθικό των Αθηναίων είχε πλέον πέσει στο ναδίρ και η καταστροφή φαινόταν στον ορίζοντα. ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ Παρότι οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι με την άφιξη ικανών ενισχύσεων θα μπορούσαν να ανατρέψουν εκ νέου την τακτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δυσμενώς για εκείνους, η αποφασιστική στάση των Συρακουσίων και η κακή ηγεσία των Αθηναίων συνέτειναν σε μία ακόμη ήττα, που τους περιόριζε ξανά σε παθητικό ρόλο. Ο Δημοσθένης είχε την οξύνοια να αντιληφθεί ότι σε αυτή την περίσταση, οι αθηναϊκές δυνάμεις έπρεπε άμεσα να απαγκιστρωθούν από την πολιορκία. Εκτός από τους αντιπάλους τους, είχαν να «πολεμήσουν» και με τις ασθένειες και ιδιαίτερα με την ελονοσία που έκανε θραύση μεταξύ των ανδρών του σώματος. Εφθασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει αποχώρηση του σώματος από τη Σικελία, κάτι που απέτρεψε ο Νικίας! Ο γηραιός στρατηγός, ο άνθρωπος που εξαρχής ήταν αντίθετος με την εκστρατεία, σε αυτήν τη συγκυρία ήταν πεπεισμένος ότι η ισχύς του σώματος, ιδιαίτερα του ευάριθμου στόλου που διέθετε, ήταν τέτοια που τελικώς θα ανάγκαζε τους Συρακούσιους σε ήττα! Αν και ο Δημοσθένης επανήλθε με μία πρόταση για αποχώρηση στην Κατάνη, όπου θα μπορούσε να ανεφοδιάζεται κανονικά το εκστρατευτικό σώμα και θα βρισκόταν μακριά από τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι δυνάμεις του λακωνικού συνασπισμού, ο Νικίας επέμεινε πεισματικά να παραμείνει ο στρατός εκεί που βρίσκεται. Με αυτές τις διαφωνίες οι Αθηναίοι έχασαν πολύτιμο χρόνο, κατά τον οποίο οι Συρακούσιοι ενισχύονταν συνεχώς από συμμάχους της Σπάρτης και ετοιμάζονταν για επίθεση. Οταν και ο Νικίας αντιλήφθηκε ότι απαιτείται η άμεση αποχώρηση της δύναμης, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Ωστόσο, το σύμπαν συνωμότησε σε βάρος των Ελλήνων: τη βραδιά που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει η αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, την 27η Αυγούστου, σημειώθηκε έκλειψη σελήνης! Το σημάδι ερμηνεύτηκε ως θεϊκή παρέμβαση και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να περιμένουν τις 27 ημέρες που υπέδειξαν οι μάντεις. Ολα πλέον είχαν τελειώσει. Ο Γύλιππος ετοίμασε το στρατό του και άρχισε μία τακτική επάλληλων εφόδων, ώστε να καταπονήσει τους Αθηναίους, να ανατρέψει την αμυντική τους θέση και να τους καταστήσει ευάλωτους σε ένα δυναμικό χτύπημα. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις που διεξήχθησαν στις επόμενες δύο ημέρες δεν είχαν κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα, ωστόσο οι Αθηναίοι ένιωθαν την πίεση να αυξάνεται και τις διεξόδους τους να περιορίζονται σημαντικά. Στοχεύοντας πλέον στην πλήρη καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε μία εξαιρετικά τολμηρή κίνηση: στον αποκλεισμό του Μεγάλου Λιμένα με μία «αλυσίδα» πλοίων, ένα «ξύλινο τείχος». Εφόσον το ζητούμενο πλέον δεν ήταν απλώς η απομάκρυνση του σώματος - κάτι που θα γινόταν «συν τω χρόνω» ακόμη και αν οι Συρακούσιοι δεν έκαναν τίποτε - αλλά η πλήρης καταστροφή του, αυτή ήταν η ενδεδειγμένη τακτική: αν οι Αθηναίοι έχαναν το στόλο τους, τότε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παρά να προσπαθήσουν να κινηθούν από ξηρά, όπου θα ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις των Συρακουσίων. Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα έβαιναν πλέον προς ολοκληρωτική καταστροφή και αποφάσισαν να «τα παίξουν όλα για όλα» σε μία κίνηση απελπισίας: θα επιχειρούσαν μία μαζική διάσπαση του κλοιού των πλοίων με τις αξιόμαχες τριήρεις που μπορούσαν να επανδρώσουν (περίπου 110). Αν η διάσπαση πετύχαινε, θα μπορούσαν να μαζέψουν και τους υπόλοιπους άνδρες που είχαν μείνει στην ακτή και να αναχωρήσουν προς την ασφάλεια της Κατάνης. Αν αποτύγχανε, θα επιχειρούσαν να αποχωρήσουν διά ξηράς. Η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν τρομερή. Τα πλοία των Αθηναίων, με τη δύναμη που έδινε στους άνδρες η απελπισία, προσπάθησαν με μία συντονισμένη προσπάθεια να διασπάσουν τον κλοιό των Συρακουσίων και να βγουν από το λιμάνι. Οι τελευταίοι έχοντας προετοιμαστεί επισταμένως γι’ αυτή τη μεγάλη μάχη, κατόρθωσαν, παρότι αρχικά φάνηκε να αντιμετωπίζουν προβλήματα, να υπερισχύσουν μέσα στο στενό χώρο του λιμανιού που δεν επέτρεπε ελιγμούς και περίπλοκες τακτικές όπως αυτές που είχαν συνηθίσει να εφαρμόζουν οι Αθηναίοι. Με αυτά τα δεδομένα, ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε και τα πλοία επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά τους. Οι Αθηναίοι πλέον ήταν με την πλάτη στον τοίχο. Αν και οι απώλειες από την προσπάθεια διάσπασης του κλοιού ήταν μικρές, οι στρατηγοί αδυνατούσαν να πείσουν τα πληρώματα να μπουν ξανά στα πλοία για να κάνουν άλλη μία έξοδο. Το ηθικό βρισκόταν στο ναδίρ και η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να προσπαθήσουν να διαφύγουν από ξηράς. Ομως και σε αυτήν την περίπτωση οι Αθηναίοι καθυστέρησαν δύο μέρες - σύμφωνα με το Θουκυδίδη εξαιτίας παραπλανητικού τεχνάσματος του Ερμοκράτη. Οταν πλέον αποφάσισαν να αναχωρήσουν, οι Συρακούσιοι είχαν ήδη ετοιμαστεί για να τους υποδεχτούν. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με αληθινά σπαρακτικό τρόπο αυτές τις στιγμές της αποχώρησης, όταν οι απελπισμένοι Αθηναίοι αναχωρούσαν, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες άρρωστους και τραυματίες τους οποίους δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Οι ικεσίες και οι οιμωγές εκείνων που έμεναν πίσω ακούγονταν μέχρι την πόλη των Συρακουσών. Ωστόσο και εκείνοι που έφευγαν, δεν θα είχαν καλύτερη μοίρα. Ενα σώμα περίπου 40.000 ανδρών ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτική-βορειοδυτική, σε μία προσπάθεια να περάσει από τις ορεινές διαβάσεις ώστε στη συνέχεια να κατευθυνθεί βόρεια. Ομως οι Συρακούσιοι είχαν οχυρώσει τις διαβάσεις και με αποσπάσματα ιππέων και ψιλών παρενοχλούσαν συνεχώς τους Αθηναίους. Την τρίτη μέρα πορείας έφθασαν σε μία οχυρή θέση, το Ακραίον Λέπας. Εκεί διαπίστωσαν ότι η μοναδική διάβαση είχε οχυρωθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά από μερικές εκατοντάδες Συρακούσιους οπλίτες και ψιλούς, που είχαν ανεγείρει και τείχος. Η διάβαση, λόγω της στενωπού και της αντίστασης των Συρακουσίων, ήταν αδύνατη και οι Αθηναίοι πήραν ξανά το δρόμο του γυρισμού για το στρατόπεδό τους. Εκεί όμως, στα πεδινά, το ιππικό των Συρακουσίων ήταν απόλυτα κυρίαρχο. Οι Αθηναίοι επιχείρησαν με μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να φθάσουν σε μία ασφαλή τοποθεσία, να απαγκιστρωθούν με κατεύθυνση προς τα νότια. Αφού παραπλάνησαν τους Συρακούσιους ανάβοντας πολυάριθμες φωτιές στο χώρο όπου είχαν στρατοπεδεύσει, οι Αθηναίοι αναχώρησαν σε δύο σώματα, το πρώτο με αρχηγό τον Νικία και το δεύτερο με επικεφαλής τον Δημοσθένη. Οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την αποχώρηση των Αθηναίων το πρωί και ξεκίνησαν μία απηνή καταδίωξη. Σύντομα κατόρθωσαν να έλθουν σε επαφή με το τμήμα που οδηγούσε ο Δημοσθένης, το οποίο περικύκλωσαν και υπέβαλαν σε βροχή από ακόντια και βέλη για μία ολόκληρη μέρα. Η μάχη άναψε για τα καλά και οι Αθηναίοι υπέστησαν τρομακτικές απώλειες, πριν καταλάβουν ότι βρίσκονταν σε τραγικά μειονεκτική θέση. Ο Δημοσθένης προτίμησε να παραδοθεί, ζητώντας εγγυήσεις για τη ζωή των Αθηναίων που απέμεναν. Μαζί με 6.000 περίπου άνδρες που παρέμεναν ζωντανοί, παραδόθηκε στους Συρακούσιους και στους συμμάχους τους. Απέμενε πλέον μόνο το τμήμα υπό το Νικία, το οποίο πρόλαβαν οι Συρακούσιοι και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο Νικίας προσπάθησε να παραδοθεί εξασφαλίζοντας την ασφαλή αποχώρηση των ανδρών του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Οι Συρακούσιοι απέρριψαν τις προτάσεις και άρχισαν να επιτίθενται με σφοδρότητα, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους αδύναμους και εξαντλημένους Αθηναίους και στους συμμάχους. Το εκστρατευτικό σώμα κινήθηκε με δυσκολία και έφθασε στον ποταμό Ασσίναρο, όπου οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Αθηναίοι δέχτηκαν την έφοδο του συνόλου του στρατού των Συρακουσίων. Ηταν η 16η Σεπτεμβρίου 413 π.Χ. όταν τα υπολείμματα της κάποτε περήφανης αθηναϊκής στρατιάς παραδόθηκαν, μετά από πολύωρη σφαγή, στους Συρακούσιους. Από τους Αθηναίους που είχαν ξεκινήσει την εκστρατεία, περίπου 7.000 είχαν πέσει ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους, ενώ ακόμη 15.000 σύμμαχοι που είχαν συλληφθεί πουλήθηκαν ως δούλοι. Η τύχη των Αθηναίων όμως δεν ήταν καλύτερη. Οι δύο εναπομείναντες ηγέτες, ο Δημοσθένης και ο Νικίας, εκτελέσθηκαν, παρά την αντίθεση του Γύλιππου και του Ερμοκράτη. Το σύνολο των αιχμάλωτων ανδρών μεταφέρθηκαν στα λατομεία των Επιπολών, όπου εργάστηκαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου στην εξόρυξη μεταλλευμάτων. Ηταν ένα τραγικό τέλος όχι μόνο για τη Σικελική Εκστρατεία αλλά και για τις φιλοδοξίες της Αθήνας για κυριαρχία επί του ελληνικού κόσμου. ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ Η ραγδαία άνοδος και η άδοξη πτώση Ο άνθρωπος που «παραλίγο να γινόταν Μεγάλος», ένας από τους μεγαλύτερους αμοραλιστές της ιστορίας ή απλώς ένας άνθρωπος του πεπρωμένου; Ο γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης (πλήρες όνομα Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης) γεννήθηκε το 450 π.Χ. στην Αθήνα, γόνος μίας πλούσιας και ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ανήκε στο πανίσχυρο γένος των Αλκμεωνιδών και ο Περικλής έγινε προστάτης του νεαρού (μόλις 3 ετών) Αλκιβιάδη όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στη μάχη της Κορώνειας το 446 π.Χ. Αντίθετα με τους περισσότερους της τάξης του, προτίμησε να ενταχθεί στον πολιτικό στίβο στο πλευρό των Δημοκρατικών και μάλιστα της ριζοσπαστικής τους πτέρυγας. Από τα εφηβικά χρόνια του ξεχώρισε τόσο για την ευφυΐα και για τα ηγετικά προσόντα του όσο και για τον άστατο και θυελλώδη χαρακτήρα του. Επιρρεπής στις καταχρήσεις και τις πάσης φύσεως ακολασίες, ο νεαρός Αλκιβιάδης σχετίστηκε από τα νεανικά χρόνια του με το Σωκράτη, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρούς δεσμούς (ο μεγάλος φιλόσοφος του έσωσε τη ζωή στη μάχη της Ποτίδαιας, μία χάρη που ανταπέδωσε ο Αλκιβιάδης σώζοντας το Σωκράτη στη μάχη του Δηλίου). Η άνοδος του Αλκιβιάδη στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή τοποθετείται στην εποχή μετά την ειρήνη του Νικία, όταν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ρήγμα στις σχέσεις Αθηναίων και Σπαρτιατών, το οποίο εκμεταλλεύτηκε για να αναμοχλεύσει τα πάθη και να οδηγήσει τις δύο πλευρές ξανά στη ρήξη. Δικό του έργο ήταν η συμμαχία της Αθήνας με τις πόλεις που ανταγωνίζονταν τη Σπάρτη στην Πελοπόννησο (Αργος, Μαντίνεια, Ηλεία κ.λπ.), μία κίνηση με τεράστια στρατηγική σημασία, που όμως απέτυχε (στη πρώτη Μάχη της Μαντίνειας) να πετύχει και στρατιωτικά τους σκοπούς της. Μετά τη Σικελική Εκστρατεία, ο Αλκιβιάδης προσπάθησε ξανά να κερδίσει την εύνοια των συμπατριωτών του, έχοντας ήδη αυτομολήσει στην αυλή του σατράπη της Φρυγίας Τισσαφέρνη, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει να αποσύρει την υποστήριξή του προς τη Σπάρτη. Ο Αλκιβιάδης κατάφερε στη συνέχεια να πετύχει την επάνοδό του στην Αθήνα, υποσχόμενος περσικό χρυσό και στρατιωτική βοήθεια. Η διπλωματική ευστροφία του Αλκιβιάδη τον έβγαλε ξανά ασπροπρόσωπο και οι Αθηναίοι, που μετά την καταστροφή στη Σικελία και την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες χρειάζονταν απελπισμένα μία νίκη, τον ανέδειξαν ξανά στρατηγό της πόλης. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες, που έδωσαν ελπίδες στους Αθηναίους, ο Αλκιβιάδης επέστρεψε με δόξα και τιμή το 407 π.Χ. στην Αθήνα, αφού κατόρθωσε να νικήσει δύο φορές το σπαρτιατικό στόλο (στην Αβυδο και την Κύζικο) και ανακατέλαβε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο για λογαριασμό των Αθηναίων. Η επιστροφή του χαιρετίστηκε από το Δήμο, που στο πρόσωπό του - παρά το κακό που είχε προκαλέσει στην πόλη του - έβλεπε πλέον τη μοναδική ελπίδα για νίκη. Ωστόσο η ανανεωμένη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του ήταν βραχύβια, αφού οι δύο πρώτες αποτυχίες (μία «μισή νίκη» και μία ήττα) οδήγησαν εκ νέου στην αποπομπή. Ο Αλκιβιάδης, απογοητευμένος ξανά, αποσύρθηκε στη Χερσόνησο και όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στους Αιγός Ποταμούς, βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Φαρνάβαζου, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Τισσαφέρνη. Ενώ ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τον ίδιο το Μεγάλο Βασιλιά των Περσών, ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Φαρνάβαζου, από τον οποίο ζήτησαν αυτήν την «εξυπηρέτηση» οι Σπαρτιάτες. ΟΙ ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ Μετά τη Σικελία ο κόσμος... Το πόσο εκτεταμένες ήταν οι φιλοδοξίες των Αθηναίων, φαίνεται ανάγλυφα από τα λόγια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Αλκιβιάδη, στο λόγο που εκφώνησε προς την Απέλλα της Σπάρτης για να πείσει τους Λακεδαιμόνιους να εκστρατεύσουν και κείνοι στη Σικελία: «Πήγαμε στη Σικελία για να υποτάξουμε πρώτα απ' όλα τους Σικελιώτες και μετά τους Ιταλιώτες και εν συνεχεία να δοκιμάσουμε να κατακτήσουμε την ηγεμονία των Καρχηδονίων και την ίδια την Καρχηδόνα. Και αν τα κατορθώναμε όλα αυτά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, τότε είχαμε σκοπό να επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, μεταφέροντας από εκεί όλες τις ελληνικές δυνάμεις που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας, στρατολογώντας πολλούς μισθοφόρους, Ιβηρες και άλλους, όσοι θεωρούνται από τους εκεί βάρβαρους οι καλύτεροι πολεμιστές και ναυπηγώντας πολυάριθμα πολεμικά εκτός από τα δικά μας, αφού η Ιταλία έχει άφθονη ξυλεία. Με αυτά θα είχαμε αποκλείσει την Πελοπόννησο καπό παντού και ταυτόχρονα θα κάναμε επιθέσεις με το πεζικό ενάντια στης πόλεις, είτε για να τις κυριεύσουμε με έφοδο είτε για να τις αποκλείσουμε με τείχος και έτσι εύκολα να κατακτήσουμε την Πελοπόννησο. Μετά θα κυριαρχούσαμε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.» ΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΟΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ… Τι θα γινόταν αν οι Αθηναίοι νικούσαν στη Σικελική Εκστρατεία Ελάχιστες είναι οι πολεμικές συγκρούσεις που το αποτέλεσμά τους έκρινε την ιστορία ολόκληρου του κόσμου. Η αρχαία Ελλάδα έχει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο σε τέτοιες μάχες, αφού η κατοπινή ιστορία της Ευρώπης (και του κόσμου ολόκληρου) διαμορφώθηκε κατά μεγάλο βαθμό στις δύο όχθες του Αιγαίου και στις υπόλοιπες περιοχές που αποτελούσαν τον «ελληνικό κόσμο». Η μεγάλη εμφύλια σύγκρουση του Πελοποννησιακού Πολέμου, με μια πρώτη ματιά, φαίνεται ως «ελληνική» υπόθεση: από τη μία η Αθήνα, εξωστρεφής, θαλασσοκράτειρα, με τάσεις επεκτατισμού, ίσως ακόμη και ιμπεριαλιστική, θιασώτης των νεωτερισμών και της Δημοκρατίας. Από την άλλη, η Σπάρτη, αριστοκρατική, εσωστρεφής, βαθύτατα συντηρητική, υπερασπιστής του status quo, πανίσχυρη στρατιωτικά, με ισχυρές αρχαίες συμμαχίες που βασίζονταν στη διατήρηση της αυτονομίας των συμμάχων. Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα απέχουν η Λακωνία από την Αττική, αλλά στην πραγματικότητα ένα χάος χώριζε τις δύο πόλεις. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, με διαφορετικές ρίζες στο παρελθόν και διαφορετική προοπτική για το μέλλον, διασταύρωσαν τα ξίφη τους επικεφαλής αντίστοιχων συνασπισμών, προσπαθώντας να πετύχουν… τι ακριβώς; Διότι και σε αυτό το σημείο υπάρχει μία μεγάλη διαφορά: οι Αθηναίοι ξεκάθαρα επιθυμούσαν την ηγεμονία των Ελλήνων, κάτι που μερικές δεκαετίες αργότερα πέτυχε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, τίποτε λιγότερο. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι είχαν ήδη την ηγεμονία των Ελλήνων πριν προσπαθήσουν να τους την «αρπάξουν» οι Αθηναίοι, με την έννοια που είχε γι' αυτούς η ηγεμονία: πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πόλεων, που ασχολούνταν η καθεμία με τις υποθέσεις της και δεν εμπλέκονταν με εξωτερικές υποθέσεις. Τη διατήρηση αυτού του κατεστημένου επιθυμούσαν οι Σπαρτιάτες. Ομως αυτή ακριβώς η διαφορά των επιδιώξεων δίνει και την οικουμενική διάσταση της σύγκρουσης μεταξύ των δύο συνασπισμών. Η Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειος, το θέατρο των επιχειρήσεων, ήταν ήδη ένας ενιαίος γεωστρατηγικός χώρος. Η διεθνοποίηση της σύγκρουσης των Ελλήνων ήταν δεδομένη, πόσο μάλλον από τη στιγμή που αναμείχθηκε σε αυτήν και η μεγάλη δύναμη της εποχής, η Περσία, ενώ οι μάχες μεταφέρθηκαν και στην ιταλική χερσόνησο, στη Σικελία. Οπότε, το ζήτημα δεν ήταν απλώς ενδοελληνικό, αλλά έλαβε εξαρχής διεθνή διάσταση. Οι Αθηναίοι, με τη δύναμη που τους έδινε το ισχυρό ναυτικό, οι «εθελοντικές εισφορές» των «συμμάχων» τους και ο εξωστρεφής χαρακτήρας της πολιτείας τους, βρίσκονταν ήδη, στα μέσα του 5ου αιώνα, σε τροχιά δημιουργίας μίας ισχυρής αυτοκρατορίας. Επί της ουσίας είχαν ήδη κυριαρχήσει στο Αιγαίο, ωστόσο ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει την αθηναϊκή φιλοδοξία. Τα συμφέροντα της Αθήνας την είχαν οδηγήσει σε κάθε γωνιά της Ανατολικής Μεσογείου, από την Καρία έως την Κύπρο και από την Παλαιστίνη έως την Αίγυπτο. Ακόμη και η Μαύρη Θάλασσα συμπεριλαμβανόταν στο «ζωτικό χώρο» των Αθηναίων. Αυτό που οραματίζονταν οι ηγέτες της πόλης της Παλλάδας ήταν μία αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν από τη «Μεγάλη Ελλάδα» έως τη Μικρά Ασία, όχι απλώς μία εμπορική αυτοκρατορία, όπως αυτή της Καρχηδόνας, αλλά περισσότερο μία «πραγματική αυτοκρατορία», όπως αυτή των Περσών. Στη θέση του Μεγάλου Βασιλιά, θα βρισκόταν ο Δήμος, οι πολίτες της Αθήνας! Ηταν μία φιλοδοξία που - παραδόξως - δεν εκπορευόταν από την ανώτερη τάξη της Αθήνας, η οποία ήταν βαθιά συντηρητική και μοιραζόταν τη λατρεία των Λακώνων για διατήρηση του status quo και μη διατάραξη των ισορροπιών. Μοιάζει παράξενο που οι αριστοκράτες της Αθήνας αρνήθηκαν να αντιληφθούν τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά τους, εφόσον η πόλη τους θα γινόταν πραγματική κοσμοκράτειρα. Αντίθετα με την ανώτερη τάξη της Ρώμης, που ηγήθηκε των προσπαθειών της Αιώνιας Πόλης για να γίνει κοσμοκράτειρα, οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί επέβαλλαν συνεχώς προσκόμματα στον εξωστρεφή χαρακτήρα της δημοκρατίας τους και με τις πράξεις τους καταδίκασαν την προσπάθεια της πόλης τους. Η αναφορά της Ρώμης δεν είναι τυχαία. Αποτελεί ένα απτό παράδειγμα του πώς μία μικρή και σχετικά αδύναμη πόλη-κράτος κατόρθωσε να επικρατήσει επί των γειτόνων της και στη συνέχεια να γίνει μία αυτοκρατορία και όλα αυτά ενώ είχε ένα «δημοκρατικό» (έστω, ολιγαρχικό) πολίτευμα. Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί η Αθήνα, που στα μέσα του 5ου αιώνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα, δεν το κατόρθωσε, επικεντρώνονται στις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον ανακριβές. Η δημοκρατία είναι εκείνη που επέτρεψε σε άντρες όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αλκιβιάδης, ο Μιλτιάδης, ο Ιφικράτης, ο Περικλής και τόσοι άλλοι σπουδαίοι ηγέτες που ανέδειξε η πόλη της Παλλάδας, να αναδειχθούν και να διακριθούν. Κάποιοι εξ αυτών (λ.χ., ο Θεμιστοκλής) ήταν ταπεινής καταγωγής και σε μία άλλη πόλη με λιγότερο εύκαμπτες κοινωνικοπολιτικές δομές, θα είχαν μείνει στο περιθώριο, ενώ άλλοι αναδείχθηκαν λόγω ακριβώς των χαρισμάτων που είχαν ως δημαγωγοί και ηγέτες και της σχέσης που κατόρθωσαν να αποκτήσουν με το Δήμο. Επρόκειτο για μία αμφίδρομη σχέση, αφού ο Δήμος έτρεφε τη φιλοδοξία τους και εκείνοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του. Είναι αλήθεια ότι η Σικελική Εκστρατεία και κατά συνέπεια ολόκληρη η προσπάθεια των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο καταδικάστηκε από μία άστοχη κίνηση του Δήμου, που δεν κατόρθωσε να αποκρούσει τις κατηγορίες των δημαγωγών και ανακάλεσε τον Αλκιβιάδη. Η απόφαση αυτή έγραψε ιστορία. Αν ο Αλκιβιάδης είχε αφεθεί στην κεφαλή του εκστρατευτικού σώματος για να συνεχίσει την εκστρατεία που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και επιβάλλει - επί της ουσίας - στους Αθηναίους, τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά. Μπορεί ο Λάμαχος να ήταν εξίσου καλός με τον Αλκιβιάδη ως στρατιωτικός ηγέτης - ίσως και καλύτερος - ωστόσο ήταν ανεπαρκής ως διπλωμάτης και πολιτικός. Και αυτό που χρειάζονταν οι Αθηναίοι στη Σικελία ήταν η ευστροφία, ο μεστός πολιτικός λόγος και η προσωπική γοητεία του Αλκιβιάδη. Δυνάμεις είχαν αρκετές, αυτό που δεν είχαν ήταν σωστή καθοδήγηση και ευελιξία στο διπλωματικό παιχνίδι όπου παίχτηκε - και χάθηκε - η εκστρατεία. Σε περίπτωση που νικούσαν οι Αθηναίοι, ουδείς αμφιβάλλει ότι η Σικελία θα ήταν μόνο η αρχή. Με τις τεράστιες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της μεγαλονήσου στη διάθεσή τους, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης: οι Αθηναίοι θα θριάμβευαν επί των Σπαρτιατών στο μέτωπο του Πελοποννησιακού Πολέμου και θα είχαν πλέον την αδιαφιλονίκητη ηγεσία των Ελλήνων, από τη Σικελία έως την Ιωνία, για να τους οδηγήσουν ενάντια στον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι πέρα από την προσωπική φιλοδοξία ενός ανθρώπου - του Αγησίλαου - δεν υπήρχε κίνητρο που να τους ωθήσει να επιδοθούν σε μία ιμπεριαλιστική επεκτατική πολιτική. Ως εκ τούτου, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες του Αγησίλαου στη Μικρά Ασία - που έδειχνε και την ευπάθεια των Περσών στη συγκεκριμένη περίοδο ενάντια στους Ελληνες τουλάχιστον - απέτυχαν οικτρά. Η Σπάρτη ουδέποτε μπόρεσε να ξεπεράσει την εσωστρέφεια και τη συντηρητικότητά της. Αντίθετα, η Αθήνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα. Ομως δεν τα κατάφερε, εξαιτίας της αποκοτιάς των Αθηναίων να ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη αλλά και μιας σειράς από λίγο ή πολύ τυχαία γεγονότα που καταδίκασαν τη Σικελική Εκστρατεία.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Γαβιθά-Γιαρμούκ 636 μ.Χ. - Το τέλος της ελληνορωμαϊκής Μέσης Ανατολής







Η θυελλώδης αραβική επέκταση, που δημιούργησε αυτό που στη συνέχεια, έως και σήμερα, καλούμε ‘αραβικό κόσμο’, ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο με τεράστιες διαστάσεις και εξαιρετικά περίπλοκο. Όμως αυτό το φαινόμενο θεμελιώθηκε πάνω στη στρατιωτική επικράτηση των Αράβων επί των Βυζαντινών και των Περσών. Η καθοριστική μάχη δόθηκε κοντά στη Γαβιθά και τον ποταμό Γιαρμούκ και το αποτέλεσμα άνοιξε το δρόμο για τη νέα εποχή.




Η ελληνορωμαϊκή κυριαρχία στη Μέση Ανατολή χρονολογείτο από τον 4ο αιώνα π.Χ. και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ελληνιστικές μοναρχίες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών κυριαρχούσαν έως τον 1ο αιώνα π.Χ. όταν τα ηνία ανέλαβε η Ρώμη. Βεβαίως η περιοχή ήταν ιδιότυπη: οι ανώτερες τάξεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνες (αν και όχι πάντα ελληνικής προέλευσης, μάλλον οι περισσότεροι ήταν εξελληνισμένοι ντόπιοι) και είχαν ασπαστεί με ενθουσιασμό τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό.  Την ίδια ώρα στις κατώτερες τάξεις η κυριαρχία των ντόπιων γλωσσών και πολιτισμού ήταν σχεδόν απόλυτη. Ορισμένες πόλεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνικές, όπως λ.χ. η Αντιόχεια, άλλες μόνο εν μέρει ελληνικές, ενώ στην ύπαιθρο η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου ήταν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Το ελληνικό στοιχείο εκείνη την εποχή αποτελούσε μέρος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που είχε μετεξελιχθεί σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ‘βυζαντινός πολιτισμός’. Αυτός ο μεικτός πολιτισμός, που συνδύαζε τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων με την πολιτική και διοικητική παράδοση των Ρωμαίων (και, φυσικά, τη χριστιανική θρησκεία στο ελληνορθόδοξο δόγμα της), ήταν κυρίαρχος στη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά την πτώση της Ρώμης στους βάρβαρους. Και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αυτής εξελίχθηκε στο ‘Βυζάντιο’. Βασικότατο στοιχείο στην πολιτική ιδεολογία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου ήταν όπως αναφέραμε ήδη και η χριστιανική θρησκεία, την οποία οι μεσανατολίτες και οι βορειοαφρικάνοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας είχαν ασπαστεί από νωρίς και με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Γενικά στο νοτιοανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο χριστιανισμός είχε βαθιές ρίζες, όχι όμως τόσο βαθιές ώστε να αποτρέψει τελικά τον εξισλαμισμό της περιοχής και την επιβίωση της χριστιανικής θρησκείας σε μικρές μόνο πληθυσμιακές νησίδες. Και η αιτία γι’ αυτό, όπως και για την εύκολη επικράτηση των Αράβων στην περιοχή, ήταν κατά κύριο λόγο οι πολιτικές διαφορές με τη βυζαντινή εξουσία, διαφορές που είχαν λάβει το μανδύα των ‘θρησκευτικών διαφορών’ σε μια εποχή που ο θρησκευτικός ανταγωνισμός ήταν το βασικό και κύριο πεδίο διαφοροποίησης των εθνών.
            Αρκετοί είναι οι ερευνητές που εντοπίζουν την αδυναμία του Βυζαντίου να κρατήσει τις περιοχές αυτές, στη θρησκευτική διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους κατοίκους τους. Κατά κύριο λόγο, οι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Συρίας (οι τελευταίοι συλλογικά ονομάζονται από κάποιους ερευνητές ‘Αραμαίοι’, ωστόσο η επικράτηση της αραμαϊκής γλώσσας στην πλειοψηφία των κατοίκων δε σημαίνει ότι ήταν και Αραμαίοι) είχαν ασπαστεί το μονοφυσιτικό δόγμα. Αυτή η θρησκευτική διαφοροποίηση με το Βυζάντιο, όπου το ελληνορθόδοξο δόγμα ήταν κυρίαρχο και επίσημη θρησκευτική έκφραση της πολιτείας, έπαιξε τεράστιο ρόλο σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές στην τελική επικράτηση των Αράβων στην περιοχή. Ωστόσο μάλλον η αλήθεια είναι αντίστροφη: οι θρησκευτικές διαμάχες γεννήθηκαν και συντηρήθηκαν ακριβώς εξαιτίας των ‘κοσμικών’ διαφορών που υπήρχαν μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν κατακτητές της περιοχής και ουδέποτε κατόρθωσαν να την αφομοιώσουν πλήρως  και να την κάνουν μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο μέτρο λ.χ. που οι Ρωμαίοι είχαν εκρωμαϊσει σχεδόν απόλυτα τη Γαλατία και την Ιβηρική ή στο μέτρο που η Μικρά Ασία εξελληνίστηκε όπως και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων. Οι ρίζες αυτής της αδυναμίας βρίσκονται στην εποχή των Ελλήνων κυρίαρχων της περιοχής, οι οποίοι δεν προσπάθησαν καν να πετύχουν κάποια πολιτισμική ισορροπία. Είχαμε έτσι το φαινόμενο οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου να αρνούνται να μάθουν Αιγυπτιακά, τη γλώσσα που ήταν η μοναδική που μιλούσε το 90% των υπηκόων τους! Πρώτη απ’ όλους τους Πτολεμαίους η Κλεοπάτρα Ζ’ Φιλοπάτωρ (η γνωστή Κλεοπάτρα που έμεινε στην ιστορία μεταξύ των άλλων για τους θυελλώδεις έρωτές της με τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Αντώνιο) έκανε τον κόπο να μάθει Αιγυπτιακά!  Η Κλεοπάτρα ήταν και η τελευταία των Πτολεμαίων φαραώ της Αιγύπτου. Λιγότερο αποκομμένη από τους υπηκόους της ήταν η εξουσία στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, όπου έγιναν και συστηματικές προσπάθειες εξελληνισμού του πληθυσμού σε κάποιες περιοχές (λ.χ. Ιουδαία). Ωστόσο κι εκεί το μικρό ποσοστό των ελληνογενών πληθυσμών σε σχέση με τους ντόπιους δεν επέτρεψε την ουσιαστική πρόοδο σε αυτόν τον τομέα και οι προσπάθειες εξελληνισμού και των κατώτερων τάξεων συνάντησαν αντίδραση, που έφθασε και στην ανοιχτή εξέγερση (λ.χ. επανάσταση των Μακκαβαίων).
            Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν με τη γνωστή ρωμαϊκή μεθοδικότητα να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, ωστόσο ουδέποτε πέρασε στα λαϊκά στρώματα της Ανατολής ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Εν μέρει αυτό ίσως οφείλεται στο ότι σταδιακά προέκυψε το υβρίδιό του ρωμαϊκού πολιτισμού με τον ελληνικό, ένα υβρίδιο που επικράτησε στους πληθυσμούς των μεγαλύτερων πόλεων του ανατολικού μισού της αυτοκρατορίας, αλλά απέτυχε να διαπεράσει, όπως προείπαμε, τα λαϊκά στρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα να υπάρχει μια απόσταση μεταξύ της εξουσίας (ελληνικής και στη συνέχεια ρωμαϊκής) και του ντόπιου πληθυσμού στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. η διάσταση μεταξύ των πληθυσμών της Μ. Ανατολής και της βυζαντινής εξουσίας έφθασε στο χειρότερο σημείο της, καθώς ο Ιουστινιανός ασχολείτο με την περιοχή μόνο για να επιβάλει νέους, επαχθείς φόρους, με τους οποίους χρηματοδοτούσε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ανακατάληψη του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας. Αυτή η πολιτική οδήγησε σε αποξένωση από την αυτοκρατορική εξουσία τους ντόπιους πληθυσμούς, μια αποξένωση που εκφράστηκε με θρησκευτικούς όρους και οδήγησε τελικώς στην απώλεια των εδαφών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Όσο περνούσαν τα χρόνια και οι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας δεν έκαναν κάτι για να προσεταιριστούν ξανά τους κατοίκους της περιοχής, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η έχθρα που ένοιωθαν οι τελευταίοι για τη βυζαντινή εξουσία. Για το λόγο αυτό, όταν η μεγάλη δύναμη των Περσών ανέκαμψε με τη δυναστεία των Σασσανιδών, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της περιοχής είδαν στους Πέρσες την ευκαιρία να αποσείσουν τη ρωμαϊκή εξουσία. Όμως οι Ρωμαίοι της Ανατολής αποδείχτηκαν υπερβολικά ισχυροί για τους Πέρσες, παρότι η δύναμη των τελευταίων την εποχή εκείνη ήταν τεράστια και η αναγεννημένη περσική αυτοκρατορία είχε αφθονία πόρων και μέσων.
Η κοσμοϊστορική σύγκρουση μεταξύ Περσών και Βυζαντινών, είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή των Περσών, που πέρασαν πλέον υπό καθεστώς κηδεμονίας της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία είχε κατορθώσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, σε μια εποχή που είχε χάσει τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της βαλκανικής (κάποια στιγμή μόνο ένα μέρος της Θράκης βρισκόταν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο) και ολόκληρη τη Μ.Ανατολή. Ωστόσο η δύναμη του Βυζαντίου είχε δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα από την τρομερή διαμάχη με τους Πέρσες και ο Ηράκλειος, ένας από τους πλέον ικανούς αυτοκράτορες που πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε να εφαρμόσει μια δρακόντεια πολιτική για να επιτρέψει στο κράτος να ορθοποδήσει από τις καταστροφές, τις απώλειες και τις υπέρογκες δαπάνες που προκάλεσε ο πόλεμος. Και κύριος στόχος αυτής της δρακόντειας πολιτικής έγιναν οι ανακαταληφθείσες από τους Πέρσες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Αντίθετα με πολλούς από τους προκατόχους του, ο Ηράκλειος είχε κατανοήσει (κατά τα φαινόμενα) ότι η σταθεροποίηση της εξουσίας του Βυζαντίου σε αυτήν την ιδιότυπη περιοχή, περνούσε μέσα από την πολιτισμική (άρα και θρησκευτική) αφομοίωση των ντόπιων. Με τους Πέρσες στο περιθώριο, ο στόχος αυτός ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί. Για να τρωθεί το φρόνημα των ντόπιων που αντιστέκονταν στη βυζαντινή εξουσία αλλά και για να γεμίσουν ξανά τα αυτοκρατορικά ταμεία με χρήματα, ο Ηράκλειος επέβαλλε απεχθή φορολογία στους κατοίκους αυτών των περιοχών, την ώρα που οι θρησκευτικές διώξεις των μονοφυσιτών ξεκινούσαν ξανά, ήδη από το 628. Ο Ηράκλειος προφανώς θεωρούσε ότι η συντριβή των Περσών, της μόνης δύναμης στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν οι πληθυσμοί αυτοί για να σταθεί ενάντια στη βυζαντινή ισχύ, επέτρεπε τη σκλήρυνση της πολιτικής ενάντια στους αντιφρονούντες. Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, αφού την εποχή αυτή η νέα μεγάλη δύναμη του κόσμου ανέτειλε: το Ισλάμ και οι φορείς του, οι Άραβες.





Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι Άραβες εμφανίστηκαν στην ιστορία ξαφνικά τον 7ο αιώνα μ.Χ. βγαίνοντας από τις ερήμους και καταλαμβάνοντας εξ απήνης τον πολιτισμένο κόσμο, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: οι Άραβες είχαν μακρά ιστορία στην περιοχή και ένα μεγάλο μέρος τους ήταν εγκατεστημένοι πληθυσμοί και όχι νομάδες. Μάλιστα κάποιες αραβικές φυλές είχαν κατά καιρούς δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς και ισχυρά βασίλεια. Οι Άραβες ήταν σημιτικής καταγωγής, όπως κι αρκετές από τις φυλές της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Μεταξύ των γνωστότερων αραβικών φύλων που είχαν δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς ήταν οι Ναβαταίοι που είχαν δημιουργήσει μεταξύ των άλλων και την περίφημη πόλη της Πέτρας, οι Παλμυραίοι (με γνωστότερη βασίλισσά τους την περίφημη ‘Ζηνοβία’ των ελληνικών πηγών, Ζαϊνάμπ το αραβικό της όνομα), οι Σαβαίοι κ.α. Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, οι γνωστότεροι στους Βυζαντινούς Άραβες, ήταν οι Γασσανίδες και οι Λαχμίδες. Αμφότεροι εγκατεστημένοι πληθυσμοί, σε περιοχές της Μ.Ανατολής, οι πρώτοι ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών και οι δεύτεροι των Σασσανιδών Περσών. Γνωστοί ήταν επίσης οι Ιδουμαίοι. Αλλά και στην κυρίως αραβική χερσόνησο, υπήρχαν πολλές σημαντικές πόλεις, που αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά κέντρα. Ένα σημαντικό μέρος των Αράβων ήταν νομαδικές φυλές, που είχαν ιδιαίτερα εντυπωσιακή πολεμική παράδοση. Μάλιστα αναφέρεται ότι οι Άραβες των πόλεων έστελναν συχνά τα παιδιά τους στις φυλές της ερήμου (με τις οποίες σχεδόν όλες οι αραβικές οικογένειες των πόλεων είχαν συγγενικούς δεσμούς) για να τα εκπαιδεύσουν στις τέχνες του πολέμου. Τα εγκατεστημένα αδέλφια τους στις περιοχές της Μέσης Ανατολής κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, αρκετοί δε ζούσαν σε πόλεις και μεγάλους οικισμούς της αυτοκρατορίας ως έμποροι και τεχνίτες. Παρόμοιες ήταν και οι ασχολίες εκείνων των Αράβων που κατοικούσαν στους μεγαλύτερους οικισμούς της χερσονήσου. Αντίθετα εκείνοι που  συνέχιζαν  τον νομαδικό ή ημι-νομαδικό βίο, ήταν κατά βάση εκτροφείς ζώων, ποιμένες. Τρεις κύριες ομάδες, η διάκριση μεταξύ των οποίων αφορούσε κυρίως στην κοινωνική πραγματικότητα και όχι τη φυλετική τους προέλευση, κυριαρχούσαν μεταξύ των νομάδων και ημι-νομάδων Αράβων: οι Μπατβ, εκείνοι που ονομάζονται σήμερα Βεδουίνοι, οι οποίοι ασχολούνταν κατά βάση με την εκτροφή καμηλών, οι Σουάγι, που ήταν εκτροφείς καμηλών και προβάτων και οι ημι-νομάδες Ραάβ. Σε γενικές γραμμές οι νομαδικοί αραβικοί πληθυσμού στις αρχές του 7ου αιώνα κατοικούσαν βασικά στην αραβική χερσόνησο, μετακινούμενοι μεταξύ των περιοχών της ερήμου και ζώντας σε μια ιδιότυπη ισορροπία τόσο μεταξύ τους - μια ισορροπία που διακοπτόταν συχνά-πυκνά με διαμάχες μεταξύ των φυλών - όσο και με την άγρια και σκληρή φύση. Θρησκευτικά, οι Άραβες ήταν στην πλειοψηφία τους παγανιστές, ωστόσο μεγάλα τμήματα αραβικών πληθυσμών, τόσο εγκατεστημένων όσο και νομάδων, είχαν ασπαστεί είτε τη χριστιανική, είτε την ιουδαϊκή πίστη. Θα λέγαμε ότι μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων Αράβων, οι χριστιανοί ήταν η πλειοψηφία, με πολύ λιγότερες να ακολουθούν τις προγονικές παγανιστικές λατρείες και τον Ιουδαϊσμό. Αυτό που δεν διέθεταν οι Άραβες στην εποχή πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, ήταν πολιτική ενότητα. Πάμπολλες φατρίες αντιμάχονταν η μία την άλλη σε μια αέναη διελκυστίνδα δύναμης, που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη για επέκταση των Αράβων εκτός της περιοχής όπου κατοικούσαν από τα βάθη της αρχαιότητας.
            Όμως στα 570 μ.Χ. γεννήθηκε στη Μέκκα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα των Αράβων, ένας άνδρας που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα των συμπατριωτών του, αλλά και την όψη του κόσμου. Το όνομά με το οποίο έμεινε στην ιστορία ήταν Αμπού αλ Κβασίμ Μωχαμάντ ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν Αμπντ αλ Μουταλίμπ ιμπν Χασίμ, ή πιο απλά Μωάμεθ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύττει μια νέα πίστη, μια θρησκεία που βρήκε άμεσα απήχηση στις μάζες. Η νέα πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ συνδύαζε στοιχεία των παλιότερων μονοθεϊστικών θρησκειών (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός) με στοιχεία από την αραβική παράδοση και πολιτισμό και αποτελούσε την ‘απάντηση’ στο αίτημα των καιρών, δηλαδή στο αίτημα για την εξεύρεση ενός τρόπου για την πολιτική ένωση των διασπασμένων αραβικών φυλών. Ο Μωάμεθ κατόρθωσε ταχύτατα να αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της αραβικής χερσονήσου και έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή ένα από τα βασικότερα δόγματα του πρώιμου Ισλάμ: την ‘κήρυξη’ της πίστης και σε εκείνους που δεν γνωρίζουν το Ισλάμ, με τη χρήση βίας. Το αποτέλεσμα ήταν η τρομερή αραβική κατάκτηση, μια από τις εντυπωσιακότερες και ταχύτερες που έχει καταγράψει η ιστορία.
            Οι δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Βυζάντιο και οι Σασσανίδες, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την επέκταση των Αράβων. Οι αιτίες ήταν πολλές και ποικίλες και οι κυριότερες εξ αυτών έχουν ήδη αναφερθεί. Να προσθέσουμε απλώς για την Περσία, ότι ήταν ακόμη πιο αποδυναμωμένη απ’ ότι το Βυζάντιο (άλλωστε, ήταν η ηττημένη του μεταξύ τους πολέμου) και όχι απλώς έχασε εδάφη της από την ανερχόμενη αραβική δύναμη, αλλά συνετρίβη ολοκληρωτικά και εντάχθηκε εξ ολοκλήρου στο υπό δημιουργία χαλιφάτο. Η αχανής σασσανιδική αυτοκρατορία, που κάλυπτε μια έκταση από τις υπώρειες του Καυκάσου έως την Αρμενία και από τα όρια της Συρίας έως το σημερινό Αφγανιστάν, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή των νεοφώτιστων του Ισλάμ, που σαν θύελλα παρέσυραν τη μία μετά την άλλη τις στρατιές που προσπαθούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Ταυτόχρονα με την επίθεση ενάντια στην Περσία, οι Άραβες άρχισαν να επιτίθονται και ενάντια σε περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών. Αν και αρχικά φαινόταν ότι αυτές οι επιθέσεις ήταν κυρίως επιδρομές με στόχο την αποκόμιση λείας, σύντομα φάνηκε ότι οι Άραβες είχαν έλθει για να κατακτήσουν και όχι να λεηλατήσουν.
Την εποχή αυτή οι στρατοί των Αράβων ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι, παρότι δεν έφθαναν σε μέγεθος τους αντίστοιχους βυζαντινούς ή περσικούς. Το κύριο όπλο τους ήταν το ιππικό, που αποτελείτο από εξαίρετους ιππείς, ‘μάστορες’ σε κινητικές τακτικές και ιδιαίτερα επιδέξιους στον χειρισμό των όπλων.  Οι ανώτερης τάξης ιππείς ήταν μάλιστα θωρακισμένοι, φορώντας αλυσιδωτό θώρακα, ενώ τα κύρια επιθετικά όπλα ιππέων και πεζών ήταν ένα κοντό δόρυ, το αραβικό σπαθί και το τόξο. Την εποχή αυτή οι αραβικοί στρατοί διέθεταν και αρκετούς ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Αναφέραμε ήδη ότι το μέγεθος των στρατών τους ήταν αρχικά αρκετά μικρό. Αυτό αντισταθμιζόταν αφενός από το πλήθος των στρατιών που επιχειρούσαν σε διαφορετικά μέτωπα και όταν παρίστατο ανάγκη προσπαθούσαν να συντονίσουν τη δράση τους και να συγκεντρωθούν για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρή στρατιά του εχθρού και αφετέρου από τη σχεδόν υπερφυσική κινητικότητά τους. Οι Άραβες ήταν συνηθισμένοι στις συνθήκες της ερήμου και στο άνυδρο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και μπορούσαν να κινηθούν πολύ ταχύτερα απ’ οποιαδήποτε βυζαντινή ή περσική στρατιά. Είχαν ανάγκη από λιγότερα εφόδια, μπορούσαν να αντέξουν τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου και είχαν συνηθίσει να πολεμούν κάτω από τον καυτό ήλιο της αραβικής χερσονήσου. Από τη στιγμή που οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές ενώθηκαν και δημιούργησαν στρατιές που αριθμούσαν χιλιάδες φανατισμένων ανδρών, κάτω από το λάβαρο του Ισλάμ, ήταν μόνο θέμα χρόνου να επεκταθούν έξω από την αραβική χερσόνησο. Το Ισλάμ ευτύχησε να βρει τόσο τους Ρωμαίους όσο και τους Πέρσες αποδυναμωμένους και διασπασμένους. Σαφώς θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψουμε τι θα γινόταν αν Βυζάντιο και Σασσανίδες δεν είχαν εξαντληθεί αποφασιστικά από τις μεταξύ τους διαμάχες ή αν η βυζαντινή αρχή είχε την υποστήριξη των ντόπιων πληθυσμών (οι οποίοι υποδέχτηκαν τους Άραβες σχεδόν με ανοιχτές αγκάλες). Ωστόσο η ιστορία δεν γράφεται με ‘αν’ και γεγονός είναι ότι η συγκυρία ήταν ιδανική για την επέκταση των Αράβων. Σύντομα το σπαθί του προφήτη θα άνοιγε δρόμο σε Ασία και Αφρική, καθώς ο ένας λαός μετά τον άλλο υπέκυπτε στους αφιονισμένους πολεμιστές της ιερής πίστης.
            Στην άλλη πλευρά βρισκόταν οι Βυζαντινοί στρατοί. Η εποχή του Ηρακλείου ήταν μια εποχή έντονων αλλαγών, αφού η στροφή στον εξελληνισμό της ανατολικής αυτοκρατορίας είχε αρχίσει να συντελείται και μάλιστα ο Ηράκλειος ήταν ο πρώτος εκ των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που υιοθέτησε επίσημα τον ελληνικό τίτλο ‘Βασιλεύς’ ως ενδεικτικό του αξιώματός του. Παράλληλα και εξαιτίας της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους της βαλκανικής και της Μ.Ανατολής, αλλά και συνέπεια σοβαρότατων παραλείψεων των αυτοκρατόρων που προηγήθηκαν, το ισχύον στρατιωτικό σύστημα είχε καταρρεύσει, όπως και ο θεσμός των ‘λιμιτανέων’ (limitanei) των συνοριοφυλάκων δηλαδή. Το θεματικό σύστημα, που τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα θα απέδιδε τους επόμενους αιώνες, βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, όπως και ο θεσμός της κληρονομικής στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών ήταν επίστρατοι και μισθοφόροι, ενώ βρισκόταν σε ισχύ και ο θεσμός των ‘φοϊδεράτων’, δηλαδή των συμμάχων. Στις εκστρατείες των Βυζαντινών στη Μ.Ανατολή, οι κυριότεροι φοϊδεράτοι ήταν οι Γασσανίδες Άραβες.  Ένας πλήρης βυζαντινός στρατός εκστρατείας την εποχή αυτή περιλάμβανε, εφόσον ήταν επικεφαλής ο αυτοκράτορας, τις δυνάμεις των Κομιτάτων, που ήταν ο προσωπικός στρατός του αυτοκράτορα και κατά κανόνα ήταν ιππείς με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης και πολύ καλό εξοπλισμό. Μεταξύ των επίλεκτων ιππικών δυνάμεων βρισκόταν και οι Οπτιμάτοι, που επίσης ήταν μέρος του κεντρικού στρατού, όπως άλλωστε και οι Βουκελάριοι, που είχαν γίνει μέρος του τακτικού στρατού επί Μαυρίκιου. Οι τελευταίοι ήταν παλιότερα οι προσωπικοί στρατοί των πλέον ισχυρών στρατηγών του Βυζαντίου. Όσον αφορά στον οπλισμό και τη λειτουργία τους, οι ιππείς των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ένα ιππικό ‘πολλαπλών ρόλων’. Ο οπλισμός του τυπικού Βυζαντινού ιππέα  αναφέρεται αναλυτικά στο "Στρατηγικόν" του Μαυρίκιου: ένα "κοντάριον" (λόγχη) που ήταν αρκετά ελαφρύ αλλά μακρύ και ο χειρισμός του γινόταν με τα δύο χέρια, ένα "σπάθιον" (μακρύ ιππικό σπαθί, απόγονος της ρωμαϊκής spatha) και ένα "τοξάριον" (τόξο) με φαρέτρα που χωρούσε 40 βέλη. Τα πλέον επίλεκτα τμήματα φορούσαν ιδιαίτερα βαρείς θώρακες και χαρακτηριζόταν "κατάφρακτοι". Και τα άλογά τους έφεραν μερική θωράκιση. Αν και δεν ήταν τόσο βαριά θωρακισμένοι όπως οι ‘κλιβανάριοι’ που δρούσαν μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα (και θα επανερχόταν αργότερα ως ‘κλιβανοφόροι’) οι κατάφρακτοι ήταν ένα τρομερό βαρύ ιππικό.
Αν και το ιππικό γενικά ήταν οπλισμένο βάσει των αυτοκρατορικών προτύπων, στο πεζικό υπήρχε μια πανσπερμία δυνάμεων, κατά κύριο λόγο μισθοφορικών, που κατά κανόνα διατηρούσαν τον οπλισμό που έφεραν και πριν την ένταξή τους σε αυτοκρατορική υπηρεσία. Το πλέον επίλεκτο σώμα την εποχή του Ηράκλειου ήταν οι Εξκουβίτορες, οι οποίοι ήταν τυπικοί δορυφόροι "σκουτάτοι", εξοπλισμένοι με ασπίδα, κράνος, δόρυ και αλυσιδωτό θώρακα. Ο Βυζαντινός στρατός διέθετε πολυάριθμα τμήματα τοξοτών και σφενδονητών, είτε γηγενών του τακτικού στρατού, είτε μισθοφόρων ή φοϊδεράτων. Γενικά ο στρατός του Βυζαντίου την περίοδο αυτή ήταν ένας ανομοιογενής στρατός αποτελούμενος από πολλά διαφορετικά στοιχεία. Μεταξύ των εθνικοτήτων που παρήλαυναν από τις τάξεις του, ήταν Έλληνες, διάφοροι μικρασιάτες, Αρμένιοι, άλλοι κάτοικοι της βαλκανικής Χερσονήσου, Σλάβοι που συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή βίαια επιστρατευμένοι, ενώ λιγότεροι ήταν οι κάτοικοι της εγγύς Ανατολής που στρατολογούνταν.  Σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, το μέγεθος του στρατού του Βυζαντίου την εποχή αυτή ήταν κάτι παραπάνω από 80.000 άνδρες, ωστόσο η πλειοψηφία αυτών ήταν απασχολημένοι σε καθήκοντα φρούρησης των εκτεταμένων συνόρων της αυτοκρατορίας. Τα μόνα στρατεύματα διαθέσιμα για εκστρατεία ήταν οι δυνάμεις που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη, όχι παραπάνω από 15.000 άνδρες την εποχή αυτή και φυσικά οι ντόπιοι επίστρατοι.

 

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ

Καθώς πλήθαιναν οι επιδρομές των Αράβων, στα τέλη του 633, ο Ηράκλειος άρχιζε να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απειλής. Αρχικά οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους φανατισμένους Άραβες ως μία ήσσονος σημασίας ‘ενόχληση’, παρότι οι Γασσανίδες προσπαθούσαν να τους καταστήσουν σαφές το μέγεθος της απειλής. Σύντομα όμως αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με έναν τρομερό νέο εχθρό. Οι δυνάμεις της Συρίας που υπερασπιζόταν την περιοχή, δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκρούσουν τους νέους εισβολείς. Ήδη τον Φεβρουάριο του 634 οι Άραβες σημείωσαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους επί των Βυζαντινών, καταστρέφοντας τη βυζαντινή στρατιά της Καισαρείας και εξοντώνοντας τον επικεφαλής της, Σέργιο. Επρόκειτο μονάχα για την πρώτη από μία σειρά ηττών που θα ακολουθούσαν. Στο μεταξύ ο Ηράκλειος, που με τα χρόνια είχε καταπονηθεί και ήταν πλέον σκιά του παλιού του ένδοξου εαυτού, σωματικά και πνευματικά, είχε μεταφέρει το στρατηγείο του στην Έμεσα (την κατοπινή Χομς) της Συρίας. Από εκεί συντόνιζε τη δράση των αυτοκρατορικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν να ανακόψουν την αραβική πλημμυρίδα. Οι Άραβες έμοιαζαν να βρίσκονται παντού την ιδια στιγμή. Έναν τέτοιο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να καταβάλλουν. Μετά από τις σημαντικές πρώτες επιτυχίες της στρατιάς που επιχειρούσε στη Συρία – 23.000 άνδρες μοιρασμένοι σε τέσσερα σώματα υπό ισάριθμους στρατηγούς – ο χαλίφης Αμπού Μπακρ διείδε μια εκπληκτική ευκαιρία για να χτυπήσει και τη δεύτερη μεγάλη δύναμη της εποχής (ήδη οι αραβικές στρατιές επιχειρούσαν στα περσικά εδάφη) και κάλεσε τον σημαντικότερο στρατηγό του, τον περίφημο Χαλίντ, ‘το σπαθί του θεού’ για τους Άραβες, να αναλάβει δράση στην περιοχή. Ο Χαλίντ, με 9.000 ιππείς, κινήθηκε ταχύτατα δια μέσου της συριακής υπαίθρου και πριν φθάσει στη μπόσρα που ήταν ο στόχος του, είχε ήδη προλάβει να εξαναγκάσει σε παράδοση μία σειρά οικισμών και είχε αποκρούσει τις δυνάμεις των Γασσανιδών συμμάχων του Βυζαντίου. Στο μεταξύ ο Ηράκλειος είχε στείλει ισχυρές δυνάμεις (περίπου 12.000 άνδρες) οι οποίοι οχυρώθηκαν στη μπόσρα. Διοικητής της βυζαντινής δύναμης ήταν ο Ρωμανός, που είχε να αντιμετωπίσει αρχικά περί τους 4.000-5.000 Άραβες που είχαν διοικητή τον Σουραμπίλ. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών συγκρούστηκαν με τους Άραβες και τους κατανίκησαν, αλλά σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, την ώρα που ετοιμαζόταν να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν, κατέφθασαν οι ιππείς του Χαλίντ με τον ίδιο επικεφαλής και ανάγκασαν τους Ρωμαίους να επιστρέψουν στο οχυρό. Όμως την επομένη οι Βυζαντινοί, πιστοί στην ελληνορωμαϊκή παράδοση της αποφασιστικής μάχης, βγήκαν ξανά από την οχυρή θέση τους και παρατάχθηκαν για μάχη. Όμως είχαν να αντιμετωπίσουν έναν τρομερό στρατηγό και μια ιδιαίτερα κινητική δύναμη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Κάποιες αραβικές πηγές αναφέρουν ότι ο αρχηγός της βυζαντινής δύναμης, Ρωμανός, μετά την ήττα ασπάστηκε το Ισλάμ και πολέμησε για λογαριασμό των Αράβων.
Μετά τη νέα αυτή ήττα, ο Ηράκλειος προσπάθησε να συγκεντρώσει τις εναπομείνασες δυνάμεις της αυτοκρατορίας στην περιοχή, ώστε να ανακόψει την προέλαση των Αράβων που φαινόταν ασταμάτητοι και άνοιγαν το δρόμο προς τη Δαμασκό με συνεχόμενες νίκες.  Ωστόσο οι δυνατότητες των Βυζαντινών να συγκεντρώσουν στρατό ήταν πλέον ελάχιστες. Μια δύναμη περί τους 10.000 έως 12.000 άνδρες συγκεντρώθηκε και βάδισε να συναντήσει τους Άραβες του Χαλίντ, που είχαν ενώσει ξανά τις στρατιές τους και διέθεταν πάνω από 20.000 άνδρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι και οι πέντε Άραβες στρατηγοί της Συρίας (Χαλίντ, Σουραμπίλ, Αλ-Ας, Γιαζίντ και Ουμπάιντα) ήταν παρόντες με τους άνδρες τους. Οι αραβικές πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 100.000 Βυζαντινούς και 32.000 Άραβες, αριθμοί που είναι εμφανώς παραφουσκωμένοι, ιδιαίτερα αυτός της βυζαντινής στρατιάς. Επικεφαλής των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος.
Η ήττα των Βυζαντινών ήταν τρομερή και το πρόχειρα συγκεντρωμένο ρωμαϊκό στράτευμα συνετρίβη και διαλύθηκε. Ο Ηράκλειος έπρεπε να αναζητήσει δυνάμεις από τις αυτοκρατορικές στρατιές της Μικράς Ασίας και της Αρμενίας για αντιμετωπίσει ξανά τους Άραβες, οι οποίοι μετά και από αυτήν τη νίκη (που επιτεύχθηκε στις 30 Ιουλίου του 634) είχαν πλέον στη διάθεσή τους ολόκληρη τη νότιο Συρία και το δρόμο προς τη Δαμασκό ανοιχτό. Την επόμενη χρονιά η Δαμασκός έπεσε και οι Άραβες έμοιαζαν ασταμάτητοι. Ο Ηράκλειος προετοίμαζε την αντίδρασή του. Ο ίδιος δεν ήταν πλέον σωματικά ικανός να ηγηθεί στρατού, ωστόσο ανέθεσε την ηγεσία της δύναμης που συγκέντρωσε στον Θεόδωρο Τριθύριο και τον Αρμένη στρατηγό  Βαάνη (Βαχάν). Σημαντική θέση στο στράτευμα είχε ένας Σασσανίδης ευγενής, ο εξελληνισμένος γιος του περίφημου Πέρση στρατηγού Σαρμπαράζ, με το όνομα Νικήτας, ενώ τις δυνάμεις των Γασσανιδών φοϊδεράτων διοικούσε ο Τζαμπάλα. Οι Βυζαντινές δυνάμεις ήταν αρκετά ισχυρές με τα μέτρα της εποχής και λαμβανομένου υπόψη των συνθηκών. Οι αραβικές πηγές αναφέρουν διάφορα νούμερα, με τη χαμηλότερη εκτίμηση να είναι περί τους 60.000 άνδρες και την υψηλότερη 240.000. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι σαφώς υπερβολικές. Οι Βυζαντινοί δεν είχαν τη δυνατότητα κινητοποίησης μιας τέτοιας δύναμης σε αυτήν τη συγκυρία. Θα έπρεπε να αφήσουν κυριολεκτικά γυμνή τη φρουρά όλων των συνόρων για να συγκεντρώσουν ένα τέτοιο στράτευμα. Οι δυνάμεις που κινήθηκαν ενάντια στους Άραβες την άνοιξη του 636 μ.Χ. αποτελούντο κατά κύριο λόγο από μία μικρή δύναμη των στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης και από στρατεύματα αποσπασμένα από τους στρατούς εκστρατείας της Ανατολής και της Αρμενίας. Η αυτοκρατορική στρατιά συμπληρώθηκε με επιτόπια στρατολογία, ενώ στο πλευρό των Βυζαντινών βρίσκονταν και 6.000 εκχριστιανισμένοι Άραβες υπό τον Τζαμπάλα. Το σύνολο της δύναμης που συγκέντρωσε ο Ηράκλειος και έστειλε στη Μ.Ανατολή για να σταματήσει τη θυελλώδη προέλαση των Αράβων, ήταν σίγουρα μεγαλύτερο από 30.000 άνδρες, με ανώτερο όριο τους 60.000. Το πιθανότερο είναι ότι ο βυζαντινός στρατός ήταν μεταξύ 35.000 και 40.000 ανδρών, μια επιβλητική δύναμη με τα μέτρα της εποχής. Απέναντί τους είχαν το σύνολο της στρατιάς της Συρίας των Αράβων, υπό τη διοίκηση του σπουδαίου στρατηγού Χαλίντ αλλά και τους υπόλοιπους στρατηγούς του χαλίφη που είχαν αντιμετωπίσει τα προηγούμενα δύο χρόνια, δηλαδή τους Ουμπαντάια, Σουραμπίλ, Αλ-Ας και Γιαζίντ. Το σύνολο της αραβικής δύναμης κατά πάσα πιθανότητα κυμαινόταν μεταξύ 26.000 και 30.000, αν και οι (αραβικές) πηγές αναφέρουν υπερδιπλάσιο αριθμό ανδρών. Κατά πάσα πιθανότητα οι Βυζαντινοί είχαν μικρή αριθμητική υπεροχή (της τάξης του 10-20%) σε σχέση με τους Άραβες αντιπάλους τους, ωστόσο αυτή η υπεροχή αντισταθμιζόταν από άλλους παράγοντες και σαφώς δεν ήταν αρκετή για να δώσει στην αυτοκρατορία τη νίκη.  Οι Άραβες μόλις έλαβαν γνώση του ερχομού της μεγάλης βυζαντινής στρατιάς, άρχισαν να υποχωρούν νότια. Αποχώρησαν από τη δαμασκό, αφού έσφαξαν όλους τους ‘Ρουμί’ (Ρωμιούς) κατοίκους της και κινήθηκαν σε περιοχές όπου η ανώτερη κινητικότητά τους, θα τους προσέδιδε τακτικό πλεονέκτημα. Τελικά, οι κινήσεις των δυνάμεων των Βυζαντινών τους έφεραν κοντά στην περιοχή της Γαβιθά, της σημερινής Τζαμπίγια. Εκεί θα δινόταν η μεγάλη μάχη για την ελληνορωμαϊκή Μέση Ανατολή.


ΕΡΙΔΕΣ

Όταν οι βυζαντινές προφυλακές αποκατέστησαν επαφή με τις προκεχωρημένες θέσεις των Αράβων και αντιλήφθηκαν ότι οι αντίπαλοί τους είχαν στρατοπεδεύσει, οι διοικητές του αυτοκρατορικού στρατεύματος έδωσαν εντολή για παύση της πορείας και διέταξαν τη δημιουργία οχυρού στρατοπέδου, όπως ήταν η ρωμαϊκή παράδοση. Η έτερη παράδοση των Ρωμαίων, που είχε δημιουργηθεί τους αιώνες της ύστερης αυτοκρατορίας, αυτή που έλεγε ότι μάχη δινόταν μόνο αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα διπλωματικά μέσα, επίσης τηρήθηκε απαρέγκλιτα: πρώτο μέλημα των Βυζαντινών ηγητόρων ήταν η εξεύρεση διπλωματικής λύσης και για το λόγο αυτό ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους Άραβες, με στόχο να πετύχουν την αποχώρησή τους από τη Συρία. Καθώς ο χαλίφης Ουμάρ, που είχε διαδεχτεί τον Αμπού Μαπκρ, δεν βρισκόταν επιτόπου, ο κύριος διαπραγματευτής από πλευράς Αράβων ήταν ο Χαλίντ. Ο σπουδαίος Άραβας στρατηγός ήταν ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Φιλοχρήματος, όχι ιδιαίτερα πιστός μουσουλμάνος (μάλιστα, υπήρξε μεγάλος αντίπαλος του Μωάμεθ την εποχή που ο προφήτης δεν είχε επικρατήσει απόλυτα) και εξαιρετικά φιλόδοξος, ο Χαλίντ απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Αμπού Μπακρ, ωστόσο δε συνέβαινε το ίδιο και με τον Ουμάρ. Ο νέος χαλίφης είχε δώσει την αρχιστρατηγία στον Ουμπάιντα, το κυριότερο προσόν του οποίου ήταν η αταλάντευτη πίστη, τόσο στο Ισλάμ όσο και στον Ουμάρ. Όμως ήταν ανεπαρκής ως στρατηγός, κάτι που γνώριζε και ο ίδιος. Για το σκοπό αυτό είχε παραχωρήσει την αρχιστρατηγία στον Χαλίντ. Παρά τις εσωτερικές διαφωνίες τους, οι Άραβες ήταν ενωμένοι σα μια γροθιά. Η προοπτική της απόκτησης αχανών νέων περιοχών, με πλούσιες πόλεις, ήταν υπερβολικά θελκτική για να τους επιτρέψει να αναλωθούν σε εσωτερικές έριδες. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε στην πλευρά των Βυζαντινών. Το στράτευμα εξαρχής είχε προβλήματα εξαιτίας της πολυπρόσωπης ηγεσίας του. Με τους δύο βασικότερους διοικητές, τον Βαάνη και τον Θεόδωρο, να έχουν πολύ κακές σχέσεις, οι οποίες αντικατόπτριζαν τις έριδες μεταξύ Ρωμιών και Αρμενίων, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν προβλήματα που έφθασαν έως και την ανοιχτή ανταρσία στις παραμονές της μάχης: ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος αποχώρησε, εξασθενώντας αποφασιστικά τη δύναμη του στρατού του Βυζαντίου. Από τις πηγές δεν διευκρινίζεται αν οι άνδρες που αποχώρησαν ήταν Αρμένιοι ή Ρωμιοί ή κάτι άλλο, ωστόσο κάποιες άλλες αναφορές ρίχνουν φως στην υπόθεση: σύμφωνα με μία τουλάχιστον πηγή, τα στρατεύματα που απέμειναν στην περιοχή της Γαβιθά και του ποταμού Γιαρμούκ (Ιερομύακας για τους Βυζαντινούς), έσπευσαν να ανακηρύξουν αυτοκράτορα τον… Βαάνη. Τηρούσαν ίσως μια άλλη πανάρχαια παράδοση των ρωμαϊκών λεγεώνων, που όταν δεν ήταν ευχαριστημένες από τον αυτοκράτορα, ανακήρυσσαν τον δικό τους. Οπότε είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι οι αποχωρήσαντες ήταν πιθανότατα Ρωμιοί και ίσως και μισθοφόροι, ενώ τα στρατεύματα της Αρμενίας θα παρέμειναν πιστά στον συμπατριώτη τους, Βαάνη. Ισως αυτή η αναφορά να είναι απλώς μια διόγκωση των αρχικών αναφορών που μιλούσαν για τις τρομερές διαφωνίες μεταξύ των Βυζαντινών διοικητών. Σε κάθε περίπτωση, κατά τα φαινόμενα οι Βυζαντινοί ετοιμάζονταν να πολεμήσουν με τους Άραβες στη μάχη που θα έκρινε την τύχη της ελληνορωμαϊκής Μέσης Ανατολής, με διαιρεμένη ηγεσία και με ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος να έχει εγκαταλείψει τη μάχη πριν ακόμη αυτή ξεκινήσει. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το στράτευμα που απέμεινε για να αντιμετωπίσει τους Άραβες στα μέσα του Αυγούστου του 636 μ.Χ. δεν ήταν μεγαλύτερο από 25.000 άνδρες.
            Ο Βαάνης, πριν ρίξει το στράτευμά του στη μάχη, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει τον Χαλίντ, προσφέροντας πλουσιότατα ανταλλάγματα και πολλά χρήματα, καθώς και τίτλους ευγενείας. Ο Χαλίντ μπορεί να ήταν φιλοχρήματος και φιλόδοξος, αλλά γνώριζε ότι αν αποδεχόταν αυτές τις προτάσεις, ξεχνούσε την προοπτική πλουσιότατης λείας από τις βυζαντινές περιοχές. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό ότι το στράτευμα δεν θα τον ακολουθούσε σε μια τέτοια κίνηση. Οι νεοφώτιστοι του Ισλάμ ήταν διαποτισμένοι από το επιθετικό πνεύμα της θρησκείας του προφήτη και προσδοκούσαν σε οφέλη τόσο σε αυτή τη ζωή, όσο και στην αιώνια ζωή στον παράδεισο του Αλλάχ. Οι προτάσεις για αναίμακτη αποχώρηση των Αράβων ήταν μοιραίο να πέσουν στο κενό. Η μάχη θα δινόταν και θα ήταν καθοριστική για το μέλλον του κόσμου.

Η ΜΑΧΗ ΞΕΚΙΝΑ

Το σκηνικό της μάχης είχε στηθεί νότια των υψωμάτων της Γαυλανίτιδας, αυτά που σήμερα είναι γνωστά ως Γκολάν. Οι Βυζαντινοί για λόγους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, είχαν απλώσει τις δυνάμεις τους σε μία τεράστια απόσταση, από τη Γαβιθά όπου εδραζόταν το αριστερό τους, έως τη Γιακούσα όπου βρισκόταν το δεξί πλευρό τους. Το τελευταίο αποτελείτο κατά κύριο λόγο από δορυφόρους σκουτάτους, οι οποίοι και θα αποτελούσαν την ‘άγκυρα’ της ρωμαϊκής παράταξης. Απέναντι από το ρωμαϊκό δεξί, το οποίο διοικούσε ο αξιωματούχος Γεώργιος και κάθετα βρισκόταν ο ποταμός Γιαρμούκ, ενώ συνολικά οι δυνάμεις του δεξιού και του κέντρου είχαν παραταχθεί κατά μήκος του Ουάντι ελ-Ρουκκάντ. Το αριστερό πλευρό των βυζαντινών ήταν μοιρασμένο σε δύο διοικήσεις, υπό έναν αξιωματούχο για τον οποίο οι πηγές αναφέρουν μόνο τον τίτλο του (Βουκινάτωρ ή Δρουγγάριος). Τη διοίκηση στο κέντρο είχε ο Βαάνης, αν και κάποιες πηγές θέλουν τον Θεόδωρο Τριθούριο επικεφαλής. Οι πηγές δεν αναφέρουν ξεκάθαρα που είχαν τοποθετηθεί οι Γασσανίδες φοϊδεράτοι, ωστόσο από κάποιες αναφορές φαίνεται ότι είχαν διαμοιραστεί στις διοικήσεις ή είχαν τηρηθεί – σε ξεχωριστές ομάδες – ως τακτική εφεδρεία.
Στην αντίπερα όχθη ο Χαλίντ είχε χωρίσει το στράτευμά του σε 36 ομάδες μάχης, τις οποίες υπήγαγε σε τέσσερις διοικήσεις. Η παράταξη των Αράβων ήταν εξίσου απλωμένη αλλά και εξίσου ασύμμετρη με αυτήν των Βυζαντινών. Το μεγαλύτερο μέρος του εξαίρετου αραβικού ιππικού είχε τηρηθεί ως εφεδρεία, ενώ οι περισσότερες από τις ομάδες του πεζικού διέθεταν καμήλες που τους επέτρεπαν να μετακινούνται ταχύτατα από το ένα σημείο του πεδίου της μάχης στο άλλο – ένα είδος πρώιμων δραγώνων δηλαδή!
            Η μάχη που θα δινόταν μεταξύ Γαβιθά και Γιαρμούκ τις επόμενες έξη μέρες, δεν θα ήταν ακριβώς μία μάχη εκ παρατάξεως, αλλά μάλλον  δεκάδες αψιμαχίες, τμημάτων από μέγεθος λίγων εκατοντάδων έως λίγων χιλιάδων ανδρών. Η περιγραφή που ακολουθεί είναι αυτή στην οποία συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές, που έχουν εντρυφήσει στις όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες αραβικές πηγές της εποχής, καθώς οι βυζαντινές πηγές έχουν ελάχιστες αναφορές στη μάχη.  Κατά τη διάρκεια της πρώτης μέρας φαίνεται ότι κατά κύριο λόγο οι συγκρούσεις ήταν περιορισμένες. Επρόκειτο κυρίως για μάχες των επίλεκτων μαχητών και αξιωματούχων κάθε πλευράς. Ο Βαάνης επιχείρησε το απόγευμα (πιθανότατα της 15ης Αυγούστου, που από πολλούς μελετητές θεωρείται η μέρα έναρξης της μάχης) μια περιορισμένη επίθεση στο κέντρο, η οποία πέτυχε να απωθήσει σε μικρή απόσταση τη γραμμή των Αράβων. Επρόκειτο μάλλον για μια αναγνωριστική επιχείρηση, ώστε ο Βαάνης να διαπιστώσει πόσο ισχυρή είναι η αντίσταση των Αράβων. Έχοντας δει αυτά που ήθελε, τη δεύτερη μέρα διέταξε επίθεση σε όλο το μέτωπο. Αν και ο συντονισμός των Βυζαντινών δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός, η ελληνορωμαϊκή στρατιωτική παράδοση έκανε θαύματα. Οι Βυζαντινοί εφάρμοσαν μια τυπική κυκλωτική προσπάθεια, καθώς το κέντρο μετά από την αρχική προώθηση σταμάτησε την κίνησή του, επιχειρώντας να αγκιστρώσει το αραβικό κέντρο, την ώρα που τα δύο ‘κέρατα’ της βυζαντινής παράταξης πίεζαν τα αντίστοιχα αραβικά. Η ορμή των Βυζαντινών, που είχαν στην πρώτη γραμμή τους επίλεκτους κατάφρακτους, έφερε αποτέλεσμα και οι Άραβες άρχισαν μια άτακτη υποχώρηση, φθάνοντας έως το στρατόπεδό τους. Μικρές δυνάμεις είχαν απομείνει να διεξάγουν έναν απελπισμένο αγώνα οπισθοφυλακών, την ώρα που οι περισσότεροι άνδρες από τα δύο ‘κέρατα’ οπισθοχωρούσαν πανικόβλητοι. Σε αυτήν την περίσταση, ήταν οι γυναίκες των μουσουλμάνων εκείνες που τους έσωσαν. Σύμφωνα με τις αραβικές περιγραφές της μάχης, καθώς οι πολεμιστές του Ισλάμ έφθαναν στο στρατόπεδό τους, ήλθαν αντιμέτωποι με έναν αντίπαλο που δεν μπορούσαν να ανατρέψουν: τις γυναίκες τους, οι οποίες με επικεφαλής τη Χιντ, κρατώντας τους στύλους πάνω στους οποίους έστηναν τις σκηνές τους, είχαν παραταχθεί αποφασισμένες να σπρώξουν τους άνδρες τους ξανά στη μάχη. Μερικές πετούσαν πέτρες και φώναζαν τους υποχωρούντες πολεμιστές ‘άνανδρους’ και ‘δειλούς’ και ‘ανάξιους για τη χάρη του Αλλάχ’, ενώ οι περισσότερες τραγουδούσαν για την τύχη που θα τις έβρισκε αν έπεφταν στα χέρια των ‘απίστων’. Μπροστά σε αυτό το εκπληκτικό θέαμα, οι Άραβες σταμάτησαν και οι αρχηγοί τους βρήκαν την ευκαιρία να τους ανασυγκροτήσουν. Με ανανεωμένη επιθετικότητα και εμψυχωμένοι από τα τραγούδια των γυναικών τους, οι Άραβες επέστρεψαν αναδιοργανωμένοι στα πλευρά της παράταξής τους και κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τη βυζαντινή προώθηση. Με μια ορμητική αντεπίθεση σταμάτησαν τους Βυζαντινούς, ενώ με την έξυπνη χρήση της ιππικής εφεδρείας του ο Χαλίντ κατόρθωσε ακόμη και να διαρρήξει πρόσκαιρα το Βυζαντινό κέντρο, δίχως όμως να κατορθώσει να εκμεταλλευτεί το ρήγμα, αφού οι Βυζαντινοί έσπευσαν να το καλύψουν ταχύτατα.
            Καθώς η κυκλωτική κίνηση είχε αποτύχει, ο Βαάνης αναζήτησε μια άλλη τακτική που θα μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα σε βάρος των Αράβων και προχώρησε στην εφαρμογή της κατά την Τρίτη μέρα των συγκρούσεων. Αυτή τη φορά επέλεξε μια σημειακή τακτική, συγκεντρώνοντας δυνάμεις απέναντι από το σημείο όπου συνδεόταν το κέντρο με το δεξί των Αράβων. Τυχόν διάρρηξη του μετώπου των μουσουλμάνων σε αυτό το σημείο, θα προσέφερε στους Βυζαντινούς μια έξοχη ευκαιρία για να εισέλθουν στο ρήγμα και να καταστρέψουν το αραβικό στράτευμα. Η δύναμη που θα αναλάμβανε το έργο της διάρρηξης της μουσουλμανικής παράταξης ήταν κυρίως Σλάβοι μισθοφόροι, που θεωρούντο ‘αναλώσιμοι’.  Πραγματικά, για δεύτερη συνεχόμενη μέρα η αραβική παράταξη κλονίστηκε και οι μουσουλμάνοι διοικητές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποχωρήσουν. Η υποχώρηση κόντεψε να εξελιχτεί ξανά σε άτακτη φυγή, όμως σύντομα το μουσουλμανικό στράτευμα είχε αναδιοργανωθεί. Η ιππική εφεδρεία του Χαλίντ, με τον ίδιο επικεφαλής, έπαιξε ξανά καθοριστικό ρόλο: επιτέθηκε στο κέντρο των Βυζαντινών, καθηλώνοντάς το και αποσοβώντας την εκμετάλλευση του ρήγματος που είχε προκληθεί. Ταυτόχρονα, το σύνολο των δυνάμεων του αραβικού αριστερού  που είχε υποχωρήσει μαζί με το μισό σχεδόν κέντρο, επέστρεψε και εκτέλεσε μια σφοδρότατη αντεπίθεση. Ήταν η σκληρότερη μάχη ολόκληρης της σύγκρουσης, με πολλές εκατοντάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Όμως καθώς βράδιαζε καμιά από τις δύο στρατιές δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την αποφασιστική υπεροχή και η μάχη διακόπηκε.
Την επόμενη μέρα ο Βαάνης αποφάσισε να επιμείνει στο σχέδιο της προηγούμενης μέρας, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να αναδιατάξει τις δυνάμεις του για να σφίξει τον κλοιό γύρω από τους Άραβες αντιπάλους του. Όμως καθώς οι δυνάμεις του κινούνταν για να λάβουν τις νέες θέσεις μάχης τους, επήλθε η καταστροφή: ένα μεγάλο τμήμα ιππικού που αποτελείτο από χριστιανούς Άραβες, κυρίως Λαχμίδες και Ιδουμαίοι αλλά και λίγοι Γασσανίδες, αποκόπηκε από το κύριο σώμα του βυζαντινού στρατού και βρέθηκε αντιμέτωπο με το σύνολο της ιππικής εφεδρείας του Χαλίντ. Μετά από κάποιες αψιμαχίες, οι Άραβες συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και οι Βυζαντινοί φοϊδεράτοι προσχώρησαν μαζικά στον Χαλίντ. Η απώλεια αυτού του ιππικού σώματος, που ήταν ιδιαίτερα κινητικό και πολεμούσε με τακτικές παρόμοιες με αυτές των ανδρών του Χαλίντ, ήταν μοιραία. Όχι μόνο από τακτικής απόψεως, αλλά κυρίως για λόγους ηθικού. Όταν έγινε γνωστή στο υπόλοιπο βυζαντινό στράτευμα η προδοσία των Αράβων συμμάχων, το ήδη προβληματικό ηθικό του στρατεύματος, καταρρακώθηκε. Το πόσο καταστροφική ήταν η προσχώρηση των χριστιανών Αράβων στους μουσουλμάνους ομόφυλούς τους, φάνηκε όταν μια ομάδα ιππέων του Ισλάμ, καθοδηγούμενη από τους αυτομολήσαντες, κατέλαβε τη ρωμαϊκή γέφυρα στο ουάντι (χείμαρρο) Ρουκκάντ. Επρόκειτο για τη γέφυρα που ήταν η κύρια οδός υποχώρησης του βυζαντινού κέντρου και η είδηση της απώλειάς της, σκόρπισε την απελπισία στα ήδη καταπονημένα στρατεύματα. Οι τύχες της μάχης είχαν αρχίσει να αντιστρέφονται και αυτό που αρχικά φαινόταν ότι θα αποτελούσε ένα μεγάλο θρίαμβο για τους Βυζαντινούς, τώρα ήταν μια μάχη με αβέβαιο τέλος.


ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΗΤΤΑ

Ο Χαλίντ είχε κατορθώσει να ανατρέψει την αρχικά δυσμενή κατάσταση και τώρα είχε το τακτικό πλεονέκτημα. Είχε ενισχύσει τις δυνάμεις του με τους ικανούς συμπατριώτες του ιππείς που πολεμούσαν για τους  Βυζαντινούς, είχε αποκόψει την κύρια γραμμή υποχώρησης των τελευταίων και διέθετε πλέον την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων. Ήταν αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί αυτά τα πλεονεκτήματα και να πετύχει μια μεγάλη νίκη.
Παρόλα αυτά οι μάχες της τέταρτης μέρας δεν ήταν ευνοϊκές για τους Άραβες. Οι Βζυαντινοί, διατηρώντας με νύχια και με δόντια τη συνοχή των αποθαρρυμένων μονάδων τους, είχαν καταφέρει σημαντικά πλήγματα στην παράταξη των Αράβων, ωθώντας μάλιστα αρκετές μονάδες τους στη υποχώρηση. Ωστόσο το βυζαντινό ιππικό πλέον δεν επαρκούσε και η συνεχής κίνησή του καταπονούσε ιππείς και άλογα. Οι ελαφρύτεροι και πιο κινητικοί Άραβες ιππείς κατόρθωναν να αποκόβουν μικρά τμήματα Βυζαντινών ιππέων και να τους εξοντώνουν, στερώντας από το πεζικό την απαραίτητη κάλυψη του ιππικού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με το ηθικό των Βυζαντινών να έχει πέσει στο ναδίρ, ο Βαάνης προσπάθησε για μία ύστατη φορά να έλθει σε συνεννόηση με τους Άραβες. Έχοντας υποφέρει μεγάλες απώλειες κατά τις προηγούμενες ημέρες, ο Ουμπάιντα ήταν έτοιμος να ενδώσει στις προτάσεις ανακωχής και να αποχωρήσει, αλλά ο Χαλίντ που γνώριζε ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου η συντριβή των Βυζαντινών, με την αποφασιστική στάση του τον απέτρεψε. Την ίδια νύχτα ο Άραβας πολέμαρχος Ζαρράρ, που ήταν ο ίδιος που είχε καταφέρει να καταλάβει τη γέφυρα στο Ρουκκάντ, πέτυχε άλλο ένα αποφασιστικής σημασίας πλήγμα ενάντια στους Ρωμιούς, καταλαμβάνοντας το στρατόπεδο της Γιακούσα. Καθώς ξημέρωνε η έκτη μέρα της μάχης, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν το φάσμα της ολοκληρωτικής ήττας. Οι προμήθειές τους εξαντλούντο, το στρατόπεδο τους είχε καταληφθεί και η κύρια οδός διαφυγής είχε αποκοπεί. Επίσης, οι Άραβες είχαν ενισχυθεί με πολυάριθμους αυτόμολους συμπατριώτες τους που είχαν αποσκιρτήσει από τις τάξεις τους. Όλα έδειχναν ότι επίκειται μια τρομερή ήττα των Βυζαντινών και ο Χαλίντ ήταν απολύτως αποφασισμένος να κάνει ότι χρειαζόταν για να το πετύχει. Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, διέταξε επίθεση σε όλο το μέτωπο, συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων που είχαν υπερκεράσει το βυζαντινό αριστερό. Την ώρα της μεγάλης επίθεσης των Αράβων, σύμφωνα με μια παράδοση που διασώζει ο Θεοφάνης, μια τρομερή αμμοθύελλα τύφλωσε τους Ρωμιούς, χτυπώντας τους κατά μέτωπο. Μέσα από την αμμοθύελλα, ίδιοι δαίμονες, ξεπρόβαλλαν οι αλαλάζοντες πολεμιστές του Ισλάμ, αποφασισμένοι να τελειώνουν μια και καλή με τους ‘άπιστους’. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια τρομερή μάχη, όμως όλα τα δεδομένα πλέον ήταν ενάντια στους Βυζαντινούς. Εχοντας σχηματίσει ένα μεγάλο σώμα ιππικού, από 8.000 περίπου άνδρες, ο Χαλίντ διέσπασε με ευκολία την άμυνα των Βυζαντινών, αποκόβοντας τις διοικήσεις και εκθέτοντας τα πλευρά των παρατάξεων των Ρωμιών. Σύντομα οι τελευταίοι άρχισαν να υποχωρούν, προσπαθώντας να περισώσουν ότι ήταν δυνατό. Όμως η υποχώρηση ήταν ακόμη δυσκολότερη από τη μάχη. Κάποιες μικρές ομάδες Βυζαντινών που αποκόπηκαν, προσπάθησαν να παραδοθούν στους Άραβες, όμως βρήκαν το θάνατο: οι πολεμιστές του Ισλάμ είχαν εντολές να μην συλλάβουν αιχμαλώτους. Η σφαγή ήταν τρομερή και το βυζαντινό στράτευμα έχασε χιλιάδες άνδρες κατά τη διάρκεια της προσπάθειας για υποχώρηση. Κάποια τμήματα κατόρθωσαν να οπισθοχωρήσουν συντεταγμένα και να απομακρυνθούν από την παγίδα θανάτου που είχαν στήσει οι Άραβες. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων που υποχώρησαν, με τον Βαάνη διοικητή, κατευθύνθηκε προς τη Δαμασκό, ενώ άλλα τμήματα σκόρπισαν στις γύρω περιοχές. Οι περισσότεροι Βυζαντινοί διοικητές, ο Γεώργιος και ο Θεόδωρος, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, ενώ αντίθετα διέφυγαν ο Τζαμπάλα με όσους από τους άνδρες του του είχαν απομείνει και ο Πέρσης Νικήτας. Ο Βαάνης σκοτώθηκε αργότερα, όταν ο Χαλίντ πρόλαβε τους υποχωρούντες Βυζαντινούς κοντά στη Δαμασκό και τους προκάλεσε ακόμη περισσότερες απώλειες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Τζαμπάλα λίγο καιρό αργότερα προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τους μουσουλμάνους συμπατριώτες του, όμως καθώς αυτό δεν στάθηκε δυνατό, πήρε ολόκληρη τη φυλή του και μετοίκησε σε βυζαντινά εδάφη. 
Το σύνολο των βυζαντινών απωλειών δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί. Θα ήταν όμως ασφαλές να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον το μισό από το στράτευμα που έλαβε μέρος στις μάχες (καθώς ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος είχε ήδη αποχωρήσει) εξοντώθηκε στην τελική έφοδο καθώς και στην καταδίωξη που ακολούθησε έως και τη Δαμασκό. Δηλαδή οι βυζαντινές απώλειες θα πρέπει να ξεπέρασαν τους 10.000 άνδρες, ίσως και να έφθασαν τους 15.000, την ώρα που οι Άραβες έχασαν περί τους 4.500 άνδρες – οι περισσότεροι εκ των οποίων σκοτώθηκαν στις φοβερές μάχες της δεύτερης και τρίτης μέρας.  Όμως πολύ χειρότερες από τις ανθρώπινες απώλειες, ήταν οι συνέπειες συνολικά για τη βυζαντινή Μέση Ανατολή: ολόκληρη η Συρία και η Παλαιστίνη πέρασαν στην κυριαρχία του χαλιφάτου και ουδέποτε ανακτήθηκαν από τους Βυζαντινούς. Πολύ σύντομα την ιδια τύχη θα είχε και η Αίγυπτος. Η ημισέληνος είχε βγει από την αραβική χερσόνησο και είχε αποκτήσει ένα ευρύτατο προγεφύρωμα στη Μέση Ανατολή. Θα ακολουθούσε λίγους μήνες μετά η σασσανιδική Μεσοποταμία, ενώ σε λιγότερο από ένα χρόνο το σύνολο της επικράτειας των Σασσανιδών θα περνούσε στο χαλιφάτο. Η ήττα στη Γαβιθά-Γιαρμούκ άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, αφού το Ισλάμ με την απόκτηση εκτεταμένων (πλούσιων) εδαφών από το Βυζάντιο, γινόταν πανίσχυρο. Σύντομα οι πολεμιστές της πίστης θα έφθαναν στις εσχατιές της Ασίας, στα Πυρηναία που χωρίζουν την Ιβηρική από την κυρίως Ευρώπη αλλά και στις ίδιες της πύλες της Βασιλεύουσας, όπου αποκρούστηκαν αποφασιστικά.
             


Βιβλιογραφία

Θεοφάνης ο Εξομολογητής, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Τζων Χάλντον, ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα 2001
Y. Ley , WAR AND SOCIETY IN THE EASTERN MEDITERANEAN, 7th – 15th C. Λέιντεν, 1996
D. Nicolle – A. McBride, ARMIES OF ISLAM, 7th – 11th C. Osprey, Λονδίνο 1982
H. Kennedy, THE BYZANTINE AND EARLY ISLAMIC NEAR EAST, Ashgate Publishing, Λονδίνο 2006
H. Kennedy,  THE GREAT ARAB CONQUESTS: HOW THE SPREAD OF ISLAM CHANGED THE WORLD WE LIVE IN, Weidenfeld & Nicolson. Λονδίνο 2007
I. Shahid, BYZANTIUM AND THE SEMITIC ORIENT BEFORE THE RISE OF ISLAM, Λονδίνο 1988.