Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Η οικονομία του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα




Μια προσέγγιση της στρατιωτικής ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας μέσα από το πρίσμα της οικονομίας της εποχής - δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία την άνοιξη του 2009



Όταν ο Ηράκλειτος διαπίστωνε ότι «πόλεμος πατήρ πάντων εστί», δεν εξέφραζε μία άποψη περιθωριακή ή ακραία. Μάλλον διατύπωνε αυτό που για τους περισσότερους Έλληνες ήταν δεδομένο: ο πόλεμος ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους και η μάχη αναπόδραστη μοίρα της ζωής του μέσου πολίτη. Με δεδομένη αυτήν την αδιάρρηκτη σχέση της αρχαίας κοινωνίας και του πολέμου, φυσική συνέχεια θα ήταν μια διερεύνηση της σχέσης του πολέμου με την οικονομία των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών.

Η βασική παραδοχή ότι ο πόλεμος είναι τόσο αρχαίος όσο και οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Σοβαρός αντίλογος δεν μπορεί να υπάρξει, παρά τις προσπάθειες κάποιων μελετητών να παρουσιάσουν ως απόλυτα «ειρηνικές κοινωνίες» αυτές των τροφοσυλλεκτών ή και αγροτών στην αυγή της ανθρώπινης προϊστορίας. Ακόμη και σε αυτές τις κοινωνίες υπάρχει η βασική προϋπόθεση του πολέμου, δηλαδή η ανεπάρκεια πόρων και η άνιση κατανομή αυτών. Φυσικά η κλίμακα και η ένταση της βίας (που έχει σχέση και με τις ανοχές της εκάστοτε κοινωνίας) διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή, ωστόσο η βασική αρχή δεν αμφισβητείται: από τη στιγμή που επήλθε κοινωνική οργάνωση και ακολούθως κοινωνική διαστρωμάτωση, ο πόλεμος αποτελεί έναν διαρκή σύντροφο της ανθρωπότητας.
Στην αρχαία Ελλάδα ο πόλεμος αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας και είχε τις ρίζες του στην ίδια την οργάνωση των πόλεων-κρατών. Τα ιδιότυπα στοιχεία αυτού του πολέμου, όπως λ.χ. το ότι το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας της πόλης είχε ανάμιξη στην πολεμική προσπάθεια, διαφοροποιούσαν το «μοντέλο» πολέμου της προκλασσικής και κλασσικής Ελλάδας, από παλιότερες εποχές, όπως ήταν η μυκηναϊκή και οι «σκοτεινοί αιώνες». Σε αυτές τις παλιότερες εποχές, ο πόλεμος ήταν κατά βάση υπόθεση των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των πολεμικών ελίτ της κάθε κοινωνίας.
Η πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών και όχι μόνο εκείνων που ακολουθούν υλιστικά μοντέλα ερμηνείας της ιστορίας, αναγνωρίζουν ότι γενεσιουργός αιτία του πολέμου είναι η οικονομία. Για την ακρίβεια, καθώς μιλάμε για κοινωνίες της προκλασσικής Ελλάδας, οι οικονομικές ανάγκες που οδηγούσαν στον πόλεμο (ο οποίος μπορεί να οριστεί ως η ένοπλη αντιπαράθεση μίας κοινότητας με μία άλλη) ήταν κυρίως η κατοχή γης, η διαρπαγή μέσων παραγωγής και αγαθών και η εξουδετέρωση πιθανών εμπορικών ανταγωνιστών. Στην περίοδο που ακολούθησε τη μυκηναϊκή εποχή, όταν η οικονομία του ελληνικού χώρου απλοποιήθηκε σημαντικά (αφού εξέλιπαν οι οργανωμένες κρατικές οντότητες του μυκηναϊκού κόσμου) τα κίνητρα μπορεί να ήταν ιδιαζόντως «ταπεινά»: το κυρίαρχο στην ελληνική μυθολογία μοτίβο της αρπαγής βοδιών, μπορεί να θυμίζει τη ζωοκλοπή - που άλλωστε που μέχρι και πρόσφατα αποτελούσε «εθιμική» πρακτική σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας,. Ωστόσο στη γεωμετρική εποχή θα πρέπει να ήταν μία από τις κυριότερες αιτίες πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των κοινοτήτων που αργότερα εξελίχθηκαν στις πόλεις-κράτη. Μια συνέχεια αυτής της πρακτικής διαρπαγής, ήταν στους κατοπινούς αιώνες (αλλά και σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία) η πειρατεία.
 
Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή, όταν οι κοινότητες άρχισαν να μεγαλώνουν, να οργανώνονται καλύτερα και να διεκδικούν για μία ακόμη φορά μια καλύτερη μοίρα, ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν συνεχείς προστριβές μεταξύ τους. Αιτία ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανεπάρκεια των πόρων και η ίδια η φύση των ελληνικών πόλεων-κρατών. Όπως διαπιστώνει και ο Γ. Σταϊνχάουερ στο «Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα», οι αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη «ήταν μικρές αγροτικές και κτηνοτροφικές ενότητες, χωρίς αυτάρκεια και τόσο στριμωγμένες στα στενά τους σύνορα, ώστε να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς προστριβές μεταξύ των».

Αυτό είναι απόλυτα ακριβές, αν σκεφτούμε την έκταση των μικροσκοπικών κρατικών οντοτήτων και τα πληθυσμιακά μεγέθη τους. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κρατική οντότητα ήταν η Σπάρτη, που είχε έκταση μόλις 5.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μαζί με την κατεχόμενη Μεσσηνία. Παρομοίως, η πληθυσμιακά μεγαλύτερη ελληνική πόλη, η Αθήνα, στην ακμή της είχε περίπου 40 έως 50.000 πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο συνολικός πληθυσμός της Αττικής (μαζί με τις γυναίκες, τους δούλους, τους μέτοικους και άλλες κατηγορίες κατοίκων χωρίς δικαιώματα) ήταν περίπου πέντε ή έξη φορές αυτός ο αριθμός.  Οι άλλες ελληνικές μητροπόλεις έχουν πολύ μικρότερο αριθμό πολιτών. Συρακούσες και Άργος ουδέποτε ξεπέρασαν τις 25.000 πολιτών, Κόρινθος, Κέρκυρα, Θήβα, Κρότων και άλλες μεγάλες πόλεις έφθαναν μετά βίας τις 11-12.000 στην καλύτερη εποχή τους. Η Σπάρτη ουδέποτε είχε πάνω από 6.000 πολίτες και στην πραγματικότητα ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα είχε λιγότερους από 3.000, αλλά αυτή είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση.

Οπότε αυτές οι μικρές και επί της ουσίας αδύναμες κοινότητες, για να κατορθώσουν να επιβιώσουν και να επεκταθούν σε ένα περιβάλλον δύσκολο και μια γη που δεν ήταν ιδιαιτέρως πλούσια, είχαν απόλυτη ανάγκη από το να επωφελούνται των πόρων των γειτόνων τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος αποτελούσε την πλέον πρόσφορη μέθοδο ώστε μία κοινότητα (πόλη) να εξασφαλίσει την επιβίωση και μεγέθυνσή της. Είτε αποκτώντας εδάφη που ανήκαν σε μια γειτονική κοινότητα (εκατοντάδες οι πόλεμοι που διεξήχθησαν, ιδιαίτερα στην αρχαϊκή εποχή, για διαφιλονικούμενα εδάφη) είτε αποκομίζοντας κινητά αγαθά (κτηνοτροφικό κεφάλαιο, διάφορα πολεμικά λάφυρα, δούλους ή οτιδήποτε άλλο) είτε για να θέσει υπό τον έλεγχό της την αντίπαλο πόλη. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι αντίπαλες κοινότητες υποδουλώνονταν (όπως λ.χ. έγινε στη Μεσσηνία, όταν κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες) όμως συνήθως η ήττα δεν σήμαινε και αφανισμό, απλώς περιορισμό των φιλοδοξιών της ηττημένης πόλης, απώλεια κάποιου εύφορου κάμπου και αποδοχή μειωτικών όρων που επέβαλλε η νικήτρια δύναμη.
Με την εξέλιξη των πόλεων και της οργάνωσής τους, οι αιτίες πολέμου έγιναν πιο περίπλοκες. Η αρπαγή γης περιορίστηκε και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις μαθαίνουμε για κατάκτηση μιας περιοχής και εγκατάστασης εποίκων. Η αρπαγή αγαθών βεβαίως δεν σταμάτησε, ιδιαίτερα μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων ελληνικών πόλεων.


ΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι πολίτες-στρατιώτες επωμίζονταν ένα σημαντικό μέρος του κόστους του πολέμου. Το κύριο και βασικό έξοδο στο οποίο υποβαλλόταν κάθε πολεμιστής (με την εξαίρεση των κωπηλατών του αθηναϊκού στόλου και ενδεχομένως και κάποιων μόνιμων μισθοφορικών σωμάτων) ήταν η προμήθεια της πανοπλίας και των όπλων του.
Άλλωστε, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του πολίτη, ήταν και η θέση που θα λάμβανε στο στράτευμα της πόλης του. Αν είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί την οπλιτική πανοπλία – αρκετά ακριβή, με τα μέτρα της εποχής, αλλά όχι τόσο ώστε να αποτελεί προνόμιο των πλουσίων – τότε η θέση του ήταν στην φάλαγγα των οπλιτών. Ένας περισσότερο εύπορος πολίτης, ιδιαίτερα κτηματίας (καθώς αυτοί συχνά ήταν και εκτροφείς αλόγων) θα συμμετείχε στο στράτευμα ως ιππέας. Ένας φτωχός πολίτης, που δεν είχε τη δυνατότητα προμήθειας παρά των στοιχειωδών, μερικών ακοντίων και μιας ασπίδας, είδη που συχνά χρησιμοποιούνταν και στο κυνήγι, θα υπηρετούσε ως ψιλός. Σε ορισμένες πόλεις οι πτωχότεροι όλων, όχι μόνο δεν συνεισέφεραν οικονομικά στην πολεμική προσπάθεια, αλλά αντίθετα πληρώνονταν για τη συμμετοχή τους (λ.χ. ως κωπηλάτες στις τριήρεις, όπως συνέβαινε στην Αθήνα).
Καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο της συμμετοχής του πολίτη στην πολεμική προσπάθεια της πόλης του , ήταν η οικονομική του επιφάνεια. Και ανάλογη με την οικονομική δυνατότητα, ήταν και η συμμετοχή του στις δαπάνες του πολέμου. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των δαπανών που δεν αφορούσαν στον ατομικό οπλισμό του κάθε πολίτη, το επωμιζόταν η πολιτεία. Ακόμη και όσον αφορά στον ατομικό οπλισμό, σε ορισμένες πόλεις και περιστάσεις το κόστος φαίνεται ότι καλυπτόταν από την πόλη. Τέτοια είναι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η περίπτωση της Σπάρτης.

Η εικόνα που έχουμε για το συνολικό κόστος του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα είναι σήμερα συγκεχυμένη, παρά τα αρκετά σχετικά ψηφίσματα που έχουν επιβιώσει έως τις μέρες μας. Η πλειονότητα αυτών των ψηφισμάτων προέρχονται βέβαια από την Αθήνα, την οποία αναγκαστικά θα πρέπει να θεωρήσουμε ως τυπικό παράδειγμα στους υπολογισμούς που θα κάνουμε.  Στην πραγματικότητα και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μία συγκεχυμένη εικόνα των δαπανών του πολέμου.
Η πολιτεία για να εξασφαλίσει τα χρήματα που απαιτούνται για την πολεμική προσπάθεια, είχε στη διάθεσή της διάφορους τρόπους εξεύρεσης πόρων. Συνήθως, οι δαπάνες καλύπτονταν από την τακτική και έκτακτη φορολογία, από ειδικές εισφορές αλλά και από άλλες πηγές, περισσότερο ή λιγότερο προφανείς. Σε εκστρατεία, αναμενόταν από τους στρατηγούς να βρουν τρόπους για να καλύψουν τις δαπάνες του στρατεύματος, συμπεριλαμβανόμενων των εξόδων σίτισης, των μισθών και όποιας άλλης δαπάνης ανέκυπτε. Ο Δήμος σπάνια ενέκρινε επαρκή ποσά για τις επιχειρήσεις, κάτι που οδηγούσε σε πλείστες όσες παρενέργειες Σύνηθες ήταν το φαινόμενο οι στρατηγοί να οδηγούν το στρατό σε λαφυραγωγία, να απειλούν ουδέτερες πόλεις με επίθεση, ή να μετέρχονται ωμών εκβιασμών και άλλων ανορθόδοξων μεθόδων, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα χρήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις βρίσκουμε τους κωπηλάτες του αθηναϊκού στόλου να …εργάζονται για να καλύψουν τις δαπάνες τους, όπως συνέβη στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης είναι ισχυροί ηγεμόνες, Έλληνες ή συνηθέστερα βάρβαροι, που καλύπτουν τα έξοδα ενός στρατεύματος ή αποτελούν χορηγούς της δημιουργίας του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης, όπου η χορηγία ενός «βαρβάρου» είναι καθοριστική για τη δημιουργία ενός στρατεύματος, είναι η ανάπτυξη του σπαρτιατικού στόλου από το Λύσσανδρο στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου, με την χορηγία του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη.
Σε παρόμοιες περιστάσεις συναπτόταν συμβόλαια με συγκεκριμένους όρους και υποχρεώσεις για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη. Και από αυτήν την άποψη, η βοήθεια που προσέφερε ο Τισσαφέρνης προς την Σπάρτη, είναι χαρακτηριστική αυτής της πρακτικής. Ωστόσο οι Σπαρτιάτες παρέβησαν τη συμφωνία, η οποία προέβλεπε (΄ή τουλάχιστον αυτό είχαν πιστεψει οι Πέρσες) την απόδοση των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας στα χέρια του Τισσαφέρνη. Συχνά σε παρόμοιους διακανονισμούς, τυχόν παραπέρα διαπραγματεύσεις επί των αρχικών όρων του συμβολαίου, ήταν δυνατό να αποφέρουν ακόμη περισσότερα έσοδα. Στην περίπτωση του Λύσανδρου, οι συνομιλίες του με τον Κύρο, του έδωσαν τη δυνατότητα να αποκομίσει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ότι είχε συμφωνηθεί αρχικά και να καταστήσει έτσι την σπαρτιατική θαλάσσια δύναμη ικανή να κατατροπώσει την αντίστοιχη αθηναϊκή.
Με δεδομένο ότι η οργάνωση των ελληνικών πόλεων κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου, αφορούσε σε συμμαχίες και «κοινά» (συνομοσπονδίες) αξίζει να δούμε το οικονομικό μέρος μερικών τέτοιων συμμαχιών, ξεκινώντας από το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα του είδους, την Αθηναϊκή Συμμαχία.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ

Η ανάπτυξη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που ήταν η βασική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου, είναι μια περίπτωση όπου φαίνεται ανάγλυφα η νέα οικονομική πραγματικότητα του πολέμου της κλασσικής εποχής. Η ίδια η Συμμαχία έφερε στους Αθηναίους τα οφέλη που θα προσπορίζονταν με ολόκληρη σειρά πολέμων, αφού οικειοποιήθηκαν μεγάλο μέρος του πλεονάσματος της παραγωγής των υπόλοιπων πόλεων που μετείχαν σε αυτήν. Η υπέρμετρη αύξηση της δύναμης των Αθηνών συνέπεια αυτής της διευθέτησης, προκάλεσε την αντίδραση της Σπάρτης, η οποία αισθανόταν να απειλείται η ίδια η ύπαρξή της. Αναλυτικότερα θα δούμε τα οικονομικά μεγέθη της συμμαχίας στην συνέχεια.
Ουσιαστικά, η Αθήνα εξελίχτηκε σε πραγματική υπερδύναμη, κυρίως εκμεταλλευόμενη τα έσοδα από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. 

Όπως καθορίστηκε μετά τα Μηδικά, η Αθήνα αναλάμβανε να δημιουργήσει ένα δίκτυο προστασίας για τις ελληνικές πόλεις, με τη δημιουργία ενός ‘Συνεδρίου’. Βάσει της συμφωνίας οι πόλεις που θα μετείχαν σε αυτήν θα συνεισέφεραν είτε σε είδος (έναν αριθμό τριήρεων) είτε σε χρήμα. Εισφορά σε είδος επιβλήθηκε ουσιαστικά σε ελάχιστες από τις πόλεις που μετείχαν: στις πόλεις της Μυτιλήνης, στην Χίο και στην Σάμο και σε λίγες ακόμη. Οι υπόλοιπες, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμάχων, θα συνεισέφεραν στο κοινό ταμείο, που είχε την έδρα του στην Δήλο, ένα χρηματικό ποσό. Ο αριθμός των συμμαχικών πόλεων ήταν εξαιρετικά μεγάλος: στους Καταλόγους Αθηναϊκού Φόρου του 453 π.Χ. καταγράφονται ούτε λίγο ούτε πολύ 248 μέλη της Συμμαχίας! Οι περισσότερες πόλεις, που ήταν αρκετά μικρές, δεν πλήρωναν πάνω από ένα τάλαντο ετησίως. Όμως ακόμη και αυτή η επιβάρυνση για κάποιες εξ αυτών ήταν δυσβάστακτη. Ακόμη πιο δυσάρεστη για τους συμμάχους ήταν η τάση της Αθήνας να συμπεριφέρεται ως ηγεμών τους και όχι ως σύμμαχος. Εξαρχής η Αθήνα είχε ηγεμονικό ρόλο και πράγματι, η Δηλιακή Συμμαχία ήταν το αντίβαρο στην ισχυρότατη Πελοποννησιακή Συμμαχία, όπου κυριαρχούσαν οι Σπαρτιάτες.

Τα τελευταία προσχήματα καταρρίφθηκαν το 454, όταν οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας στην Αθήνα, αποκτώντας έτσι τον απόλυτο έλεγχό του. Στο εξής, οι εισφορές θα ήταν προς την Αθήνα και θα χρησιμοποιούνταν από τους Αθηναίους κατά το δοκούν: όχι μόνο για να συνεχίσουν να συντηρούν τον πανίσχυρό στόλο τους, που θεωρητικά ήταν η εγγύηση προς τους συμμάχους τους, αλλά και για να κοσμήσουν την πόλη με μνημεία εξαιρετικού κάλλους και δυσθεώρητου κόστους.
Μετά τη μεταφορά του ταμείου από την Δήλο στην Αθήνα, οι Αθηναίοι θα εκτιμούν βάσει δικών τους κριτηρίων το ύψος της εισφοράς που θα πρέπει να καταβάλλει κάθε σύμμαχος. Ο υπολογισμός της εισφοράς γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, τη χρονιά των Μεγάλων Παναθηναίων. Στην τετραετία που ακολουθεί, κάθε χρόνο, η Βουλή καταγράφει τις εισφορές και παραδίδει στην Εκκλησία του Δήμου τον κατάλογο των πόλεων που ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους αλλά και εκείνων που δεν έχουν εξοφλήσει την οφειλή τους. Όταν η Δηλιακή Συμμαχία μετατράπηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, οι Αθηναίοι δεν δίσταζαν με ένοπλες επεμβάσεις να «πείθουν» τους «συμμάχους» τους να καταβάλλουν τα οφειλόμενα.

Ιδιαίτερη πρόνοια λάμβαναν οι Αθηναίοι ώστε να μην παρατηρούνται φαινόμενα κατάχρησης του φόρου. Λ.χ. διαβάζουμε στο διάταγμα του Κλεινία από το 448 π.Χ. ότι είχε προβλεφθεί η δημιουργία ειδικών σφραγίδων και συμβόλων για χρήση μόνο στην διαδικασία της είσπραξης του συμμαχικού φόρου. Η διαδικασία ήταν αυτή: η πόλη που έστελνε το φόρο, έγραφε σε πινακίδα το ποσό που κατέβαλλε και αφού τη σφράγιζε με το ειδικό σύμβολο που είχε οριστεί για αυτήν την πόλη,  την απέστειλε μαζί με το φόρο στην Αθήνα. Οι εισπράκτορες μαζί με τον φόρο που κατέθεταν στο κοινό ταμείο, προσκόμιζαν και την πινακίδα. Αν υπήρχε διαφορά μεταξύ του ποσού που κατέθεταν και αυτού που αναγραφόταν στην πινακίδα, οι εισπράκτορες ήταν υπόλογοι για την απώλεια.
Η διαδικασία της είσπραξης ολοκληρωνόταν κάθε χρόνο πριν τα Διονύσια και στη συνέχεια οι πρυτάνεις συγκαλούσαν συνέλευση όπου οι υπεύθυνοι για την διαχείριση του συμμαχικού φόρου, οι ελληνοταμίες, παρουσίαζαν στους συμπολίτες τους τον κατάλογο των πόλεων που υπήρξαν συνεπείς στην καταβολή της εισφοράς αλλά και εκείνων που συνεχίζουν να την καθυστερούν. Το τυπικό της διαδικασίας επέβαλλε η Αθήνα να στείλει σε κάθε πόλη που πλήρωσε την εισφορά της μια αντιπροσωπεία εκ τεσσάρων πολιτών, οι οποίοι βεβαίωναν την είσπραξη του φόρου. Η ίδια αντιπροσωπεία μετέβαινε και σε εκείνες τις πόλεις που κωλυσιεργούσαν και δεν εξοφλούσαν τα συμμαχικά, για να ζητήσουν τα οφειλόμενα.
Ποια ήταν όμως τα ποσά που εισέπραττε η Αθήνα από τους συμμάχους; Από τα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι το ποσό δεν ήταν σταθερό αλλά παρουσίαζα μεγάλες διακυμάνσεις, ακόμη και από έτος σε έτος.

Η πρώτη σχετική αναφορά χρονολογείται από το 477 π.Χ. και μιλά για 460 τάλαντα ετησίως. Για τη συνέχεια τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα, αφού λ.χ. για τη διετία 454-3 π.Χ., οι εκτιμήσεις ξεκινούν από τα 260 τάλαντα και φθάνουν στα 406. Λίγα χρόνια αργότερα, το 441 π.Χ., οι υποχρεώσεις των συμμάχων φθάνουν τα 407 τάλαντα, ενώ το 431 π.Χ. το ποσό έχει αυξηθεί στα περίπου 600 τάλαντα. Είναι η εποχή που ο Περικλής, καθώς παροτρύνει τους συμπατριώτες του ενόψει του πολέμου με την Σπάρτη, αναφέρει κατ’ επανάληψη τις οικονομικές δυνατότητες της Αθήνας και υπογραμμίζει ότι η πόλη έχει ετησίως εισφορές 600 τάλαντα από τους συμμάχους της. Ακόμη αναφέρει ότι στην Ακρόπολη ήταν αποθηκευμένα νομίσματα αξίας 6.000 ταλάντων, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή. Αντίθετα, οι Σπαρτιάτες, τονίζει ο Περικλής, έχουν «δεμένα τα χέρια τους από την έλλειψη χρημάτων, αφού αναγκαστικά χρονοτριβούν όσο να τα μαζέψουν σιγά, σιγά. Αλλά δεν ανέχονται την προσμονή οι ευκαιρίες που παρουσιάζει ο πόλεμος». 
Οι ανάγκες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι τεράστιες και η Αθήνα προσπαθεί να τις καλύψει με τις συμμαχικές εισφορές. Για το λόγο αυτό το 425 π.Χ. προτείνονται, με το διάταγμα του Θουδίππου, 1460 τάλαντα ως συμμαχική εισφορά, αν και κατά τα φαινόμενα δεν εισπράχθηκαν τελικώς πάνω από 1.000.

Όμως πολύ λίγα χρόνια μετά, το 421, οι συμμαχικές εισφορές έχουν πέσει στα 600 τάλαντα, ποσό που φαίνεται ότι με κάποιες αυξομειώσεις έμεινε σταθερό μέχρι τα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ανασύσταση της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. δεν αποφέρει στην Αθήνα ανάλογα οφέλη: ο φόρος δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να ξεπερνά τα 200 τάλαντα και δύο δεκαετίες αργότερα είναι μόλις 50 τάλαντα.
Η Αθηναϊκή Συμμαχία φυσικά δεν ήταν η μόνη. Ανάλογες οικονομικές ρυθμίσεις (κοινό ταμείο, μοίρασμα δαπανών και υποχρεώσεων μεταξύ των μελών της συμμαχίας κλπ.) προβλέπονται και στις υπόλοιπες συμμαχίες και τα «κοινά» (συνομοσπονδίες πόλεων) που συστήνονται στην κλασσική εποχή αλλά και στη συνέχεια. Υπάρχει λ.χ. το Κοινό των Βοιωτών, όπου οι 11 διοικητικές περιφέρειες εκτός από την υποχρέωση παροχής μίας στρατιωτικής μονάδας, εντέλλονται να καλύψουν πλήρως και τα έξοδά της. Στην περίπτωση του βοιωτικού Κοινού παρατηρούμε και άλλα ενδιαφέροντα φαινόμενα, όπως λ.χ. την απροθυμία Θηβαίων και συμμάχων (οι τελευταίοι ήταν, επί της ουσίας, υποτελείς των Θηβαίων) να επωμιστούν το τρομερό κόστος της δημιουργίας και συντήρησης σε λειτουργική κατάσταση ενός αξιόλογου στόλου. Παρότι με τις άοκνες προσπάθειες του Επαμεινώνδα ναυπηγήθηκε στόλος, στην συνέχεια περιέπεσε σε αχρηστία, αφού δεν υπήρχε διάθεση να πληρώνονται τα υπέρογκα κόστη που απαιτούσε.
Κοινό ομοσπονδιακό ταμείο διέθεταν, όπως γνωρίζουμε από τις πηγές, το κοινό των Αρκάδων (με έδρα τη Μεγαλόπολη) και το κοινό της Χαλκιδικής (με έδρα την Όλυνθο). Κάπως διαφορετική φαίνεται να υπήρξε η ρύθμιση στο κοινό των Θεσσαλών, όπου ίσχυε ένας μάλλον περίπλοκος διακανονισμός, που ήταν απόρροια της ιδιότυπης για τα ελληνικά πράγματα κοινωνικής πραγματικότητας της Θεσσαλίας.

ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Σημειώσαμε ήδη ότι σε περίπτωση πολέμου μια πόλη είχε διάφορους τρόπους για να αντλήσει τα απαραίτητα χρήματα. Σε περιπτώσεις όπου η δαπάνη ήταν διαρκής, όπως λ.χ. στην περίπτωση της Αθήνας και του στόλου της, τα έσοδα έπρεπε επίσης να είναι διαρκή. Στην εποχή της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, τα έξοδα αυτά έπεφταν κυρίως στους ώμους των συμμάχων των Αθηναίων, με τον τρόπο που ήδη έχουμε δει. Σε περιπτώσεις που παρίσταται ανάγκη να συγκεντρωθεί ένα ποσό για να χρηματοδοτηθεί μια εκστρατεία ή μια πολεμική δαπάνη που προέκυψε ξαφνικά, υπήρχαν σε χρήση διάφοροι τρόποι για την εξεύρεση του αναγκαίου ποσού.

Καταρχήν κάθε πόλη είχε το δημόσιο ταμείο της, από το οποίο σε περιπτώσεις ανάγκης αντλούσαν μεγάλα ποσά. Το αθηναϊκό ταμείο στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως επαίρεται ο Περικλής, έχει 6.000 τάλαντα στην Ακρόπολη, αν και επί της ουσίας αυτό ήταν το συμμαχικό ταμείο (το οποίο μάλιστα συγκεντρωνόταν επί σειράς ετών). Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα δεδομένα της εποχής και τους συσχετισμούς δύναμης, οι πρόσοδοι που εξασφάλιζε η περσική αυτοκρατορία στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, άγγιζαν τα 14.500 τάλαντα ετησίως. Αυτά ήταν τα χρήματα που έμπαιναν στο αυτοκρατορικό ταμείο και όχι εκείνα που συνέλλεγαν για λογαριασμό τους οι σατράπες. Γίνεται κατανοητό τι διαφορά μεγεθών υπάρχει μεταξύ της ισχυρότερης ελληνικής πόλης (και της «αυτοκρατορίας» της) και της κυρίαρχης δύναμης της εποχής στην ανατολική Μεσόγειο, του κράτους των Αχαιμενιδών.

Κάθε πόλη είχε κάποιους μηχανισμούς για να υποχρεώνει τους πολίτες της να συνεισφέρουν στις πολεμικές δαπάνες. Για την Αθήνα, όπου τα στοιχεία και τα σχετικά ευρήματα είναι εξαιρετικά πλούσια, έχουμε μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα του τι συνέβαινε. Στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, ίσως και για την επόμενη 20ετία, ο θεσμός των Λειτουργιών ήταν σε πλήρη ισχύ. Βάσει αυτού του θεσμού, οι πολίτες συνεισφέρουν ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα, στις πολεμικές δαπάνες. Λ.χ. οι ευπορότεροι των πολιτών αναλάμβαναν την τριηραρχία, να ετοιμάσουν δηλαδή μια τριήρη για μάχη και να αναλάβουν τα έξοδά της.
Αργότερα αυτός ο θεσμός θα ατονήσει και μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς οι παρατεταμένες επιχειρήσεις άδειαζαν συνεχώς τα αθηναϊκά ταμεία, η πολιτεία προχώρησε στην επιβολή έκτακτου φόρου. Δεν φαίνεται να καθιερώθηκε τακτική καταβολή της εισφοράς αυτής, η οποία επιβαλλόταν κατά περίπτωση και εφόσον υπήρχε έκτακτη ανάγκη.

Μετά τον πόλεμο η Αθήνα έχασε την αυτοκρατορία της, δηλαδή τους συμμάχους που πλήρωναν για τη συντήρηση του αθηναϊκού στόλου και έτσι οι εισφορές των πολιτών έγιναν τακτικότερες. Λίγο αργότερα, στα 378, θα υιοθετηθεί μια νέα νομοθεσία, που αποτελεί έναν συμβιβασμό μεταξύ της χορηγίας και της κανονικής φορολογίας. Θα συσταθούν ομάδες Αθηναίων πολιτών, οι «συμμορίες», από 100 μέλη έκαστη, που θα είναι υπεύθυνοι για την συλλογή των φόρων. Βάσει του συστήματος αυτού, ορίζονταν οι τρεις ευπορότεροι πολίτες σε κάθε συμμορία υπεύθυνοι για την καταβολή του ποσού στο ταμείο της πόλης. Στη συνέχεια εκείνοι έπρεπε να αναζητήσουν τρόπο για να πάρουν από κάθε μέλος της συμμορίας το ποσό που του αναλογεί.
Το ότι αυτό το σύστημα ήταν επιτυχημένο, φαίνεται από το ότι η Αθήνα κατόρθωσε, παρότι δεν είχε σημαντικούς εξωτερικούς πόρους, να συνεχίσει να αποτελεί τη σημαντικότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα.

Ένα άλλο είδος πόρου αφορά στην επιβολή φόρου στην εμπορική δραστηριότητα. Πρόκειται για μία πρακτική που ακολούθησαν όλες οι πόλεις που είχαν λιμάνια με μεγάλη κίνηση και φυσικά και εκείνες που διέθεταν στόλο και ήλεγχαν θαλάσσια περάσματα. Όσον αφορά ειδικά στην Αθήνα, αξίζει να σημειώσουμε και τις προσόδους των μετοίκων, που συχνά ήταν ιδιαίτερα μεγάλες.
Αν και κατά κανόνα υπήρχε πρόνοια σε όλες τις πόλεις ώστε οι πολεμικές δαπάνες να καλύπτονται, στο μέτρο του δυνατού, από κοινοτικούς πόρους, αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Σε πάμπολλες περιστάσεις ήταν η «ιδιωτική πρωτοβουλία» που προσέφερε τα επιπλέον ποσά που ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων.  Η βοήθεια των ιδιωτών υλοποιείτο μέσω δωρεών. Αν και συνήθως οι δωρητές ήταν κάτοικοι των συγκεκριμένων πόλεων, συχνά ήταν ξένοι που για διάφορους λόγους επέλεγαν να βοηθήσουν αυτήν την πόλη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Λακεδαιμονίων, φαίνεται ότι υπήρχαν πάρα πολλές δωρεές από διάφορες πηγές κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι χορηγίες δεν ήταν μόνο σε χρήμα αλλά μπορούσαν να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τις δυνατότητες του δωρητή ή τις ανάγκες της πόλης. Καταγράφηκαν λ.χ. περιπτώσεις όπου ένας τεχνίτης δώρισε εργασία ή και τα εργαλεία της δουλειάς του στην πόλη, ενώ (στο άλλο άκρο) κάποιοι ευκατάστατοι πολίτες έγιναν χορηγοί ολόκληρων στρατιωτικών μονάδων ή προμήθευσαν την πόλη με πολύτιμα για την πολεμική προσπάθεια υλικά σε μεγάλες ποσότητες (λ.χ. ξυλεία, όπως στην περίπτωση του εξόριστου Αθηναίου Ανδοκίδη). Και οι δωρεές, όπως και οι εισφορές τακτικές και έκτακτες, κατέληγαν στο δημόσιο ταμείο της πόλης και η διαχείριση του ποσού γινόταν κοινή συναινέσει.

Βεβαίως όταν οι συγκρούσεις ήταν παρατεταμένες, τα ποσά των δημόσιων ταμείων εξανεμίζονταν ταχύτατα και η πόλη είχε συνεχώς ανάγκη από χρήματα. Μία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε τότε, όπως και σήμερα, ήταν ο δανεισμός. Οι πόλεις δανείζονταν, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά, για να αντιμετωπίσουν τις πολεμικές τους δαπάνες. Η πρώτη πηγή δανεισμού είναι τα (κατά κανόνα πλούσια) ιερά των ίδιων των πόλεων. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα όπου ο αθηναϊκός δήμος δανείστηκε χρήματα από τα ιερά της  πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο δήμος επέστρεψε τα χρήματα μετά το πέρας των εχθροπραξιών, αν και σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια.
Ένα σχετικά συχνό φαινόμενο ήταν και τα εξωτερικά δάνεια. Η πόλη που είχε ανάγκη από χρήματα απευθυνόταν είτε σε κάποιο από τα μεγάλα και πλούσια ιερά, είτε σε κάποιο ξένο κράτος, πόλη ή βασίλειο.


ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Είδαμε παραπάνω τους τρόπους εξεύρεσης των πόρων για την διεξαγωγή του πολέμου. Στη συνέχεια θα δούμε τις τυπικότερες πολεμικές δαπάνες της κλασσικής εποχής.
Κατά κανόνα και στις περισσότερες πόλεις, όπως είδαμε ήδη, οι ατομικές δαπάνες οπλισμού βάρυναν τους ίδιους τους πολίτες. Πιθανή εξαίρεση (έστω, μερική) η Σπάρτη, όπου σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές χρονικές περιόδους γνωρίζουμε ότι η πολιτεία εξόπλισε πλήρως ισάριθμα τμήματα νεοδαμωδών για να πολεμήσουν για λογαριασμό της. Όσον αφορά στους καθαυτούς πολίτες της Σπάρτης, κατά τα φαινόμενα η πολιτεία κάλυπτε ένα μέρος των εξόδων για τον οπλισμό τους, ή τους χορηγούσε την πρώτη τους πανοπλία. Δυστυχώς, οι πηγές είναι ασαφείς σε αυτό το ζήτημα και κατ ανάγκη οι εκτιμήσεις είναι συγκεχυμένες και σε μεγάλο μέρος υποθετικές. Οπότε δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ως προς το αν η Σπάρτη όντως χορηγούσε, ως πάγια πρακτική και όχι ευκαιριακά και σε ειδικές περιπτώσεις, τον οπλισμό των ανδρών της.

Έχουν βρεθεί διάφορες ενδείξεις για το ύψος της δαπάνης που ήταν απαραίτητο για να εξοπλιστεί πλήρως ένας οπλίτης της κλασσικής εποχής. Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι δεν είναι δυνατό να προσδιορίσουμε ένα συγκεκριμένο κόστος για την οπλιτική πανοπλία, διότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές τιμών μεταξύ των διαφόρων ειδών, κυρίως θωράκισης, ακόμη και στην ίδια εποχή. Λ.χ. διαβάζουμε στις πηγές ότι ένας «καλοδουλεμένος (χάλκινος) θώρακας» κόστιζε 10 μνες, δηλαδή 1000 δραχμές, 1/6 ταλάντου, την εποχή του Αριστοφάνη. Όμως υπάρχουν και πολλές άλλες, διαφορετικές, τιμές για θώρακες την ίδια εποχή. Τιμές που ξεκινούν από τις 200 δρχ. (2 μνες). πιθανόν για λινοθώρακα και φθάνουν έως και τις 4000 δρχ. (40 μνες!) για ένα σιδερένιο θώρακα!
Οι τεράστιες αυτές αποκλίσεις κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με το υλικό κατασκευής του θώρακα, την ισχύ του αλλά και την διακόσμησή του. Το τελευταίο είναι μάλλον ο καθοριστικότερος παράγοντας, αφού ένας θώρακας με διακόσμηση, μπορούσε να κοστίζει τρεις και τέσσερις φορές τα χρήματα που κόστιζε ο ίδιος θώρακας δίχως την παραμικρή διακόσμηση. Φυσικά, διαφορετικές τιμές είχαν οι λινοθώρακες και οι σπολάδες, από τους σύνθετους ή τους ολομεταλλικούς. Όμως την κλασσική εποχή, όταν η τυποποίηση ήταν άγνωστη και κάθε πολεμιστής προμηθευόταν μόνος του τον οπλισμό του, σημαντική ειδοποιός διαφορά στις τιμές ήταν ακόμη το εργαστήριο και η πόλη κατασκευής, η συνολική κατάσταση της αγοράς, αν επρόκειτο για περίοδο πολέμου ή ειρήνης κλπ.
Οι θώρακες είναι προφανώς το είδος όπου υπάρχει μεγαλύτερη διασπορά τιμών. 

Αντίθετα, πολύ μικρότερες παρεκκλίσεις εμφανίζονται στα άλλα συστατικά της οπλιτικής πανοπλίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ξιφών, που στις πηγές εμφανίζονται με τιμές 5 έως 20 δραχμών. Αυτές οι τιμές αφορούν ξίφη δίχως στολίδια. Αν κάποιος καλός τεχνίτης είχε κοπιάσει για να φτιάξει ένα όμορφο, στολισμένο σπαθί, η τιμήν του ήταν δυνατό να φθάσει ακόμη και αυτή ενός (φθηνού) θώρακα.  Τα δόρατα φαίνεται ότι κόστιζαν σε κάθε περίπτωση κάτω από 10 δρχ. και μάλλον περί τις 5, ενώ τα κράνη, ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της οπλιτικής πανοπλίας, κόστιζαν από 30 έως 60 δρχ. στην ίδια περίοδο. Και οι τιμές των ασπίδων εξαρτούντο από το είδος και τη διακόσμηση της ασπίδας, ωστόσο εδώ δεν φαίνεται να υπήρχαν τεράστιες διακυμάνσεις. Μια τυπική τιμή που διαβάζουμε στις πηγές για το αργολικό όπλον είναι οι 50 δραχμές.

Οσον αφορά στον συνολικό εξοπλισμό ενός οπλίτη, έχουμε σχετικές αναφορές από τα τέλη του 6ου αιώνα, όταν ένας Αθηναίος χρειαζόταν 30 δρχ. για να εξασφαλίσει μια οπλιτική πανοπλία, ενώ αρκετά αργότερα, στην αρχή του 4ου αιώνα (πάνω από ένα αιώνα μετά) το κόστος έχει φθάσει στις 300 δρχ. κατ’ ελάχιστον.
Το κόστος του κατά ξηράν πολέμου καταρχήν αφορούσε στον ίδιο τον πολίτη. Η πόλη βεβαίως φρόντιζε κατά κανόνα για την διατροφή των στρατιωτών (ένα διόλου ευκαταφρόνητο έξοδο) και κατέβαλλε στους οπλίτες έναν μισθό. Ο μισθός αυτός μπορούσε να είναι από 2 οβολοί έως 1 δραχμή τη μέρα για τους στρατιώτες και πολλαπλάσια για τους αξιωματικούς.

Από κει και πέρα, εφόσον η πόλη διέθετε ναυτικό, το πολεμικό κόστος πολλαπλασιαζόταν. Κατά κανόνα, τα πλοία ναυπηγούνταν με κόστος της πολιτείας και οι δαπάνες περιλάμβαναν την πληρωμή των υλικών (κυρίως της ξυλείας) αλλά και την δαπάνη για τον αρχιτέκτονα και τους τεχνίτες, μαραγκούς κλπ. Η εξάρτηση βάραινε, ανάλογα την πόλη, την πολιτεία ή τον τριήραρχο.
Γενικά έχει υπολογιστεί ότι το πλήρες κόστος ναυπήγησης μιας τριήρους στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα, ξεπερνούσε το ένα τάλαντα (6000 δρχ.). Σε αυτό το κόστος συμπεριλαμβάνονταν οι δαπάνες που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και η εξάρτηση, τα κουπιά (από 400 έως 1000 δρχ. για το σύνολο των 200 κουπιών – 170 για τους κωπηλάτες και 30 εφεδρικά) τα τιμόνια (25 δρχ.) ο μεγάλος ιστός όπου σηκωνόταν το κεντρικό πανί (37 δρχ.) οι κεραίες (23 δρχ.) κλπ.
Στην Αθήνα η συντήρηση του πλοίου σε καιρό πολέμου επιβάρυνε τον τριήραρχο, αλλά στη συνέχεια αναλάμβανε η πολιτεία. Τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις, η πολιτεία κατασκεύαζε τους χώρους όπου φυλασσόταν τα πλοία, τους νεώσοικους (εκ της γενικής του πλοίου:  ναυς – νηώς + οίκος, δηλαδή «το σπίτι του πλοίου). Η δαπάνη για αυτές τις απαιτητικές και εκτεταμένες κατασκευές θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δυστυχώς όμως δεν έχει επιβιώσει κάποια ξεκάθαρη αναφορά που να μας επιτρέπει να υπολογίσουμε πόση ακριβώς.

Όμως το σημαντικότερο κόστους μιας τριήρους, αφορούσε στην λειτουργία της. Εφόσον η τριήρης ήταν πλήρως επανδρωμένη, διέθετε 170 κωπηλάτες. Βάσει των αναφορών στα χρήματα που χορηγούνταν στους κωπηλάτες ως μισθός, έχουν γίνει υπολογισμοί που δείχνουν ότι μία τριήρης κόστιζε καθημερινά, εφόσον βρισκόταν σε επιχείρηση, από 66 έως 400 δρχ. , σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η Αθήνα στα μέσα του Πελοποννησιακού Πολέμου διατηρούσε στόλο άνω των 200 πλοίων. Ακόμη και για ήσσονος σημασίας επιχειρήσεις μπορούσε να διατεθεί μια μοίρα 60 τριήρεων. Το κόστος για μια τέτοια μοίρα ήταν από 3960 έως 24000 δρχ. ημερησίως!  Δηλαδή έως και 120 τάλαντα το μήνα! Σε περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερων εκστρατειών, όπου μπορεί να συμμετείχαν άνω των 150 πλοίων, τα κόστη ήταν αστρονομικά.
Το πόσο πολύ κόστιζαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, αποτυπώνεται γλαφυρά στο μήνυμα του Νικία που αναφέρει ο Θουκυδίδης. Μετά από τους πρώτους μήνες στην Σικελία, ο Νικίας προσπαθεί να εξασφαλίσει ενισχύσεις από την Αθήνα, μαζί με επαρκή χρήματα για να εξασφαλίσει την τροφοδοσία του στρατεύματος και να δώσει και κάποιον μισθό. Στην προσπάθεια του αυτή αναφέρει ότι «ήδη έχουμε ξοδέψει δύο χιλιάδες τάλαντα», ένα αστρονομικό ποσό, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το σύνολο του αθηναϊκού (συμμαχικού) ταμείου, ένα ποσό που συγκεντρωνόταν επί σειρά ετών, ήταν 6000 τάλαντα.


ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Μια από τις σημαντικές, αν και όχι ιδιαίτερα προβαλλόμενη, παραμέτρους για την διεξαγωγή εχθροπραξιών, ήταν η λαφυραγώγηση του ηττημένου. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, θα πρέπει να θεωρείτο δεδομένο ότι η αποκομιδή λαφύρων θα κάλυπτε ένα μέρος του κόστους του πολέμου. Ενίοτε μάλιστα θα μπορούσε να φέρει και κέρδη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μοιρασιά των λαφύρων μεταξύ των μελών μας συμμαχίας. Κατά κανόνα, ο τρόπος της μοιρασιάς οριζόταν στην ιδρυτική συνθήκη της συμμαχίας ή με κοινή πράξη – εφόσον επρόκειτο για συγκυριακή συμμαχία – των μερών που την αποτελούσαν. Μια από τις αρχαιότερες επιγραφές σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι αυτή που αφορά στην συμμαχία των Αργείων με δύο κρητικές πόλεις, την Κνωσό και την Τύλισο. Η συνθήκη – περίπου του 450 π.Χ. - προέβλεπε ότι η μοιρασιά της έκτασης γης που τυχόν θα καταλαμβανόταν συνέπεια των εχθροπραξιών, θα γινόταν στα τρία, με ίσο μερίδιο για κάθε εταίρο. Αντίθετα, κάθε θαλάσσια κτήση (δηλαδή νησιωτική περιοχή) θα μοιραζόταν στα δύο μεταξύ Κνωσού και Άργους (αφού η Τύλισος δεν συνεισέφερε ναυτικές δυνάμεις και δε διέθετε στόλο). Από τα κινητά λάφυρα, η δεκάτη των θεών (στην οποία θα αναφερθούμε και αναλυτικότερα παρακάτω)  προβλεπόταν να κατατεθεί στην Πυθώ και τα υπόλοιπα λάφυρα θα αφιερωνόταν στον Άρη στην Κνωσό. Βλέπουμε λοιπόν μια ιδιαίτερα αναλυτική συνθήκη που προέβλεπε επακριβώς τι θα γινόταν με την πολεμική λεία.

Σε πολλές περιπτώσεις δεν προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ των εταίρων της συμμαχίας και η μοιρασιά γινόταν κατά το δοκούν. Έτσι έγινε λ.χ. στις Πλαταιές, όταν ο ελληνικός στρατός κατανίκησε τον περσικό και τα λάφυρα μοιράστηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων «ανάλογα με την αξία του καθενός», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Το πώς ακριβώς προσδιοριζόταν η αξία καθενός μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, είναι πάντως βέβαιο ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις θα υπήρχαν αρκετές γκρίνιες και διαφωνίες ως προς το μερίδιο που ανήκε στον κάθε έναν από τους συμμάχους.

Και στην περίπτωση των Πλαταιών υπάρχει το ζήτημα των αφιερωμάτων στους θεούς, της «δεκάτης», δηλαδή του 1/10 του συνόλου των λαφύρων. Γράφει λοιπόν ο Ηρόδοτος (Θ’, 81 μτφ. Ν. Καλαμαρά-Φιλιππουπολίτη) ότι «συγκέντρωσαν τα’ αντικείμενα αξίας και αφαίρεσαν το 1/10 για το θεό των Δελφών. Απ’ αυτό έφτιαξαν το χρυσό τρίποδα πάνω στο χάλκινο φίδι το τρικέφαλο που βρίσκεται πολύ κοντά στο βωμό. Ξεχώρισαν επίσης και για το θεό της Ολυμπίας 1/10, απ’ όπου κατασκεύασαν κι αφιέρωσαν χάλκινο άγαλμα του Δία 10 πήχεις (4.60 μέτρα) ψηλό. Ξεχώρισαν ακόμα 1/10 για το θεό του Ισθμού. Απ’ αυτό έφτιαξαν έναν χάλκινο Ποσειδώνα 7 πήχεις (3.20 μέτρα) ψηλό».
Καθώς η μοιρασιά των λαφύρων δεν ήταν ίση αλλά εξαρτάτο από την «αξία» του κάθε πολεμιστή, οι στρατηγοί ανέκαθεν είχαν προνομιούχο αντιμετώπιση. Λ.χ. ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων στις Πλαταιές, ο αντιβασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας, έλαβε 10πλάσιο μερίδιο απ’ αυτό των απλών στρατιωτών.

Είδαμε την συνήθεια των Ελλήνων να αφιερώνουν την δεκάτη στους θεούς. Αυτή η αφιέρωση κατά κανόνα είχε τη μορφή δωρεάς/αφιερώματος στο ιερό του θεού που επέλεγαν οι στρατηγοί μαζί με τους άνδρες τους, ή η πόλη τους.  Συνήθως ο στρατηγός προσπαθούσε να εξασφαλίσει και το δικό του γόητρο και φήμη μέσω του συνολικού αφιερώματος. Έχουμε έτσι μαρτυρίες από τις αρχαίες πηγές για ηγέτες που μετά από σημαντικές επιτυχίες – ο Παυσανίας, ο Λύσανδρος, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων – έκαναν σημαντικότατες προσφορές σε ιερά με το όνομά τους. Επρόκειτο ασφαλώς για πολεμικά λάφυρα. Μάλιστα ο Λύσανδρος έφθασε στο σημείο να στήσει χάλκινο ανδριάντα του εαυτού του στους Δελφούς!
Μια ακόμη «ιερή» δαπάνη που έχει σχέση με τον πόλεμο, ήταν οι ευχαριστήριες θυσίες, τα επινίκια. Κατά κανόνα αυτές τις χρηματοδοτούσε η πόλη που είχε νικήσει την αναμέτρηση, ή – αν επρόκειτο για συμμαχία – κάθε μέλος της συμμαχίας ξεχωριστά.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Έχοντας δει τις πρακτικές όψεις της οικονομικής πραγματικότητας του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα, μπορούμε να αναφέρουμε και κάποιες απόπειρες συσχετισμού της οικονομικής πραγματικότητας με την πολεμική πρακτική, σε θεωρητικό επίπεδο. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ήταν ο Ξενοφών, που ως στρατιώτης και επικεφαλής μισθοφόρων επί σειρά ετών, ήταν ένας από τους καταλληλότερους να μιλήσει για τη σχέση οικονομίας και πολέμου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο στο έργο του Ξενοφώντα, πέρα από τα πολύτιμα δεδομένα σε σχέση με την μισθοφορική πρακτική, είναι η σύνδεση οικονομικών και στρατιωτικής διοίκησης, που επιχειρείται στον «Οικονομικό» του. Αν και το έργο γενικώς κατατάσσεται στα «σωκρατικά» του Ξενοφώντα και εκ πρώτης όψεως περιέχει πρακτικές συμβουλές για τη γεωργία και τη διαχείριση αγροκτήματος, νεώτεροι μελετητές (Βερνάν, Γκαρλάν, Αμουρετί) έχουν καταλήξει σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα: θεωρούν ότι το έργο αυτό του Αθηναίου ιστορικού και συγγραφέα αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης της διαχείρισης ενός κτήματος με την άσκηση στρατιωτικής διοίκησης.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να αξιολογήσουμε διαφορετικά τις εκτενείς αναφορές που κάνει ο Ξενοφών στο θέμα της διαχείρισης μιας μεγάλης έκτασης γης, εξειδικεύοντας στις διάφορες πλευρές της. 

Έχοντας πάντα κατά νου ότι ο Ξενοφών, πιστός στο πνεύμα της εποχής του, πίστευε ακράδαντα στους «αρίστους» και στη «φυσική» ικανότητα τους να άρχονται, μπορούμε να εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο. Μπορούμε λ.χ. να εκτιμήσουμε τους αδιόρατους (αλλά παρόντες) συσχετισμούς μεταξύ της ασχολίας του γαιοκτήμονα στην «πολιτική» του ζωή, δηλαδή τη διαχείριση μεγάλων εκτάσεων γης και την εξασφάλιση σημαντικών προσόδων απ’ αυτές, με τις αντίστοιχες στη ζωή του ως πολεμιστή στην υπηρεσία της πόλης του. Για τον Ξενοφώντα, οι άνδρες – σε αντίθεση με τις γυναίκες – εργάζονται εκτός οικίας και θα πρέπει, παράλληλα με τις υποχρεώσεις τους στα κτήματά τους, να αθλούνται και να συμμετέχουν στα κοινά της πόλης τους και ιδιαίτερα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Βλέπουμε εδώ μια σταθερή σύνδεση της ιδιότητας του ελεύθερου, άνδρα γαιοκτήμονα με την πολεμική υπηρεσία, μια σύνδεση που για αυτήν την κοινωνική τάξη (και όχι μόνο, υπήρχαν και οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές) ήταν αυτονόητη στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε.

Στην ίδια συλλογιστική εντάσσεται και η συσχέτιση της (στρατιωτικής) διοίκησης με την γεωργία – στο επίπεδο βεβαίως που ασχολείται ο Ξενοφών με την γεωργία: ως επιβλέπων και ως ιδιοκτήτης του κτήματος. Αυτό δεν τον εμποδίζει φυσικά να δίδει πλείστες όσες συμβουλές στους αναγνώστες του, ακόμη και για πρακτικά ζητήματα που δεν θα ενδιέφεραν απαραίτητα έναν κτηματία που έχει επαφή με το κτήμα του «δι’ αντιπροσώπου». Ωστόσο όπως στην περίπτωση του αρχηγού ενός στρατού, έτσι και στην περίπτωση του κτηματία, η ενασχόληση με τις λεπτομέρειες και η ενδελεχής γνώση του αντικειμένου ακόμη και από τη σκοπιά του απλού εργάτη του κτήματος (του απλού στρατιώτη, στην περίπτωση του διοικητή) θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. 
Αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο, η σύγκριση του «ιδανικού κτηματία» με τον Κύρο. «Κατείχε άριστα την τέχνη της γεωργίας και της προστασίας των καλλιεργειών. Σωστά τα λες, Σωκράτη, είπε ο Κριτόβουλος. Ο Κύρος πράγματι υπερηφανευόταν εξίσου για τη γεωργική του παραγωγή και τις καλλιέργειές του, όσο και για τις πολεμικές του αρετές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς της τέχνης της διαχείρισης ενός αγροκτήματος με αυτήν της διοίκησης ανδρών στον πόλεμο. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά τη σχέση των έμπειρων επιστατών με τον κτηματία και τον τρόπο με τον οποίο οι επιστάτες διαχειρίζονται τις καθημερινές υποθέσεις του κτήματος και ιδιαίτερα πως μαθαίνουν να διευθύνουν με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο τους δούλους. Είναι απλό να αντιστοιχήσουμε τους επιστάτες με τους αξιωματικούς του στρατεύματος και ιδιαίτερα τους κατώτερους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ξενοφών κάνει στο σημείο αυτό έναν παραλληλισμό με την διοίκηση των στρατιωτών, κάτι που ενισχύει τα επιχειρήματα εκείνων που επιμένουν να διαβάζουν τον Οικονομικό με τον τρόπο που αναφέρουμε παραπάνω.

Η σημασία της αδιάκοπης ροής εσόδων, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και κατά την περίοδο της πολεμικής προσπάθειας, είναι άλλο ένα σημείο που προσέχει ιδιαίτερα ο Ξενοφών.  Γνωρίζοντας καλά ότι η οικονομική βάση είναι που κερδίζει (ή χάνει) πολέμους, ο Ξενοφών συστήνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση της περιουσίας και προσφέρει συμβουλές για την μεγιστοποίηση των εσόδων ακόμη και απόντος του κτηματία. Στο ίδιο θέμα κάνει πολύ ουσιαστικότερες παρατηρήσεις σε ένα άλλο έργο του, το «περί προσόδων». Την εποχή που το έγραψε (στα τελευταία χρόνια της ζωής του) η Αθήνα δεν ήταν πλέον η υπερδύναμη του παρελθόντος και μία από τις αιτίες γι’ αυτήν την αδυναμία ήταν η οικονομική δυσπραγία. Την ίδια εποχή το ιδανικό του οπλιτικού πολέμου και του στρατού εκ πολιτών, έφθινε ταχύτατα και πλέον οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξάγονταν τις περισσότερες φορές με μισθοφόρους, για την πρόσληψη των οποίων ήταν απαραίτητοι σημαντικοί οικονομικοί πόροι. Αλλά επίσης και η συντήρηση του ναυτικού, του κύριου πυλώνα της αθηναϊκής ισχύος, κόστιζε πολλά, αφού και μόνο τα χρήματα που απαιτούνταν για την καθημερινή μισθοδοσία των κωπηλατών ήταν ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό.

Ο Ξενοφών, με τη μακρά εμπειρία που είχε αποκομίσει στην διάρκεια της ζωής του και γνωρίζοντας καλά την σχέση του πολέμου με την δυνατή οικονομία, πρότεινε λύσεις και για αυτό το ζήτημα. Λ.χ. διαπιστώνοντας την σημασία των μετοίκων (μη Αθηναίων πολιτών που κατοικούσαν στην πόλη και στο επίνειό της, τον Πειραιά) για την οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας, πρότεινε να ενθαρρυνθούν οι μέτοικοι για να αναπτύξουν ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα, φέρνοντας σημαντικά έσοδα στην Αθήνα μέσω των φόρων. Προχωρά όμως και ένα βήμα παραπέρα, προσπαθώντας να πετύχει την ουσιωδέστερη ένταξη των μετοίκων στον αμυντικό μηχανισμό της πόλης. Προτείνει την συμμετοχή τους στην άμυνα της πόλης και μάλιστα υπηρετώντας ως ιππείς (που την εποχή αυτή, λόγω της παρακμής της αθηναϊκής αριστοκρατίας, σπάνιζαν μεταξύ των γηγενών Αθηναίων πολιτών), καθώς είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

Πέρα από το κομβικό ζήτημα των μετοίκων, ο Ξενοφών ασχολείται στο έργο του και με άλλα ζητήματα που μπορούν να ενισχύσουν οικονομικά την γενέτειρά του. Πρωτοποριακή θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την πρότασή του για ενασχόληση του Δήμου ως σύνολο με την καθημερινή οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, η διαχείριση των μεταλλείων αποκλειστικά από το Δήμο, με την απασχόληση σε αυτά περισσότερων δημόσιων δούλων. Αλλά και ένα ακόμη πιο ρηξικέλευθο μέτρο, η ανάπτυξη από τον ίδιο το Δήμο εμπορικού στόλου. Και λιγότερο πρωτότυπα αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα, όπως η αύξηση του αριθμού των δημόσιων αξιωματούχων που θα μπορούσαν να εισπράττουν τους φόρους και να εξασφαλίζουν την λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων προς όφελος του Δήμου. 
Λίγα χρόνια μετά την υποβολή αυτών των προτάσεων από τον Ξενοφώντα, ο Εύβουλος προσπάθησε να μετουσιώσει κάποιες εξ αυτών σε πράξη, ωστόσο η έναρξη της μεγάλης διαμάχης της Αθήνας με τη Μακεδονία, την ανερχόμενη δύναμη του ελληνικού κόσμου, σταμάτησε αυτές τις πρωτοβουλίες. Αν η Αθήνα πετύχαινε να μετασχηματιστεί βάσει αυτών των προτάσεων, ίσως να βλέπαμε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό μοντέλο στην πόλη της Παλλάδας, ένα μοντέλο που θα της επέτρεπε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία της. Ωστόσο η Αθήνα απέτυχε να αλλάξει και να εξελιχθεί και έτσι δε στάθηκε δυνατή η ανακοπή της παρακμής του θεσμού της πόλης-κράτους.




Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Ο Αδόλφος Χίτλερ δολοφονείται – η Γερμανία κερδίζει τον πόλεμο!



 σήμερα θα σας ανεβάσω ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 2009 στο περιοδικό "What if" και είναι ένα σεναριο... εναλλακτικής ιστορίας. Τι θα συνέβαινε αν ο Χίτλερ δολοφονείτο από στο στρατό (του)? Διαβάστε για να μάθετε - διοτι η ιστορία δεν γράφεται με "αν", αλλά αν γραφόταν θα είχε πολύ γούστο! 



  Τη στιγμή που ο Χίτλερ βρισκόταν στην κορυφή του δικού του Ολύμπου, όταν οι σιδηρόφρακτες μεραρχίες του είχαν κατορθώσει να συντρίψουν τις δυνάμεις Γάλλων και Βρετανών και έμπαιναν θριαμβευτικά στο Παρίσι, ένα σχέδιο δολοφονίας του εξυφαινόταν στα παρασκήνια. Το δράμα της δολοφονίας του Χίτλερ από μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών της Wehrmacht, θα παιζόταν στη σκηνή του μεγάλου θριάμβου του Γερμανού δικτάτορα, στο Παρίσι. Και αν η απόπειρα πετύχαινε, θα άλλαζε την ιστορία του κόσμου!

Η πιο γνωστή από τις δεκάδες απόπειρες δολοφονίες κατά του Αδόλφου Χίτλερ που υπήρξαν – σε επίπεδο προθέσεων, σχεδιασμού ή και εκτέλεσης – είναι αυτή που έφερε τον μονόχειρα και μονόφθαλμο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ στη  «Λυκοφωλιά». Η αποτυχία του Στάουφενμπεργκ σε αυτήν τη μυθιστορηματική απόπειρα δολοφονίας, μπορεί να αποτελεί εξαιρετικό υλικό για μυθοπλασία (και πραγματικά, προσφάτως είδαμε στους κινηματογράφους την ταινία Valkyrie που ασχολείται ακριβώς με αυτό το θέμα) ωστόσο στην πραγματικότητα ακόμη κι αν πετύχαινε, λίγα πράγματα μπορούσε να αλλάξει. 
Στα μέσα του 1944, όταν έλαβε χώρα η απόπειρα, η Γερμανία είχε ήδη εισέλθει σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία που θα την έφερνε στο ραντεβού με την ήττα, αργά ή γρήγορα. Με ή χωρίς τον Χίτλερ στην ηγεσία της, η Γερμανία δεν είχε πλέον ελπίδες να αντιμετωπίσει τη συνδυασμένη ισχύ Αμερικάνων, Σοβιετικών και Βρετανών (κατά κύριο λόγο) που την είχαν περικυκλώσει και τη σφυροκοπούσαν απ’ όλες τις πλευρές. Οι Σύμμαχοι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι σε καμία περίπτωση να αποδεχτούν οτιδήποτε λιγότερο από την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Τα σχέδια για την ‘εξουδετέρωση’ της Γερμανίας, της χώρας που είχε σύρει δύο φορές (Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) τον κόσμο σε μια τρομακτικής έντασης και φονικότητας διαμάχη, είχαν πλέον ωριμάσει στα μυαλά των δυτικών, κυρίως, Συμμάχων. Η Γερμανία θα έπρεπε να «επανεκπαιδευτεί» ώστε να μην αποτελεί μόνιμη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια. Και μια τέτοια επανεκπαίδευση θα μπορούσε να γίνει μόνο εφόσον οι Σύμμαχοι είχαν το ελεύθερο να κάνουν ότι επιθυμούσαν με τη μεταπολεμική Γερμανία. Οπότε οποιαδήποτε άλλη λύση εκτός της άνευ όρων παράδοσης, ήταν απολύτως και κατηγορηματικώς απαράδεκτη για τους Συμμάχους.
            Όμως η απόπειρα του Στάουφενμπεργκ δεν ήταν η μόνη. Προηγήθηκαν πολλές ακόμη, ορισμένες εκ των οποίων παρέμειναν απλώς στο επίπεδο των προθέσεων ή στο στάδιο του σχεδιασμού. Λίγες ήταν εκείνες που έφθασαν στο στάδιο της υλοποίησης, αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο, απέτυχαν. Από αυτές τις απόπειρες, ορισμένες φαινόταν τόσο καλά οργανωμένες, που εφόσον προχωρούσαν, είχαν εξαιρετικά πολλές πιθανότητες να πετύχουν το στόχο τους. 


ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

Μοιάζει ίσως παράδοξο, ένας ηγέτης τόσο δημοφιλής όσο ήταν στην περίοδο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών των εχθροπραξιών, ο Αδόλφος Χίτλερ, να βρεθεί τόσες πολλές φορές στο στόχαστρο επίδοξων δολοφόνων. Όμως η Ιστορία έχει καταγράψει 17 βεβαιωμένες απόπειρες κατά της ζωής του Φύρερ, από το 1939 έως το 1944, που έφθασαν πολύ κοντά στο στόχο τους. Γενικότερα, οι μελετητές ανεβάζουν το σύνολο των αποπειρών δολοφονίας του Χίτλερ, μαζί με εκείνες που σταμάτησαν η Γκεστάπο και υπόλοιπες μυστικές υπηρεσίες του Ράιχ, στις 43! Από όλες αυτές, μόλις μία ήταν απόπειρα που υποκινήθηκε από το εξωτερικό (τη Βρετανία), ενώ οι υπόλοιπες σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν (όσες προχώρησαν στο στάδιο της εκτέλεσης), από Γερμανούς.
            Το ότι ουδεμία από αυτές τις προσπάθειες δεν πέτυχε, οφείλεται εν πολλοίς στον πλέον αστάθμητο παράγοντα που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς: την τύχη. Πέραν της τύχης βεβαίως υπήρχε και η διαβόητη καχυποψία του Χίτλερ, που τον γλίτωσε από πολλές απόπειρες κατά της ζωής του. Η πρώτη από τις 43 συνολικά απόπειρες κατά της ζωής του Χίτλερ που έγινε ευρέως γνωστή μετά τον πόλεμο, ήταν εκείνη που συνέλαβε και σχεδίασε ο Όττο Στράσσερ, ο επικεφαλής του ‘Μαύρου Μετώπου’ και κύριος εκφραστής του ‘βορειογερμανικού’ ναζισμού. Ο Στράσσερ είχε κατορθώσει να πείσει έναν Εβραίο φοιτητή να γίνει μάρτυρας, εκτελώντας τον Χίτλερ με τη βόμβα που κουβαλούσε. Όμως ο φοιτητής ήταν ερασιτέχνης και δεν κατόρθωσε να πλησιάσει τον Χίτλερ. Αντίθετα, συνελήφθη και μετά από μερικούς μήνες κράτησης, εκτελέσθηκε.
            Η πρώτη σημαντική απόπειρα κατά της ζωής του Αδόλφου Χίτλερ σημειώθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1939, όταν ο Γιόχαν Γκέοργκ Έλσερ προσπάθησε να εξοντώσει τον Χίτλερ τοποθετώντας μία βόμβα στη μπυραρία Burgerbrau του Μονάχου, όπου ο Φύρερ θα μιλούσε σε παλιούς του συντρόφους του NSDAP (Nazionalsozialistische Deutsche Arbeitpartei, ο επίσημος τίτλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος). Η ομιλία είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 8 το βράδυ και ο Ελσερ τοποθέτησε τη βόμβα σε μια κούφια κολώνα που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το πόντιουμ απ’ όπου θα μιλούσε ο Φύρερ και ρύθμισε την έκρηξή της να συμβεί στις 9.20. Συνήθως οι ομιλίες του Χίτλερ ξεκινούσαν με μικρή καθυστέρηση (15-20 λεπτά) και κρατούσαν ώρες, κατ’ ελάχιστον δύο ώρες μάλιστα.  Στην περίπτωση αυτή όμως ο Χίτλερ δίχως προφανή λόγο, τερμάτισε απότομα την ομιλία του στις 9.12 και αναχώρησε από τη μπυραρία. Όταν εξερράγη η βόμβα – που σκότωσε οκτώ άτομα και τραυμάτισε ακόμη 65 – βρισκόταν ήδη μακριά.
            Ένα πολλά υποσχόμενο σχέδιο δολοφονίας του Χίτλερ συνέλαβε ο στρατηγός Κουρτ φον Χάμμερσταϊν-Έκορντ, διοικητής της Γραμμής Ζίγκφριντ. Πριν ακόμη ξεκινήσει ο πόλεμος με τη Γαλλία, ο Χάμμερσταϊν προσπάθησε να παρασύρει τον Χίτλερ στην περιοχή ευθύνης του. Είχε οργανώσει στην εντέλεια το ‘τραγικό ατύχημα’ που θα έστελνε τον Χίτλερ στον άλλο κόσμο. Όμως ο Φύρερ αγνόησε τις αλλεπάλληλες προσκλήσεις του Χάμμερσταϊν για να επισκεφθεί τη Γραμμή Ζίγκφριντ. Μάλιστα, έχοντας λάβει γνώση της αντιναζιστικής δραστηριότητάς του, τον αποστράτευσε λίγους μήνες μετά.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΕΚΡΟ ΤΟΝ ΦΥΡΕΡ

             Γενικότερα, οι σοβαρότερες προσπάθειες για βίαιη απομάκρυνση του Χίτλερ από την εξουσία προερχόταν από τις τάξεις του Στρατού. Ιδιαίτερα όταν ξεκίνησε η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, που εξαρχής για κάθε σοβαρό στρατιωτικό ήταν ένα κολοσσιαίο λάθος, η υπόγεια αντίσταση κατά του Χίτλερ εντός της Wehrmacht απέκτησε δεκάδες νέα, υψηλόβαθμα, μέλη. Ο στρατηγός Χούμπερτ Λαντς, ο αντιστράτηγος Χανς Σπάιντελ και ο συνταγματάρχης φον Στράχβιτς ήταν τρεις από αυτούς τους στρατιωτικούς που θεωρούσαν καταστροφική την πορεία που είχε χαράξει ο Χίτλερ. Στο αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών Β στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο Λαντς και οι συνεργοί του είχαν ετοιμάσει μια ιδιαίτερα ‘θερμή’ υποδοχή στον Χίτλερ, κατά την επικείμενη επίσκεψή του. Κυριολεκτικά, ολόκληρο το Επιτελείο της Ομάδας Στρατιών θα ήταν το εκτελεστικό όργανο της σύλληψης και δολοφονίας του Φύρερ. Όμως καθώς τον περίμεναν, την άνοιξη του 1943, πληροφορήθηκαν ότι ο Φύρερ δεν θα επισκεφθεί το αρχηγείο, αφού προτίμησε να μεταβεί λίγο ανατολικότερα στο Σαπόροσε για να βρεθεί εγγύτερα στο μέτωπο! 
            Παρόμοια ήταν και τα σχέδια του υποστράτηγου Χένινγκ φον Τρέσκοβ, του Επιτελείου της Ομάδας Στρατιών Κέντρο. Ο Τρέσκοβ ήταν ο εγκέφαλος μερικών ιδιαίτερα ευφυών σχεδίων για τη δολοφονία του Χίτλερ και τη διενέργεια ενός πραξικοπήματος για την απομάκρυνση των Ναζί από την εξουσία. Ο Τρέσκοβ ήταν μάλλον ο πλέον δραστήριος εκ των υποψηφίων δολοφόνων του Φύρερ και μετείχε σε κάθε συνωμοσία που είχε στόχο την ανατροπή του, από το 1939 έως και την ‘συνωμοσία της βόμβας’. Το πρώτο από τα σχέδια δολοφονίας που συνέλαβε, η εκτέλεση του Χίτλερ από το σύνολο των αξιωματικών του Επιτελείου της Ομάδας Στρατιών Κέντρο κατά τη διάρκεια επίσημου γεύματος στο Σμόλενσκ, ακυρώθηκε μετά τη διαφωνία του επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών, στρατάρχη φον Κλούγκε, ο οποίος θεώρησε ότι ‘δεν είναι πρέπον να πυροβολήσουμε έναν άνθρωπο κατά τη διάρκεια του γεύματος’!  Ο Τρέσκοβ δοκίμασε μια εναλλακτική προσέγγιση και στρατολόγησε μία ομάδα ανδρών της Wehrmacht που θα πυροβολούσαν το αυτοκίνητο του Χίτλερ ενώ θα επέστρεφε στο αεροσκάφος του. Όμως ο Φύρερ με τη φαινομενικά ακαταμάχητη έκτη αίσθησή του, άλλαξε την τελευταία στιγμή την προγραμματισμένη διαδρομή με μια άλλη, περισσότερο… ειδυλλιακή. 
            Ο Τρέσκοβ είχε ετοιμάσει όμως και ένα εναλλακτικό σχέδιο, σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά:  ο υπολοχαγός Φάμπιαν φον Σλάμπρεντορφ είχε προετοιμάσει ένα δέμα με εκρηκτικά, το οποίο είχε παραλλάξει ώστε να μοιάζει με δύο μπουκάλια ποτό. Ο Σλάμπρεντορφ με το δέμα είχε μεταβεί στο αεροδρόμιο και μόλις διαπιστώθηκε ότι ο Χίτλερ θα έφθανε σώος και αβλαβής, το έδωσε σε έναν από τους βοηθούς του Γερμανού δικτάτορα, για να το μεταφέρει σε έναν φίλο του Τρέσκοβ, αξιωματικό, στο αρχηγείο του Φύρερ στο Ράστενμπουργκ. Ο βοηθός με το θανάσιμο δέμα επιβιβάστηκε στο αεροσκάφος μαζί με τον Φύρερ και ο Τρέσκοβ με τον Σλάμπρεντορφ ήταν πλέον βέβαιοι ότι επιτέλους θα κατάφερναν να πετύχουν το στόχο τους. Όμως ο Χίτλερ ήταν ο αγαπημένος της τύχης: το δριμύ ψύχος στο διαμέρισμα του αεροσκάφους όπου βρισκόταν το φορτίο, είχε ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία του πυροκροτητή. Τα εκρηκτικά δεν εξερράγησαν και ο Φύρερ έφθασε ασφαλής στον προορισμό του.
            Ο Τρέσκοβ είχε ανάμιξη και στη σχεδιαζόμενη απόπειρα του Κριστόφ φον Γκέρσντορφ, που σκόπευε να ανατιναχτεί μαζί με τον Χίτλερ ενώ θα ξεναγούσε τον τελευταίο σε μια έκθεση καταληφθέντων όπλων στο Βερολίνο. Η έκτη αίσθησή του Χίτλερ τον έσωσε ξανά, αφού αντί να αφεθεί να ξεναγηθεί στα εκθέματα, διέσχισε το χώρο της έκθεσης σχεδόν… τρέχοντας, μη δίνοντας το χρόνο στον Γκέρσντορφ να πυροδοτήσει τα εκρηκτικά με τα οποία είχε ζωστεί: οι πυροκροτητές είχαν χρόνο απόκρισης δέκα λεπτών και η ξενάγηση που θα κρατούσε περίπου μισή ώρα σύμφωνα με τις προσδοκίες των συνωμοτών, ολοκληρώθηκε σε δύο λεπτά!
            Σημειώθηκαν και πολλές ακόμη απόπειρες, με κορυφαία αυτήν που ονομάστηκε ‘η συνωμοσία της βόμβας’ και στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο ευπατρίδης συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, όμως ο Χίτλερ είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Ήταν, κατά τα φαινόμενα, αδύνατο να δολοφονηθεί!


ΓΙΑΤΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΗΘΕΛΕ ΝΕΚΡΟ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ

            Με δεδομένο ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των προσπαθειών για φυσική εξόντωση του Φύρερ, ήταν αναμεμιγμένοι στρατιωτικοί και μάλιστα υψηλόβαθμοι, θα πρέπει εδώ να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε το ερώτημα που εμμέσως έχει ήδη τεθεί: γιατί ο γερμανικός στρατός, ήθελε νεκρό τον Αδόλφο Χίτλερ;
            Για να δώσουμε μια πειστική απάντηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη θέση του στρατού στο Β’ Ράιχ, δηλαδή τη Γερμανική Αυτοκρατορία, που δημιουργήθηκε μετά την ευτυχή για τους Πρώσους έκβαση της αναμέτρησής τους με τους Γάλλους το 1871. Συνέχεια του πρωσικού στρατού, με τη σπουδαία παράδοση, εκείνος του Β’ Ράιχ, αποτέλεσε όχι μόνο τον βασικότερο πυλώνα και στυλοβάτη του κράτους αλλά και την ισχυρότερη δύναμη εντός αυτού. Στον στρατό κυριαρχούσε η πρωσική αριστοκρατία, ωστόσο με την ένωση και οι αριστοκράτες της υπόλοιπης Γερμανίας – που επίσης διέθεταν στρατιωτική παράδοση, αν και όχι στο βαθμό των Πρώσων – συμμετείχαν περίπου ισότιμα στην ηγεσία του στρατεύματος. 
            Ωστόσο ο Στρατός που βρήκε ο Χίτλερ όταν ανέλαβε την εξουσία, παρότι εν πολλοίς διατηρούσε την παλιά του αίγλη και δύναμη στο πλαίσιο του γερμανικού πολιτεύματος, είχε χάσει μεγάλο μέρος της πραγματικής του δύναμης. Η κουτσουρεμένη Reichswehr της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σε ελάχιστα θύμιζε τον πανίσχυρο στρατό του Γερμανικού Ράιχ, που λίγο έλειψε να νικήσει πολεμώντας ενάντια σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διαφορά δεν ήταν τόσο ποιοτική, αλλά ποσοτική, αφού η Συνθήκη των Βερσαλιών επέβαλλε στη Γερμανία να διατηρεί υπό τα όπλα ένα μέγιστο 100.000 ανδρών και απαγόρευσε εξ ολοκλήρου τα βαριά οπλικά συστήματα. Μοιραία και η επιρροή του Στρατού στη γερμανική πολιτική ζωή είχε περιοριστεί, παρότι παλιοί στρατιωτικοί συνέχιζαν να διαχειρίζονται ένα σημαντικό μέρος από τις κρατικές υποθέσεις. Με δεδομένη αυτήν την αδυναμία της Reichswehr,  δεν θα πρέπει να φαίνεται περίεργο που ένας νεόκοπος φορέας εξουσίας των Ναζί, που είχε ως επικεφαλής έναν άνθρωπο του οποίου η φιλοδοξία ξεπερνούσε τις ικανότητές του, έθεσε ως στόχο να υποκαταστήσει το Στρατό. Το Sturmabteilung (SA) του Ερνστ Ρεμ ήταν αυτή η φιλόδοξη οργάνωση. 
            Ο Ρεμ δεν έκρυψε τις προσδοκίες του και προσπάθησε να προωθήσει μέσω του Αδόλφου Χίτλερ το σχέδιό του για μετατροπή των SA σε εθνικό στρατό, αντικαθιστώντας τη Reichswehr. Ο Χίτλερ όμως δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, αφού παρότι οι σχέσεις του με την ηγεσία του στρατεύματος δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές, γνώριζε ότι οι μέθυσοι τραμπούκοι των SA δεν ήταν δυνατό να υποκαταστήσουν τη συσσωρευμένη εμπειρία που καθιστούσε τον γερμανικό Στρατό  έναν απαραίτητο ‘σύντροφο’ στην εκστρατεία επαναφοράς της Γερμανίας στην κορυφή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.  Οι άνθρωποι που είχαν ‘προσφέρει’ στον Χίτλερ την εξουσία, δηλαδή το πλουτοκρατικό κατεστημένο της Γερμανίας, είχαν στενότατες σχέσεις με την αριστοκρατική ηγεσία του στρατεύματος (οι δύο χώροι άλλωστε εμπλέκονταν και με οικογενειακούς δεσμούς)  και αποτέλεσαν τη «γέφυρα» στην προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ Χίτλερ και Στρατού. Η προσέγγιση έγινε, ο Στρατός έλαβε υποσχέσεις για αναβάθμιση του ρόλου του και για ‘εξουδετέρωση’ της επονείδιστης Συνθήκης των Βερσαλλιών, ωστόσο υπήρχε ακόμη ένα εμπόδιο για να προσφέρουν οι στρατιωτικοί την ολόπλευρη υποστήριξή τους στον Χίτλερ: τα SA. Το αποτέλεσμα ήταν η λεγόμενη ‘Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών’, η φυσική εξόντωση του συνόλου της ηγεσίας των SA. Επρόκειτο, πιθανόν, για τη ‘χάρη’ που ζητούσαν οι στρατιωτικοί προκειμένου να ταχθούν ολόψυχα υπέρ των Ναζί. 
             Αυτό το νόημα είχε άλλωστε και το ‘τελεσίγραφο’ που επέδωσε ο Χίντενμπουργκ, ο γηραιός πρόεδρος, στρατηγός και κεφαλή του γερμανικού πολιτεύματος, τον Ιούνιο του 1934 προς τον Χίτλερ, ουσιαστικά, εξ ονόματος της ηγεσίας του στρατού: εφόσον η κατάσταση με τα SΑ δεν ‘ομαλοποιούνταν’ σύντομα, ο στρατός ‘θα αναγκαζόταν’ να αναλάβει δράση: θα επέβαλλε στρατιωτικό νόμο, θα κήρυττε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και θα αναλάμβανε την εξουσία. Μάλιστα, για να μην έχει ο Φύρερ την παραμικρή αμφιβολία ως προς τις προθέσεις του Στρατού, οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, στις 25 Ιουνίου, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την επίδοση του τελεσίγραφου, τέθηκαν σε επιφυλακή.  Ήταν μια κρίσιμη περίσταση, κατά την οποία ο Χίτλερ έπρεπε να αποφασίσει οριστικά που θα βασιζόταν: στον Στρατό ή στα SA. Η απόφασή του ήταν η αναμενόμενη: ‘θυσίασε’ τα SA, για να αποκτήσει την υποστήριξη του Στρατού.
Ωστόσο υπήρχαν κάποιοι εντός του στρατεύματος που ήταν εξαρχής αντίθετοι σε οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης με τους Ναζί. Δύο εξ αυτών, ο Κουρτ φον Σλάιχερ και ο Φέρντιναντ φον Μπρέντοβ, συμπεριλήφθηκαν στα περισσότερα από χίλια θύματα της ‘Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών’, αφού εκτελέστηκαν από τα αποσπάσματα θανάτου των νεόκοπων SS, μαζί με την ηγεσία των SA και πολλούς ακόμη αντιπάλους των Ναζί.  Ο μετέπειτα στρατάρχης Έρβιν φον Βιτσλέμπεν, μαζί με τους Βίλχελμ φον Λέεμπ, Γκερντ φον Ρούντστεντ και Έριχ φον Μανστάιν, ζήτησαν να γίνει ένορκη εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί πως και υπό ποιες συνθήκες δολοφονήθηκαν οι Σλάιχερ και Μπρέντοβ. Ωστόσο ο υπουργός Άμυνας, Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, απαγόρευσε κατηγορηματικά οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα για το θάνατο τους και έκλεισε το φάκελο της υπόθεσης.
            Το ‘προξενιό’ του Χίτλερ με τον Στρατό, ολοκληρώθηκε σύντομα με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: Λίγο καιρό μετά, στις 2 Αυγούστου, ο γηραιός πρόεδρος Χίντενμπουργκ άφησε – όπως αναμενόταν από καιρό – την τελευταία του πνοή. Ο Χίτλερ προχώρησε στο σχεδιαζόμενο πολιτειακό πραξικόπημά του, καταργώντας τη θέση του προέδρου και συγχωνεύοντας τη με αυτήν του καγκελάριου, που κατείχε ο ίδιος. Στο εξής θα ήταν ο μοναδικός Fuhrer (Φύρερ, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει ‘ηγέτης’). Άμεσα η Wehrmacht (όπως είχε μετονομαστεί από τις 21 Μαϊου του 1934 η Reichswehr) κλήθηκε να ‘ξεχρεώσει’ το ‘γραμμάτιο’ της ‘Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών’:  οι Γερμανοί στρατιώτες σε ολόκληρη τη χώρα κλήθηκαν να λάβουν επίσημα ένα νέο όρκο. Το περιεχόμενο αυτού του νέου όρκου, είναι η καλύτερη απόδειξη για τη χειραγώγηση του Στρατού από τον Χίτλερ:
 Ορκίζομαι στο θεό αυτόν τον ιερό όρκο, ότι θα υπακούω ανεπιφύλακτα στον Φύρερ του γερμανικού Ράιχ και Λαού, τον Αδόλφο Χίτλερ, τον ανώτατο διοικητή της Wehrmacht και, ως γενναίος στρατιώτης, θα είμαι έτοιμος κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για αυτόν τον όρκο.   
O προηγούμενος όρκος των Γερμανών στρατιωτών ήταν προς το πολίτευμα, όχι το πρόσωπο του επικεφαλής του πολιτεύματος. Αλλά με τον όρκο να αναφέρεται προσωπικά στον Χίτλερ, το σώμα των Γερμανών αξιωματικών – για τους οποίους η στρατιωτική τιμή ήταν υπεράνω όλων – έδενε την τύχη του με τις βουλές του Αδόλφου Χίτλερ.


Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΝΤΙΔΡΑ

Παρά τη λήψη αυτού του όρκου, ένα σεβαστό μέρος της ηγεσίας του στρατεύματος, εξέφραζε σε κάθε περίσταση την αντίθεσή της στον Αδόλφο Χίτλερ. Αυτές οι φωνές, όμως, τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα που μόλις περιγράψαμε, δεν ήταν δυνατό να ακουστούν, αφού υπερείχαν οι φωνές ενθουσιασμού για την αναγέννηση του γερμανικού Στρατού. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, η ‘αναιμική’ Reichswehr είχε μετραπεί σε μια πανίσχυρη Wehrmacht. Ο αριθμός των ανδρών της είχε πολλαπλασιαστεί και είχε ξεκινήσει μια κολοσσιαία προσπάθεια επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Ο επανεξοπλισμός, μαζί με τη ρητορεία του Χίτλερ, που ήθελε τη Γερμανία ‘να ξαναγίνεται μεγάλη’ και ‘να ετοιμάζεται να συναντήσει το πεπρωμένο της’, ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που κατέστησαν την πλειοψηφία των στρατιωτικών οπαδούς του Χίτλερ προσωπικά, αν όχι και των Εθνικοσοσιαλιστών γενικότερα. Όμως σύντομα άρχισαν τα σύννεφα να σκιάζουν τον μέχρι πρότινος ανέφελο ουρανό της σχέσης του Χίτλερ με την ανώτερη στρατιωτική ηγεσία. Αιτία ήταν η επιθετικότητα της εξωτερικής πολιτικής του Φύρερ, που μαθηματικά – υπολόγιζαν οι στρατιωτικοί – παρέσυρε τη Γερμανία σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δυνατό να κερδίσει. Η πρώτη κίνηση ήταν η επαναπροσάρτηση της κοιλάδας του Ρουρ, το 1936, που δεν συνάντησε την παραμικρή αντίδραση από πλευράς των Συμμάχων. Στη συνέχεια, το 1938, άρχισαν οι πιο ουσιώδεις – και ταυτόχρονα προκλητικές για τους Συμμάχους – κινήσεις του Χίτλερ στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα: η πρώτη απ’ αυτές ήταν η προσάρτηση της Αυστρίας, το Anschluss. Αυτή η κίνηση, έδειξε στους στρατιωτικούς με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι ο Χίτλερ σκόπευε να προχωρήσει στη ‘ρύθμιση’ των εκκρεμοτήτων που είχε αφήσει για τη Γερμανία ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τον ίδιο τρόπο: με ένα συνδυασμό επιθετικής διπλωματίας και προβολής στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο την εποχή αυτή η πραγματική στρατιωτική ισχύς της Γερμανίας δεν ήταν επαρκής για μια τέτοια πολιτική. Οι στρατιωτικοί πίστευαν (και, θεωρητικά, είχαν δίκιο) ότι η Γερμανία ήταν σαφώς υποδεέστερη στρατιωτικά της Βρετανίας και της Γαλλίας (πόσο μάλλον έναντι της συμμαχίας των δύο αυτών χωρών). Οποιαδήποτε απόπειρα ‘ρύθμισης’ των ζητημάτων της Σουδητίας και του πολωνικού διαδρόμου, θεωρούσαν οι στρατιωτικοί, θα ανάγκαζε Βρετανία και Γαλλία να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία. Έναν πόλεμο που οι ανέτοιμες ένοπλες δυνάμεις του Γ’ Ράιχ δεν θα ήταν δυνατό να κερδίσουν.
            Αυτή η πίστη των στρατιωτικών, ενισχύθηκε μετά την προσάρτηση της Αυστρίας και ενώ ήδη είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες για την επόμενη κίνηση του Χίτλερ, που θα ήταν η προσάρτηση της Σουδητίας. Κύριος εκφραστής της ανησυχίας των ανώτερων κλιμακίων της Wehrmacht ήταν ο άξιος επιτελικός αξιωματικός, στρατηγός Λούντβιγκ Μπεκ, που την εποχή αυτή ήταν επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου. Ο Μπεκ μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, θορυβήθηκε, κρίνοντας ότι η Γερμανία βαδίζει στον δρόμο της καταστροφής: η επόμενη κίνηση προς την Τσεχοσλοβακία θα έφερνε τη χώρα του αντιμέτωπη με την Αγγλία και τη Γαλλία και από αυτήν την αντιπαράθεση η Γερμανία δε μπορούσε να προσμένει τίποτε περισσότερο από την ήττα – ή έτσι τουλάχιστον εκτιμούσαν οι Γερμανοί στρατιωτικοί της εποχής. Ο Μπεκ αποφάσισε, με την ισχυρή αίσθηση περί καθήκοντος που τον διέκρινε, να κινηθεί: Ξεκίνησε επαφές με όλους τους αντιφρονούντες αξιωματικούς εντός του στρατεύματος και έφτιαξε μια δήλωση, με την οποία δήλωνε απερίφραστα στον Χίτλερ ότι η ηγεσία του στρατεύματος σκόπευε σύσσωμη να παραιτηθεί, εφόσον συνέχιζε την πολιτική που θα έφερνε τη χώρα στα πρόθυρα του πολέμου. Το περιεχόμενο της δήλωσης ήταν διαφωτιστικό:
«Ο αρχηγός του Στρατού μαζί με τους αρχαιότερους στρατηγούς του δηλώνουν ότι δεν δύνανται να αναλάβουν την ευθύνη διεξαγωγής ενός πολέμου αυτού του είδους, χωρίς ταυτόχρονα να αναλάβουν ένα μερίδιο της ενοχής ενώπιον των ανθρώπων και της ιστορίας. Εφόσον ο Φύρερ επιμείνει στην επιδίωξη αυτού του πολέμου, διά του παρόντος παραιτούνται από τις θέσεις τους».
Δυστυχώς για τον Μπεκ, το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας του στρατεύματος δεν επιθυμούσε να κοντραριστεί σε αυτήν την περίσταση με τον Χίτλερ. Λίγοι ήταν οι αξιωματικοί που συναίνεσαν σε αυτήν τη δήλωση, αντίθετα οι περισσότεροι για διάφορους λόγους δεν συντάχθηκαν με τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου.
Ο Μπεκ, διαπιστώνοντας ότι η πλειοψηφία των συνεργατών του και υφισταμένων του δε μοιραζόταν την άποψή του, αποφάσισε να παραιτηθεί. Όμως και ο αντικαταστάτης του, Φριτς Χάλντερ, ήταν επίσης αντίπαλος του Χίτλερ, τον οποίο μάλιστα δεν είχε διστάσει να αποκαλέσει τρελό, εγκληματία και ‘βρικόλακα’! Χάλντερ και Μπεκ συνέχισαν να συνωμοτούν κατά του Χίτλερ και μάλιστα μύησαν πολλούς και σημαίνοντες αξιωματικούς της Wehrmacht σε αυτήν τη συνωμοσία, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει στην αποπομπή του Χίτλερ ήδη από το 1938. Ωστόσο για να πραγματοποιηθεί το πραξικόπημα που σχεδίαζαν, θα έπρεπε να ‘συνεργαστεί’ η Βρετανία: απειλή κήρυξης πολέμου από τους Βρετανούς στην απόπειρα προσάρτησης της Σουδητίας, θα ήταν το σύνθημα που περίμεναν οι συνωμότες. Οι προετοιμασίες για το πραξικόπημα είχαν προχωρήσει και μάλιστα οι συνωμότες χρησιμοποίησαν τις κινήσεις των στρατευμάτων ενόψει της εισβολής στη Σουδητία, για να αποκρύψουν τις κινήσεις των μονάδων που είχαν επιλεγεί να έχουν ρόλο-κλειδί στο πραξικόπημα.
Ωστόσο οι επίδοξοι πραξικοπηματίες λογάριασαν δίχως τους Βρετανούς: ο Νέβιλ Τσάμπερλεϊν έδωσε στη Γερμανία το ‘πράσινο φως’ για να προχωρήσει στην κατάληψη της Σουδητίας (και ουσιαστικά ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας στη συνέχεια). Η πλέον τραγικά ειρωνική διαπίστωση της σύγχρονης ιστορίας, το ‘ειρήνη στον καιρό μας’ (peace in our time) που χρησιμοποίησε ο Τσάμπερλεϊν αμέσως μετά το πέρας της μοιραίας διάσκεψης του Μονάχου, ήταν η χαριστική βολή στα σχέδια των συνωμοτών. Η νομιμοποίηση των πράξεων τους, δηλαδή η απειλή πολέμου, δεν υπήρχε. Ο Χίτλερ ήταν πλέον ανενόχλητος να προχωρήσει. Όμως κάποιοι αξιωματικοί συνέχιζαν να απεργάζονται τρόπους να εξουδετερώσουν τον άνθρωπο που, θεωρούσαν, οδηγούσε το Γ’ Ράιχ στον όλεθρο.


ΜΙΑ ΦΙΛΟΔΟΞΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ

Είδαμε ήδη ορισμένες από τις κυριότε ες απόπειρες δολοφονίας κατά του Αδόλφου Χίτλερ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ορισμένες απ’ αυτές τις απόπειρες ήταν περίπου αποτέλεσμα ‘προσωπικής βεντέτας’ των υποψήφιων δολοφόνων με τον Γερμανό δικτάτορα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τις περιπτώσεις των Χάμμερσταϊν και Χάλντερ, αλλά και για την υπόθεση που θα χρησιμοποιήσουμε για να εξετάσουμε τα εναλλακτικά σενάρια για την πορεία των πραγμάτων: αυτήν του Φριτς φον Βιτσλέμπεν.
Ορκισμένος εχθρός των Ναζί και του Αδόλφου Χίτλερ, ο πολύπειρος στρατιωτικός, πριν από τον πόλεμο είχε περιπέσει σε δυσμένεια. Το 1938 αποπέμφθηκε από το στράτευμα, διότι κατ’ επανάληψη είχε καταφερθεί με δριμύτατους χαρακτηρισμούς κατά του Χίτλερ και των Ναζί. Ήταν και εκείνος ένας από τους αξιωματικούς που συμμεριζόταν τις ανησυχίες του Μπεκ για την τύχη της Γερμανίας εφόσον εμπλεκόταν σε έναν πόλεμο που δεν μπορούσε να κερδίσει. Η ‘βεντέτα’ του στρατηγού με τον Χίτλερ είχε ξεκινήσει ουσιαστικά αμέσως μετά τη ‘Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών’, όταν ο φον Βιτσλέμπεν προσπάθησε να εξαναγκάσει τον υπουργό Άμυνας να διατάξει εξέταση για τις συνθήκες του θανάτου του Κουρτ φον Σλάιχερ και του Φέρντιναντ φον Μπρέντοβ.  Μπορεί να πλήρωσε με τη θέση του το αντιναζιστικό του μένος, ωστόσο ένα χρόνο αργότερα ο Χίτλερ τον κάλεσε να επανέλθει στο στράτευμα – είχε ανάγκη από κάθε άξιο στρατιωτικό (και ο φον Βιτσλέμπεν ήταν από τους πλέον άξιους) για τον πόλεμο που επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει. Για την εισβολή στην Γαλλία ο φον Βιτσλέμπεν ανέλαβε την ηγεσία της Πρώτης Στρατιάς, με την οποία διακρίθηκε ιδιαίτερα, πετυχαίνοντας μάλιστα την παράδοση μεγάλου αριθμού γαλλικών μεραρχιών.    
Για την εξαίρετη απόδοσή του στην εκστρατεία της Γαλλίας, ο φον Βιτσλέμπεν παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών και προήχθη σε στρατάρχη. Ίσως με αυτές τις κινήσεις του, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα κατόρθωνε να προσεταιριστεί τον ηλικιωμένο στρατιωτικό. Άλλωστε, τα κατάφερε με το φον Λέεμπ, που από παθιασμένος αντιναζιστής, μετά το 1940 μεταμορφώθηκε σε φανατικό υποστηρικτή του Χίτλερ, χάρη στη γενναιοδωρία του Φύρερ. Όμως ο φον Βιτσλέμπεν δεν ήταν φον Λέεμπ. Συνέχισε την παθιασμένη αντιναζιστική ρητορική του και παρέμεινε σε επαφή με τους μαχητικότερους αντιναζιστές του γερμανικού στρατεύματος, όπως τον Μπεκ, τον Χάλντερ, τον Χέπνερ, τον Χάμμερσταϊν και άλλους.
Όταν η καθυπόταξη της Γαλλίας ολοκληρώθηκε, ο Βιτσλέμπεν παρέμεινε στη Γαλλία και λίγους μήνες αργότερα του ανατέθηκε η θέση του Γενικού Διοικητή της Δύσης. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε για να κάνει την κίνησή του ενάντια στον Αδόλφο Χίτλερ! Ο Βιτσλέμπεν υπήρξε κοινωνός των σχεδίων του Χάμμερσταϊν και ήταν μεταξύ των αξιωματικών που είχαν πρωτεύοντα ρόλο στα σχεδιαζόμενα πραξικοπήματα του 1938 και του 1939. Μια και αυτές οι προσπάθειες είχαν αποτύχει, ο Βιτσλέμπεν αποφάσισε να δράσει και με δική του πρωτοβουλία να εξοντώσει τον Χίτλερ! Το σχέδιο που συνέλαβε ήταν απλό αλλά φαινόταν εξαιρετικά σίγουρο. Θα καλούσε τον Χίτλερ στο Παρίσι, για να τον δολοφονήσει ενώ θα βρισκόταν στο έλεός του! Ο Βιτσλέμπεν είχε φροντίσει το επιτελείο του να αποτελείται από αξιωματικούς που μοιράζονταν τις αντιναζιστικές πεποιθήσεις του και οι περισσότεροι αξιωματικοί του, του ήταν απολύτως πιστοί. Εφόσον κατόρθωνε να παρασύρει τον Χίτλερ στο στρατηγείο του, το σύνολο των αξιωματικών και ανδρών που είχε στις διαταγές του θα κινητοποιούνταν, θα εξουδετέρωναν τους SS που φρουρούσαν τον Χίτλερ και θα εξόντωναν τον δικτάτορα. Όμως όπως συνέβη και με τον Χάμμερσταϊν, ο Χίτλερ απέφυγε επιμελώς να αποδεχτεί την πρόσκληση του Βιτσλέμπεν.
Αλλά η χρυσή ευκαιρία παρουσιάστηκε την άνοιξη του 1941. Υπό την εποπτεία του φον Βιτσλέμπεν θα οργανωνόταν μια μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στο Παρίσι. Στην  Πλας ντε λα Κονκόρντ, από μια ειδικά διαμορφωμένη εξέδρα, ο Αδόλφος Χίτλερ θα παρακολουθούσε τις ‘λεγεώνες της Δύσης’ να παρελαύνουν κατά μήκος της Σανς Ελυζέ με το σταθερό ‘βήμα της χήνας’. Δίπλα του, στρατηγικά τοποθετημένοι, θα ήταν μερικοί από τους πλέον έμπιστους στον Βιτσλέμπεν νεαρούς αξιωματικούς, όλοι με τα πιστόλια τους γεμάτα και απασφαλισμένα. Δύο εξ αυτών ήταν εκείνοι που είχαν αναλάβει το καθήκον της δολοφονίας του Φύρερ.. Όταν θα δινόταν το σύνθημα, θα έβγαζαν τα πιστόλια τους και θα πυροβολούσαν μαζί τον Αδόλφο Χίτλερ, πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σωματοφύλακές του, που εξαιτίας της περίστασης θα βρισκόταν στο παρασκήνιο. Ένας ακόμη έμπιστος νεαρός αξιωματικός θα κουβαλούσε μια βόμβα, την οποία θα πυροδοτούσε αν κάτι πήγαινε στραβά, ώστε όλοι μαζί – φυσικά και ο Χίτλερ – να τιναχτούν στον αέρα Επρόκειτο για ένα σχέδιο εξαιρετικά θρασύ, αλλά γι’ αυτόν τον λόγο ήταν και σχεδόν βέβαιο ότι θα πετύχαινε. Όμως ο φον Βιτσλέμπεν λογάριαζε δίχως την ‘έκτη αίσθηση’ του Χίτλερ που τον βοηθούσε να αποφεύγει τις κακοτοπιές: απροσδόκητα, η παρέλαση του Μαΐου του 1941 αναβλήθηκε, αφού ο Χίτλερ αποφάσισε – κυριολεκτικά, την ύστατη ώρα – να μην ταξιδέψει στην γαλλική πρωτεύουσα. Ο φον Βιτσλέμπεν απογοητεύτηκε, αλλά ετοιμάστηκε για μια νέα προσπάθεια. Όμως σύντομα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να δράσει, αφού ο Χίτλερ ενημερώθηκε για τις νέες εκδηλώσεις αντιπάθειας και μίσους του φον Βιτσλέμπεν προς τους Ναζί και τον Χίτλερ προσωπικά. 
Αυτή τη φορά η αποπομπή του στρατάρχη ήταν οριστική: στις αρχές του 1942, συνταξιοδοτήθηκε. Θα περνούσε τα επόμενα δύο χρόνια στα πατρικά του κτήματα, έως ότου κληθεί – και σαν καλός στρατιώτης, ανταποκριθεί – από τους συντρόφους του να αναλάβει τις τύχες της Wehrmacht, εφόσον η απόπειρα δολοφονίας της 20ης Ιουλίου του 1944 πετύχαινε. Δυστυχώς για τον Βιτσλέμπεν, η βόμβα που τοποθέτησε ο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ δεν πέτυχε το στόχο της και ο Χίτλερ επέζησε. Ο φον Βιτσλέμπεν έμελλε να ήταν το πρώτο θύμα του διαβόητου ‘λαϊκού δικαστηρίου’ (Volksgericht), που τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Η εκτέλεση του γηραιού στρατάρχη - απαγχονίστηκε με ατσαλένιο σύρμα από ένα τσιγκέλι - κινηματογραφήθηκε κατ’ εντολή του Χίτλερ.


Ο ΒΙΤΣΛΕΜΠΕΝ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ!

            Ας υποθέσουμε όμως ότι ο φον Βιτσλέμπεν πετύχαινε το σκοπό του. Αυτό θα προϋπέθετε απλώς ότι ο Χίτλερ δεν θα τροποποιούσε την τελευταία στιγμή τα σχέδιά του και μετέβη κανονικά στο Παρίσι για την προγραμματισμένη παρέλαση. Εφόσον κάτι τέτοιο συνέβαινε, ο θάνατος του ήταν βέβαιος, αφού το σύνολο των αξιωματικών που θα βρισκόταν γύρω του τις κρίσιμες ώρες, ήταν αντιναζί και έμπιστοι του Βιτσλέμπεν. Οπότε, το Μάιο του 1941 ο Χίτλερ θα ήταν παρελθόν και η Γερμανία θα έμπαινε σε μια καινοφανή κατάσταση, η εξέταση της οποίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
            Το καινοφανές της υπόθεση έγκειται στο ότι η Γερμανία διεξήγαγε έναν επιθετικό πόλεμο με εξαιρετική επιτυχία: υπό την ηγεσία του Χίτλερ, είχε κατακτήσει την Πολωνία, τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, τη Νορβηγία και τη Δανία.  Είχε εισβάλλει στα Βαλκάνια και είχε κατακτήσει την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Ήταν κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης και οι οιωνοί για το μέλλον του πολέμου ήταν άριστοι για τους Γερμανούς, παρότι είχαν αποτύχει να πατήσουν τα βρετανικά νησιά. Ήδη από τον προηγούμενο Δεκέμβριο, ο Χίτλερ είχε δώσει εντολές για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Μπαρμπαρόσα, της προσπάθειας καθυπόταξης και της Σοβιετικής Ένωσης. Η επίθεση ενάντια στην ΕΣΣΔ θα είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά ο Χίτλερ χρειάστηκε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στα Βαλκάνια, όπου ο άξονας είχε περιέλθει σε δυσχερή θέση καθώς οι Έλληνες είχαν αποκρούσει τις λεγεώνες του Μουσολίνι, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του άξονα στην πρώτη τους ήττα.  Στην Άπω Ανατολή οι ΗΠΑ είχαν σφίξει τον κλοιό του οικονομικού αποκλεισμού της Ιαπωνίας, όμως η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ δεν είχε ακόμη συμβεί και οι ΗΠΑ δεν είχαν μπει ενεργά στον πόλεμο.
            Αυτά ήταν, σε αδρές γραμμές, τα στρατιωτικά δεδομένα το Μάιο του 1941, όταν – σύμφωνα με την υπόθεσή μας – ο Χίτλερ άφηνε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, δολοφονημένος από τους έμπιστους του Βιτσλέμπεν. Το πρώτο θέμα που θα προέκυπτε και μάλιστα άμεσα, ήταν ποιος θα είχε τον έλεγχο της Γερμανίας την επομένη της βίαιης απομάκρυνσης του Χίτλερ από την εξουσία. Γενικά ένα μεγάλο μέρος της στρατιωτικής ηγεσίας της Γερμανίας (μεταξύ αυτών οι Μπεκ και Χάλντερ) είχε προετοιμάσει όπως είδαμε ήδη από το 1938 σχέδια για τη διενέργεια πραξικοπήματος σε περίπτωση δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ. Εφόσον επιτύγχανε το πραξικόπημα, οι Ναζί θα απομακρυνόταν από την εξουσία και μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, με την υποστήριξη του στρατού, θα αναλάμβανε να βάλει τη χώρα σε μια μεταβατική περίοδο, έως την εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας (που αποτελούσε την επιθυμία των στρατιωτικών). Ανάλογα σχέδια εκπονήθηκαν το 1938, το 1939 και το 1943 και φυσικά το 1944, όπου μάλιστα τέθηκαν καταρχάς σε εφαρμογή (επιχείρηση ‘Βαλκυρία’). Στην περίπτωση της απόπειρας του Βιτσλέμπεν δεν είναι ξεκάθαρο αν είχαν υπάρξει οι συνεννοήσεις για τη διενέργεια αυτού του πραξικοπήματος και αν είχαν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες. Ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι ο Βιτσλέμπεν θα είχε ενημερώσει εκ των προτέρων τουλάχιστον τον Μπεκ και τον Χάλντερ, που με τη σειρά τους θα είχαν κάνει κάποιες προετοιμασίες. Θεωρούμε λοιπόν δεδομένο ότι οι στρατιωτικοί θα προσπαθούσαν να απομακρύνουν – βίαια, φυσικά – τους Ναζί από την εξουσία. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα προηγούμενα σχέδια πραξικοπήματος, η ευθύνη για τη δολοφονία του Χίτλερ επρόκειτο δημοσίως να αποδοθεί στα SS, που θα ήταν άλλωστε και ο πρώτος στόχος των πραξικοπηματιών: η σύλληψη της ηγεσίας και των στελεχών των SS θεωρείτο εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία του πραξικοπήματος. Ακόμη κι αν αυτή η κίνηση γινόταν και πετύχαινε, οι πιθανότητες να εκφυλιστεί το πραξικόπημα σε έναν εμφύλιο πόλεμο (περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο) ήταν μεγάλη. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα το τι ακριβώς θα γινόταν στον εμφύλιο αυτό πόλεμο. 
         Την εποχή που εξετάζουμε, η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία θα μπορούσε εν πολλοίς να ελέγξει το στράτευμα, εξασφαλίζοντας ότι αν όχι το σύνολο των μονάδων του, τότε τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, θα έπαιρνε το μέρος των ‘επαναστατών’ (ή συνωμοτών, ανάλογα με την πλευρά από την οποία το εξετάζουμε) και θα βοηθούσε στην επιχείρηση-ξήλωμα του εθνικοσοσιαλιστικού κρατικού μηχανισμού. Όμως ήταν σχεδόν αδύνατο όλες οι μονάδες να έπαιρναν το μέρος των αντιναζί. Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών και των αξιωματικών ήταν πιστοί ναζί ή συμπαθούσαν το καθεστώς και θαύμαζαν τον Χίτλερ.  Εξάλλου μέχρι την ώρα εκείνη δεν είχε χάσει καμία πολεμική αναμέτρηση και η Γερμανία κατείχε τα 2/3 της Ευρώπης.  Λαμβάνοντας υπόψη το πόσο δημοφιλής ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, οι συνωμότες το 1938 και το 1939 ενόψει του πραξικοπήματος που ετοίμαζαν, είχαν σχεδιάσει να κυκλοφορήσουν την είδηση ότι ο Χίτλερ είχε δολοφονηθεί από τα SS, τα οποία ούτως ή άλλως ήταν το ‘μαύρο πρόβατο’ για τον γερμανικό στρατό και τους άνδρες που υπηρετούσαν σε αυτόν (όπως ήταν παλιότερα τα SA). Αυτή θα ήταν η ‘επίσημη θέση’ που θα κυκλοφορούσε και στο ευρύ κοινό, που θα ενημερωνόταν ότι τα SS προσπάθησαν να αρπάξουν την εξουσία, ‘αναγκάζοντας’ τον Στρατό να επέμβει για να σώσει την Vaterland. Τα ίδια τα SS την εποχή αυτή ήταν ένας πανίσχυρος οργανισμός, αλλά το στρατιωτικό σκέλος τους ήταν ακόμη υπανάπτυκτο, αφού μόλις είχε ξεκινήσει η επέκταση των μεραρχιών του ένοπλου κλάδου τους (των Waffen-SS) οι οποίες παρότι ήδη είχαν αποκτήσει τον χαρακτήρα των επίλεκτων μονάδων (που θα επιβεβαίωναν ιδιαίτερα εμφατικά στα επόμενα χρόνια) ήταν ακόμη λίγες και πλημμελώς στελεχωμένες. Πάντως οι μονάδες των Waffen-SS και των Totenkopfverbande αποτελούσαν ίσως τον σημαντικότερο κίνδυνο για τους  συνωμότες, καθώς θα αποτελούσαν τις ‘δυνάμεις κρούσης’ των εθνικοσοσιαλιστών στον εμφύλιο που πιθανότατα θα ξεσπούσε. Ηδη από το 1938 και το σχεδιασθέν τότε πραξικόπημα, υπήρχαν σχέδια για σύλληψη των επικεφαλής των SS, ωστόσο το 1941 ο οργανισμός του Χάινριχ Χίμλερ είχε διογκωθεί και αποτελούσε σχεδόν ‘κράτος εν κράτη’.

ΠΟΙΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ;

            Όπως είδαμε ήδη, το ενδεχόμενο ενός εμφυλίου ήταν περίπου βέβαιο. Ωστόσο η κλίμακα του δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Αν όντως ο Βιτσλέμπεν είχε προνοήσει να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις, τότε η προσπάθεια των στρατιωτικών να αποκτήσουν τον έλεγχο πριν κλιμακωθεί η αναμενόμενη αντίδραση των Ναζί, ενδεχομένως να πετύχαινε με σχετικά περιορισμένο τίμημα σε αίμα. Η διαμάχη σαφώς και θα ήταν σκληρή, αφού οι Ναζί δεν θα άφηναν την εξουσία να τους ξεφύγει τόσο εύκολα. 
            Οπότε και το τι θα συνέβαινε στο μέλλον, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης για την εξουσία στη μετά-Χίτλερ εποχή. Αν οι εθνικοσοσιαλιστές κατόρθωναν να παραμείνουν στην ηγεσία της χώρας, το μέλλον θα ήταν μάλλον αβέβαιο. Από τους υποψήφιους διαδόχους του Χίτλερ την εποχή αυτή, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους Ες, Γκαίρινγκ, Μπόρμαν, Γκέμπελς και Χίμλερ κατά πρώτο και κύριο λόγο. Ο Ρούντολφ Ες ήταν ο αναπληρωτής Φύρερ και εξ απορρήτων του Χίτλερ. Θεωρείτο όμως ‘αδύναμη προσωπικότητα’ και τα ερείσματά του εντός του κόμματος ήταν αναιμικά και δεν ήταν δυνατό να στηρίξουν ανάρρησή του στην εξουσία. Επίσης γενικά θεωρείτο ‘ετερόφωτος’ και ήταν χαμηλών τόνων – σαφώς δεν διέθετε το ειδικό βάρος για να σταθεί ως αντικαταστάτης του χαρισματικού Χίτλερ. Ο Μπόρμαν ήταν πανίσχυρος στο κόμμα, έχοντας θέσει στο περιθώριο τον Ες (κι ας ήταν ο τελευταίος τυπικά προϊστάμενός του), όμως γενικά ήταν μικρών δυνατοτήτων και δεν είχε κανένα ηγετικό χάρισμα. Κι αυτός ήταν ένας άνθρωπος των παρασκηνίων, που σε αντίθεση με τον Χίτλερ προτιμούσε να μηχανορραφεί πίσω από τις κουίντες. Σαφώς και θα ήταν εξαιρετικά μεγάλη  έκπληξη αν ήταν εκείνος ο διάδοχος του Χίτλερ. Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο ουσιαστικός υπ’ αριθμόν 2 ισχυρός άνδρας του Γ’ Ράιχ (μετά τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ) ήταν δημοφιλής, είχε ηγετικά προσόντα (αν και, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν μάλλον υπερεκτιμημένα) και θα μπορούσε να αποτελέσει τη διάδοχο κατάσταση, αν είχε τη δυνατότητα να κινηθεί αρκετά γρήγορα και εξασφάλιζε τις απαραίτητες ενδοκομματικές συμμαχίες. Το ότι ήλεγχε τη Luftwaffe (και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστος από τις δολοπλοκίες των στρατιωτικών) ήταν ένα ακόμη υπέρ του στοιχείο. Όπως και το ότι είχε ισχυρότατα ερείσματα στην αστυνομία του Ράιχ. Ήταν η πιο γνωστή φιγούρα στο Γ’ Ράιχ και είχε ισχυρότατες βάσεις στην κατεξοχήν περιοχή που στήριζε τους Ναζί, τη Βαυαρία. Ο έτερος δελφίνος, ο Γιόζεφ Γκέμπελς είχε ήδη αποκτήσει φήμη ως ‘ο μάγος της προπαγάνδας’, ήταν ευφυέστατος, διέθετε πλούσια ηγετικά χαρίσματα και ήταν την εποχή αυτή ‘η φωνή και το πρόσωπο του Γ’ Ράιχ’. Επίσης ήταν και εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των Γερμανών, που είχαν ήδη αρχίσει να τον βλέπουν και να τον ακούν περισσότερο απ’ ότι τον Χίτλερ. Γενικά όμως θεωρείται ότι δεν είχε τόσο ισχυρά προσωπικά ερείσματα εντός του NSDAP ώστε να επιβάλλει τον εαυτό του ως Φύρερ, παρότι σίγουρα αποτελούσε τον προφανέστερο ανταγωνιστή του Γκαίρινγκ. Τέλος ο Χάινριχ Χίμλερ, ο Reichsfuhrer SS, είχε στη διάθεσή του τον πανίσχυρο μηχανισμό των SS και ουσιαστικά και των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας, οπότε δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ως υποψήφιος. Ωστόσο θα ήταν ένας από τους πρώτους στόχους των συνωμοτών, ενώ παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητές του δεν είναι βέβαιο ότι θα έβρισκε πολλούς σημαίνοντες Ναζί για τον υποστηρίξουν. Τυχόν επικράτηση του θα οφειλόταν αποκλειστικά σε παρασκηνιακές – και μάλλον αιματηρές – ‘ρυθμίσεις’, αφού πολιτικά δεν βρισκόταν σε θέση να απειλήσει τους Γκαίρινγκ και Γκέμπελς.
            Όποιος και αν ήταν ο διάδοχος του Χίτλερ, η εδραίωσή του στην εξουσία δεν θα ήταν ούτε απλή, ούτε εύκολη. Και για το λόγο αυτό πολλά από τα σχέδια που είχε ετοιμάσει και προωθήσει ο Χίτλερ, θα έπρεπε να μπουν (προσωρινά τουλάχιστον) ‘στο ψυγείο’. Είναι βέβαιο ότι ο νέος φύρερ μάλλον δεν θα προχωρούσε με τα σχέδια για εισβολή στην ΕΣΣΔ στη φάση εκείνη: οι προετοιμασίες βρισκόταν σε προχωρημένο σημείο, ωστόσο μέχρι την εδραίωσή του στην εξουσία εντός του Γ’ Ράιχ και έχοντας αντιμετωπίσει μια βίαιη αντίδραση από μεγάλη μερίδα των στρατιωτικών, δεν θα ήταν δυνατό να εμπλακεί σε μια νέα πολεμική περιπέτεια και μάλιστα της κλίμακας της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Οι συνθήκες πρόσταζαν παύση της πολεμικής δραστηριότητας, έως ότου ξεκαθαρίσει το ομιχλώδες τοπίο και εδραιωθεί η νέα εξουσία στις συνειδήσεις των Γερμανών. Αφού περνούσε αυτό το διάστημα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο στόχος επίθεσης θα παρέμενε η ΕΣΣΔ. Άλλωστε οι επιτελείς του Χίτλερ είχαν προβλέψει ότι η ΕΣΣΔ θα ήταν ‘προσιτός’ στόχος έως και το 1942, όταν θεωρούσαν ότι θα διαταρασσόταν η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών σε βάρος της Γερμανίας.  
Με αυτά τα δεδομένα, ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι, σε περίπτωση που η Γερμανία εισερχόταν στη δίνη ενός εμφυλίου πολέμου πως θα αντιδρούσε ο Στάλιν; Η δέσμευση του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντική και ο Στάλιν ίσως και να το παραβίαζε (όπως έκανε και ο Χίτλερ) εφόσον θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο τον συνέφερε. Κάποιοι φαίνεται να θεωρούν πιθανό ότι ο Στάλιν θα εισέβαλλε στην ανατολική Ευρώπη για να επωφεληθεί από την αταξία που θα επέφερε ο θάνατος του Χίτλερ, ωστόσο με τον Ερυθρό Στρατό στην κατάσταση που βρισκόταν το 1941, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο. Ωστόσο ο Στάλιν θα προσπαθούσε να επωφεληθεί από τυχόν αναταραχή στη Γερμανία, ίσως επεκτείνοντας (αναίμακτα ή με τα όπλα) τη σφαίρα επιρροής του σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης που δεν ήλεγχε το Γ’ Ράιχ. Στο δυτικό μέτωπο και καθώς οι ΗΠΑ δεν είχαν εμπλακεί ακόμη, η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη. Η ‘φιλική’ προς τους Βρετανούς διάθεση του Χίτλερ, είχε εμποδίσει την αιχμαλωσία ολόκληρου του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (BEF) και είχε οδηγήσει στην πρόωρη, κατά πολλούς, παύση των επιχειρήσεων για την προετοιμασία της επιχείρησης ‘Θαλάσσιος Λέων’ (Seelowe), δηλαδή της εισβολής στα βρετανικά νησιά. Πέραν της άποψης του Χίτλερ περί ‘φυλετικής συγγένειας’ με τους Βρετανούς, άνθρωποι του στενού του περιβάλλοντος, όπως ο Ρούντολφ Ες και οι Χαουσχόφερ, πατήρ και υιός, ήταν παράγοντες που δρούσαν υπέρ της προσπάθειας εξεύρεσης μιας λύσης που θα ήθελε και τις δύο χώρες – Βρετανία και Γερμανία – μέτοχους στη μοιρασιά του κόσμου. Ωστόσο με τη δολοφονία του Χίτλερ, τόσο ο Ες όσο και οι Χαουσχόφερ θα βρισκόταν εκτός της πολιτικής σκηνής της Γερμανίας. Οποιος και αν ήταν ο διάδοχος του Χίτλερ, πιθανότατα δε θα συμμεριζόταν τα φιλοβρετανικά συναισθήματα του Φύρερ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα σοβαρό ενδεχόμενο ο διάδοχος του Φύρερ να προσπαθούσε να κλείσει το δυτικό μέτωπο με τη Βρετανία πριν ανοίξει κάποιο άλλο (κάτι που υπαγορευόταν, άλλωστε και από την κοινή λογική). Η Γερμανία είχε τους πόρους και τις δυνάμεις (τις οποίες όμως διοχέτευε ο Χίτλερ στα ανατολικά σύνορα, για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα) για να επαναλάβει τη ‘Μάχη της Βρετανίας’ και να την κερδίσει αυτή τη φορά, πετυχαίνοντας τις συνθήκες για να εισβάλλει στα βρετανικά νησιά και να εξαναγκάσει την κυβέρνηση της Α.Μ. σε συνθηκολόγηση. Ιδιαίτερα αν ο διάδοχος του Χίτλερ ήταν ο Γκαίρινγκ, που κατά τα φαινόμενα έφερε βαρέως την ήττα της Luftwaffe πάνω από τους βρετανικούς ουρανούς, πιθανότατα η Επιχείρηση Seelowe να επανερχόταν στο προσκήνιο. Οσον αφορά στις προεκτάσεις αυτής της πορείας σκέψης, το μοναδικό που χρειάζεται να αναφέρουμε είναι αυτό: η Βρετανία ήταν ο ‘μοχλός’ που έφερε τις ΗΠΑ στον πόλεμο ενάντια στον Άξονα (βρετανικές και αμερικανικές συνεννοήσεις είχαν υπαγορεύσει εξαρχής την άσκηση πίεσης στους Ιάπωνες, που τελικώς ‘ανάγκασαν’ την Ιαπωνία να επιλέξει την οδό της πολεμικής αναμέτρησης με τις ΗΠΑ). Με Βρετανία και ΗΠΑ εκτός πολέμου, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν η τύχη της ΕΣΣΔ σε μια ολοκληρωτική αντιπαράθεση με το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει το Γ’ Ράιχ.
            Υπάρχουν και άλλες επιπλοκές στο ίδιο ζήτημα: εφόσον ο Χίτλερ εξοντωνόταν, ο διάδοχος του θα τιμούσε τις συμφωνίες που είχε υπογράψει, λ.χ. με την Ιαπωνία; Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στις ΗΠΑ μετά το Περλ Χάρμπορ και υπακούοντας στη συμφωνία με την Ιαπωνία. Ενδεχομένως ένας άλλος ηγέτης να ήταν λιγότερο ενθουσιώδης στο να κηρύξει τον πόλεμο σε μια χώρα που δεν ήταν δυνατό, λόγω των απεριόριστων σχεδόν πόρων που διέθετε αλλά και της θέσης της, να νικηθεί από τις δυνάμεις του Άξονα. Μια άλλη επιπλοκή έχει να κάνει με την αντίδραση της Βρετανίας, που ωστόσο στρατηγικά είχε ελάχιστες δυνατότητες την περίοδο αυτή (αρχές-μέσα του 1941). Η διάλυση του Άξονα δεν θα πρέπει να αποκλείεται, όμως δεν ήταν πιθανή (τουλάχιστον ως προς τον άξονα Βερολίνο-Ρώμη). Έξοδος της Γερμανίας από τον πόλεμο, εφόσον οι Ναζί παρέμεναν στην εξουσία, δεν είναι πιθανή και μάλλον θα πρέπει ένα τέτοιο ενδεχόμενο να αποκλειστεί. Αν και εξαρτάται εν πολλοίς από το πρόσωπο που θα ήταν ο διάδοχος του Χίτλερ, αφού το καθεστώς των εθνικοσιαλιστών ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγές. Πάντως οι στόχοι του πολέμου σίγουρα θα επαναπροσδιορίζοντο, όπως και οι προτεραιότητες των ενόπλων δυνάμεων του Γ’ Ράιχ.


ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ

Το δεύτερο ενδεχόμενο μετά τη δολοφονία του Χίτλερ, θα ήταν η επικράτηση των Στρατιωτικών, που θα δοκίμαζαν να καταλάβουν την εξουσία. Την εποχή αυτή επικεφαλής της ανώτατης διοίκησης του στρατού (ΟΚΗ) ήταν ο Βάλτερ φον Μπράουχιτς, αντιναζί αλλά προσωπικά δεμένος με τον Αδόλφο Χίτλερ (ο οποίος τον είχε βοηθήσει, οικονομικά και ηθικά). Αν ο Χίτλερ εξοντωνόταν, ο Μπράουχιτς κατά πάσα πιθανότητα θα τασσόταν υπέρ των συνωμοτών – άλλωστε είχε δηλώσει στον Μπεκ και τον Χάλντερ ότι δεν θα έκανε οτιδήποτε ενάντια στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα του 1938, παρά την προσωπική του φιλία με τον Χίτλερ (και όντως, παρότι ήταν ενήμερος όλων των κινήσεων των συνωμοτών, δεν τους πρόδωσε στον Χίτλερ).  Επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου ήταν ο ίδιος ο Χάλντερ, εκ των ηγετικών φυσιογνωμιών της γερμανικής αντίστασης,. Επικεφαλής του έτερου ισχυρού οργανισμού της ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, του OKW, ήταν ένας έμπιστος του Χίτλερ και φανατικός Ναζί, ο Βίλχελμ Κάιτελ. Οι δεσμοί του με τον Χίτλερ είναι φανεροί από το ότι οι συνάδελφοί του, τον αποκαλούσαν ‘Lakeitel’, που ήταν ένα λογοπαίγνιο με το όνομά του και τη λέξη lakei (λάκαϊ) που σημαίνει ‘λακές’. ΟΚΗ και Γενικό Επιτελείο θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των μονάδων του Γ΄ Ράιχ, όπως και του Στρατού Αναπλήρωσης που ήταν η βασικότερη δύναμη στο έδαφος της Γερμανίας και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταληφθεί η εξουσία. Άλλωστε και η συνωμοσία της 20ης Ιουλίου του 1944 είχε ως βασικό εργαλείο για την κατάληψη της εξουσίας, το Στρατό Αναπλήρωσης (Επιχείρηση Βαλκυρία). Οι πιθανότητες των στρατιωτικών, εφόσον υπήρχε πρότερη συνεννόηση και οργάνωση, να καταλάβουν την εξουσία απομακρύνοντας τους Ναζί, ήταν αρκετά μεγάλες. Κι αυτό παρότι η πλειοψηφία των ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών (και η συντριπτική πλειοψηφία των κατώτερων αξιωματικών και απλών ανδρών) της Wehrmacht ήταν θετικά διακείμενη προς τον Χίτλερ και τους Ναζί.
Σε μια τέτοια περίπτωση, μια κυβέρνηση ‘εθνικής ενότητας’ με τη στήριξη του Στρατού θα αναλάμβανε τη χώρα και αναμένεται ότι θα προσπαθούσε να πετύχει την απεμπλοκή της από τον πόλεμο. Καθώς κύκλοι της Αντίστασης είχαν ήδη επαφές με το Λονδίνο, θεωρείται δεδομένο ότι ο Τσώρτσιλ σύντομα θα λάμβανε προτάσεις ειρήνευσης πολύ πιο πειστικές από εκείνες που του είχε στείλει ο Χίτλερ. Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς στην περίπτωση αυτή οι Βρετανοί δεν θα είχαν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της Γερμανίας ως ‘Δούρειο Ίππο’ κατά της ΕΣΣΔ – όπως είναι πολύ πιθανό να έγινε στην πραγματικότητα. Εξάλλου μια κυβέρνηση εκ προσωπικοτήτων, που θα έσπευδε να προχωρήσει για παράδειγμα στην αποχώρηση από τα κατακτημένα εδάφη, θα αφαιρούσε όλα τα ηθικά ερείσματα των Βρετανών για συνέχιση της αντίστασης. Φυσικά σε μια τέτοια περίπτωση, οι πιθανότητες να παραμείνει ενεργός ο Άξονας Βερολίνου-Ρώμης-Τόκιο ήταν μηδαμινές.
Αναφέραμε ήδη το πολίτευμα που προτιμούσε η γερμανική αριστοκρατία (καθώς αυτό εξασφάλιζε με τον καλύτερο τρόπο τα προνόμιά της) ήταν η συνταγματική μοναρχία. Μάλιστα οι στρατιωτικοί επιθυμούσαν την επαναφορά της δυναστείας του Κάιζερ και για την ακρίβεια ο διάδοχός του ήταν έτοιμος να αναλάβει το αξίωμα του εφόσον πετύχαινε το ματαιωθέν πραξικόπημα του 1938 ή αυτό του 1939. Μια επαναφορά της Γερμανίας στη Συνταγματική Μοναρχία δεν ήταν επιθυμητή από τους δυτικούς Συμμάχους, ωστόσο ήταν αρκετά πιθανή εφόσον επικρατούσαν οι στρατιωτικοί. Από κει και πέρα το πιθανότερο είναι ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα τερματιζόταν. Σε μια τέτοια περίπτωση βεβαίως μένει ανοιχτό το ερώτημα, τι θα έκανε ο Στάλιν, οι φιλοδοξίες του οποίου για ‘εξαγωγή της επανάστασης’ ήταν υπαρκτές και προς την κατεύθυνση αυτή εργαζόταν, καθιστώντας σιγά-σιγά πανίσχυρες τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Αλλά αυτό το ερώτημα παραείναι υποθετικό για να απαντηθεί, με δεδομένο ότι ο Στάλιν δεν είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του πριν από την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η οποία πραγματικά τον κατέλαβε εξ απήνης (κάτι που είναι φανερό από την εντελώς ακατάλληλη τοποθέτηση των σοβιετικών δυνάμεων και την άρνησή του να προετοιμαστεί για την επίθεση, παρά τις πληροφορίες που ανέφεραν τις γερμανικές προετοιμασίες). Πάντως στρατηγικές μελέτες της εποχής, δείχνουν ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε άμεσα σχέδια για εισβολή στην ανατολική Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση, ένας πρόωρος θάνατος του Αδόλφου Χίτλερ θα είχε αλλάξει άρδην το σκηνικό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εικόνα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η εγκαθίδρυση της νέας (για την εποχή) τάξης πραγμάτων του διπολικού κόσμου, πιθανότατα δεν θα είχε γίνει και οι ΗΠΑ δεν θα είχαν αναλάβει την ‘κηδεμονία’ της δυτικής Ευρώπης. Αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί για να κατανοήσουμε πόσο διαφορετικός θα ήταν αυτός ο κόσμος. Καλύτερος ή χειρότερος από αυτόν που δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα, ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια.