Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Συνεχίζουμε σήμερα με ένα θέμα ελληνικό. Το αντικείμενο του άρθρου αυτού, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, είναι ένα από εκείνα που συναρπάζουν τους Έλληνες (κι όχι μόνο) αναγνώστες: η ιστορία του Αλεξάνδρου του Μέγα. Στο άρθρο αυτό προσπαθώ να δώσω μια σφαιρική εικόνα της προσωπικόητας του Αλεξάνδρου και να σκιαγραφήσω, έστω με αδρές γραμμές, τα κίνητρα που τον ώθησαν στη μεγαλεπήβολη εκστρατεία του. Στους στόχους μου περιλαμβάνεται να δώσω και μια εικόνα του 'νέου κόσμου' που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ελπίζω να σας αρέσει.

Ο στρατηλάτης, ο ήρωας, ο αμφιλεγόμενος

Αλεξάνδρου Ανάβασις

O Αλέξανδρος Β' της Μακεδονίας, γιος του Φιλίππου Β', ξεκίνησε πριν από 2300 χρόνια μία σύντομη αλλά εκτυφλωτικά λαμπερή πορεία, που τον έφερε από την Πέλλα στα πέρατα του κόσμου. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να προσεγγίσουμε την προσωπικότητα του Αλέξανδρου ως στρατιωτικού ηγέτη, πολιτικού, διαχειριστή της τεράστιας αυτοκρατορίας αλλά και ανθρώπου.

Αμέτρητα είναι τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον γιο του Φιλίππου, αυτόν που η ιστορία ονόμασε Μέγα. Τα κολακευτικά επίθετα που έχουν χρησιμοποιήσει οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν μαζί του, έχουν εξαντλήσει το σχετικό "οπλοστάσιο" δεκάδων γλωσσών. Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που σπεύδουν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που ο αναθεωρητισμός της ιστορίας κερδίζει έδαφος, να τον χρησιμοποιήσουν λιγότερο κολακευτικούς χαρακτηρισμούς για την προσωπικότητα και το έργο του.
Μεταξύ των μεγάλων κατακτητών της ιστορίας κατέχει μία θέση στην κορυφή, με μοναδικό ίσως συγκάτοικο τον Τζένγκις Χαν, το μεγάλο Χάνο των Μογγόλων που δημιούργησε μια αυτοκρατορία ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένας κυνηγός. Δεν είναι περίεργο που το αγαπημένο σπορ της μακεδονικής αριστοκρατίας, το κυνήγι, ήταν το μεγαλύτερο πάθος στην ζωή του Αλεξάνδρου. Καθημερινά, όπως μας παραδίδουν οι πηγές, ακόμη και όταν βρισκόταν σε εκστρατεία, ο Αλέξανδρος έβρισκε χρόνο να αφιερώσει την αγαπημένη του ενασχόληση. Καθόλη τη διάρκεια των περιπετειών του, σπάνια ο Αλέξανδρος άφηνε να περάσει μια μέρα δίχως να κυνηγήσει. Και κατά την διάρκεια του κυνηγιού, στο οποίο προτιμούσε τα δυσκολότερα θηράματα, θηριώδεις αγριόχοιρους και άγρια λιοντάρια, ο Αλέξανδρος συμπεριφερόταν ως συνήθως: ήθελε να είναι πάντα πρώτος, να ξεπερνά τους συντρόφους του και να φθάνει στο θήραμα πριν από αυτούς. Από τους αρχαίους μελετητές έχουν καταγραφεί περιστατικά όπου ο Αλέξανδρος έχασε την ψυχραιμία του και τιμώρησε με αυστηρότητα κάποιον από τους συντρόφους του που έκαναν το σφάλμα να μην τον αφήσουν να σκοτώσει το θήραμα που κυνηγούσαν μαζί.
Αυτή του την φύση του κυνηγού, ο Αλέξανδρος την επιβεβαίωνε καθημερινά στις περιπέτειες του: Κυνηγός των απολαύσεων, κυνηγός της γνώσης, κυνηγός του μεγαλείου, κυνηγός της περιπέτειας. Και παρέμεινε τέτοιος, ένας αμετανόητος κυνηγός, μέχρι την τελευταία του πνοή.

ΤΑΠΕΙΝΕΣ ΑΠΑΡΧΕΣ

Όταν ο Αλέξανδρος ανήλθε στο θρόνο της Μακεδονίας, το βασίλειο του ελληνικού βορρά είχε μόλις καταστεί, από τον πατέρα του Φίλιππο, μία αξιοσημείωτη δύναμη στα ελληνικά πράγματα. Οι Μακεδόνες ηγεμόνευαν των Ελλήνων, όπως πριν από αυτούς οι Θηβαίοι, οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι και είχαν ως μεγάλο στόχο την απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών της Μ.Ασίας από την περσική κυριαρχία και, συνολικότερα, την εξαφάνιση της περσικής ισχύος.
Ήταν ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος, αφού η Περσική Αυτοκρατορία μπορεί την εποχή αυτή να μην ήταν στην καλύτερη στιγμή της ιστορίας της, ωστόσο δεν ήταν και αμελητέα ποσότητα. Συμπεριλάμβανε πληθυσμό 30πλάσιο του συνόλου των Ελλήνων, είχε στη διάθεση της ατέλειωτα πλούτη και μια στρατιωτική παράδοση τριών αιώνων.
Ο Φίλιππος είχε προλειάνει το έδαφος και ετοίμαζε την τελική εκστρατεία για να συντρίψει την περσική δύναμη. Μάλιστα, είχε στείλει τον έμπιστο του Παρμενιώνα στην Μ. Ασία για να προετοιμάσει το έδαφος και να δημιουργήσει ένα ευρύ προγεφύρωμα. Η εύθραυστη Κορινθιακή Συμμαχία προμήθευε τον Φίλιππο με μία επίφαση νομιμότητας για τις πράξεις του, αφού θεωρητικά λειτουργούσε εξ ονόματος ολων των Ελλήνων.
Ωστόσο, δεν έμελλε ο Φίλιππος να ολοκληρώσει τα σχέδια του, αφού τον πρόλαβε ο θάνατος. Ο γιος του Αλέξανδρος χρειάστηκε να πολεμήσει για να καταλάβει το θρόνο και δεν στάθηκε ιδιαίτερα ευσπλαχνικός προς τους ανταγωνιστές του. Όταν πλέον παγιοποίησε την κυριαρχία του, αντιμετώπισε την πρώτη μεγάλη πρόκληση της βασιλείας του: οι βόρειοι γείτονες της Μακεδονίας, που είχαν υποταγεί από τον θυελλώδη Φίλιππο, θεώρησαν ότι τους δόθηκε η ευκαιρία να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία καθώς ο "αδύναμος", όπως πίστευαν, διάδοχος προσπαθούσε ακόμη να σταθεροποιηθεί. Ο Αλέξανδρος επέδειξε ήδη σε αυτήν την περίσταση την αποφασιστικότητα του, αφού με μία αστραπιαία εκστρατεία συνέτριψε κάθε αντίδραση και εξασφάλισε την καλή γειτονία των βαρβάρων του Βορρά. Οι ελληνικές πόλεις του Νότου, που θέλησαν να ανακτήσουν την ουσιαστική αυτοτέλεια τους, ήταν ο επόμενος στόχος του Αλέξανδρου, που με μια τρομερή πράξη, την πλήρη καταστροφή της Θήβας και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της, θέλησε να καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανεχθεί την αποστασία.
Ο δρόμος για την Ανατολή ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε το στρατό του και ετοιμάστηκε να διαπεραιωθεί στην Ασία, για να ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του και να γράψει με χρυσά γράμματα το όνομα του στο βιβλίο της Ιστορίας.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Για να είμαστε δίκαιοι, ο στρατός του Αλέξανδρου ήταν επί της ουσίας δημιούργημα του πατέρα του, Φίλιππου Β'. Εκείνος ήταν που κατόρθωσε να "ξεκλειδώσει" το αναξιοποίητο δυναμικό της μακεδονικής υπαίθρου και να δημιουργήσει έναν λίγο ή πολύ επαγγελματικό στρατό, ιδανικό εργαλείο για τον κατακτητικό πόλεμο ενάντια στην Περσία.
Πριν από τον Φίλιππο, ο στρατός του Βασιλείου της Μακεδονίας ήταν ουσιαστικά ένα σώμα επίστρατων, που καλούνταν υπό τα όπλα όταν παρίστατο ανάγκη, παρέμεναν επιστρατευμένοι για σύντομα χρονικά διαστήματα και στη συνέχεια αποδεσμεύονταν για να επιστρέψουν στις - αγροτικές, επί το πλείστον - ασχολίες τους. Η βασική του δύναμη ήταν το ιππικό, που το αποτελούσαν οι Εταίροι του Βασιλιά, οι πλουσιότεροι γαιοκτήμονες που είχαν τη δυνατότητα να συντηρούν πολεμικούς ίππους. Αρχικά ο Φίλιππος είχε στη διάθεση του περίπου 600 βαριούς ιππείς και ένα αριθμό επιστράτων πεζών που κατά κανόνα δεν ξεπερνούσε τις 10.000.
Ο Φίλιππος, παγιώνοντας την κυριαρχία του πάνω σε όλη τη μακεδονική επικράτεια, εξασφαλίζοντας τα ορυχεία του Παγγαίου, πλούσιες προσόδους από τους υποτελείς λαούς και πόλεις και συστηματοποιώντας τη συλλογή φόρων, κατόρθωσε να αναδιοργανώσει πλήρως το στράτευμα.
Τριπλασίασε τον αριθμό των Εταίρων (από 600 έγιναν 1.800), δημιούργησε ένα "επαγγελματικό" σώμα ως πυρήνα του πεζού στρατεύματος (αυτούς που έγιναν αργότερα γνωστοί ως "υπασπιστές") και καθιέρωσε αμοιβές για το σύνολο των υπηρετούντων στο στρατό. Με το τελευταίο μέτρο κατόρθωσε να αποδεσμεύσει τους Μακεδόνες από τα "πολιτικά" τους καθήκοντα, αφού το χρυσάφι του Παγγαίου ήταν επαρκές για να τους απομακρύνει από τα χωράφια τους.
Καθιέρωσε και ενιαίο οπλισμό επανεξοπλίζοντας τους άνδρες του - με έξοδα του βασιλείου - με ένα εξαιρετικά μακρύ δόρυ, τη σάρισα και μία μικρή, στρογγυλή ασπίδα. Δημιούργησε έτσι τη φάλαγγα των σαρισοφόρων, που αποτέλεσε το βασικό στοιχείο του νέου στρατού. Επίσης είχε τη δυνατότητα να συμπληρώνει αυτή τη βασική δύναμη (βαρύ ιππικό και βαρύ πεζικό) με ελαφρύτερα οπλισμένους ιππείς και πεζούς, επίστρατους (ψιλούς, τοξότες και σφενδονήτες από τη Μακεδονία) ή μισθοφόρους (πελταστές από τη Θράκη, νοτιοελλαδίτες οπλίτες, τοξότες από την Κρήτη κ.α.).
Ο Φίλιππος ήταν και Ταγός της Θεσσαλίας, οπότε ενέταξε στον στρατό του αρκετές ίλες από το περίφημο θεσσαλικό ιππικό, το καλύτερο μέσο ιππικό του ελληνικού κόσμου αυτήν την εποχή.
Με την προσθήκη, επί Αλεξάνδρου, και των Ελλήνων συμμάχων, που προμήθευαν οπλίτες και πελταστές σε μεγάλους αριθμούς καθώς και των βορείων γειτόνων που παραχώρησαν στο στρατό του Μακεδόνα στρατηλάτη μεγάλους αριθμούς ακοντιστών (Αγριάννες) πελταστών και ελαφρών ιππέων (θρακικά φύλα), σχηματίστηκε ο θαυμαστός στρατός που κατέκτησε την Περσική Αυτοκρατορία και έφθασε μέχρι τον Ινδό!
Ο στρατός του Αλεξάνδρου ήταν οργανωμένος πάνω σε εξαιρετικά πρότυπα από το Φίλιππο, ο οποίος είχε καθιερώσει και την πραγματοποίηση σε τακτά χρονικά διαστήματα γυμνασίων του στρατεύματος. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι οι άνδρες του Αλεξάνδρου ήταν σε θέση να εκτελούν υποδειγματικά περίπλοκους ελιγμούς στο πεδίο της μάχης, ακόμη και η - φαινομενικά "δύσκαμπτη" - φάλαγγα! Αυτό υπονοεί, πέραν του αυτονόητου, δηλαδή της λεπτομερειακής κάθετης δομής, την διενέργεια τακτικών ασκήσεων. Η βασική οργανωτική μονάδα ήταν η Τάξις των 1536 (ή 2048) ανδρών και η δομή συμπεριλάμβανε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς έως και σε επίπεδο διμοιρίας.
Στην εποχή μας επιβιώνουν αρκετές αναφορές στην οργάνωση φαλαγγών, αλλά όλες οι πηγές είναι μεταγενέστερες του Αλεξάνδρου. Τα τρία τακτικά εγχειρίδια του Αιλιανού, του Αρριανού και του Ασκληπιόδωτου προσφέρουν αναλυτικές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης των ελληνιστικών φαλαγγών, καθώς κατά τα φαινόμενα και τα τρία χρησιμοποιούν ως κύρια πηγή το (χαμένο) αντίστοιχο εγχειρίδιο του Πολύβιου. Πάντως ο Αιλιανός υποστηρίζει ότι οι αριθμοί που δίνει αφορούν στην εποχή του Αλεξάνδρου, αν και όλες οι πηγές που χρησιμοποιεί είναι αρκετά μεταγενέστερες.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης είναι εκείνος που δίνει ακριβείς αριθμούς για το στράτευμα που πήρε μαζί του στην Ασία ο Αλέξανδρος. Όσον αφορά στο πεζικό, μιλά για 12.000 Μακεδόνες πεζούς, ήτοι 9.000 φαλαγγίτες και 3.000 υπασπιστές σύμφωνα με την γενικά αποδεκτή εξήγηση.
Οι φαλαγγίτες (πεζέταιροι) ήταν χωρισμένοι σε 6 τάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων ήταν αρχικά 1.500 άτομα περίπου (ακριβέστερα, 1536). Σύμφωνα με κάποιες νεότερες εκτιμήσεις, οι τάξεις της φάλαγγας στην πραγματικότητα διέθεταν περίπου 2.000 άνδρες έκαστη (2048 για την ακρίβεια) αν και η σχετική θεωρία - που λαμβάνει υπόψη τους άνδρες που είχαν περάσει νωρίτερα στην Ασία με τον Παρμενίωνα - είναι ακόμη υπό εξέταση.
Οι υπασπιστές ήταν οργανωμένοι σε τρεις χιλιαρχίες και πολεμούσαν στο πλάι της φάλαγγας. Κάποιες μαρτυρίες τους φέρουν να πολεμούν με οπλιτική εξάρτηση (μεγάλη ασπίδα και κοντό δόρυ) κάποιες άλλες τους παρουσιάζουν ως ελαφρούς οπλίτες ("έκδρομους") και κάποιες άλλες τους φέρουν να πολεμούν ακριβώς όπως οι φαλαγγίτες (με σάρισα και μικρή ασπίδα). Τέλος, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις φέρονται να λειτουργούν ως "καταδρομείς". Πιθανόν όλες αυτές οι μαρτυρίες να είναι ακριβείς: οι υπασπιστές ήταν το καθαρά επαγγελματικό τμήμα του στρατού του Αλέξανδρου και ως τέτοιοι είχαν ανώτερου επιπέδου εκπαίδευση και χρησιμοποιούνταν σε διάφορους ρόλους, ανάλογα με τις τακτικές ανάγκες.
Ο Αλέξανδρος διέθετε και μεγάλους αριθμούς οπλιτών, οι οποίοι προέρχονταν από τις πόλεις-κράτη της Νοτίου Ελλάδας. Αν και οι πηγές παραδίδουν διαφορετικούς αριθμούς, υπολογίζονται σε 8.000 κατ' ελάχιστο, ενδεχομένως δε ήταν περίπου 10.000.
Δηλαδή το βαρύ πεζικό του Αλέξανδρου ήταν από 18.000 (αν δεχτούμε τη "χαμηλή" εκτίμηση για τους οπλίτες και το σενάριο των 1536 ανδρών ανά τάξη πεζέταιρων) έως 23.000 (αν δεχτούμε τα υψηλότερα νούμερα των 10.000 οπλιτών και των 6Χ2.048 τάξεων φάλαγγας). Τους βαριούς πεζούς συμπλήρωναν εκτεταμένα τμήματα ελαφρών πεζών. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 500 Μακεδόνες τοξότες, ένας αριθμός από Κρήτες τοξότες (μετά την άφιξη ενισχύσεων έφθασαν τους 1.200 αλλά στην αρχή της εκστρατείας ήταν πιθανότατα περί τους 500) οι περίφημοι Αγριάννες ακοντιστές, περί τους 2.000 πελταστές από τη Ν. Ελλάδα και ακόμη 7.000 Θράκες και Ιλλυριοί ελαφροί πεζοί, κυρίως πελταστές.
Συνολικά, το πεζικό αναφέρεται από τις πηγές να είναι από 30.000 έως 43.000. Ο Πλούταρχος αναφέρει και τους δύο αριθμούς (μεταξύ 30 και 43 χιλιάδων) ενώ από τις υπόλοιπες αρχαίες πηγές, ο Αρριανός μιλά για 31.500 περίπου πεζούς, ο Πολύβιος που χρησιμοποιεί τον Καλλισθένη ως πηγή μιλά για 40.000 περίπου πεζούς.
Το βασικότερο σώμα του ιππικού του Αλεξάνδρου ήταν το βαρύ ιππικό των Εταίρων, το πρώτο ιππικό κρούσης της ιστορίας, που πολεμούσε με βαρύ δόρυ και σε σχηματισμό σφήνας. Ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του στην Ασία 1.800 Εταίρους. Το ιππικό των Θεσσαλών, εξίσου μεγάλης μαχητικής αξίας με το μακεδονικό, είχε περίπου τον ίδιο αριθμό ανδρών, ενώ διέθετε και ένα μικρότερο αριθμός βαριών ιππέων από τη Νότιο Ελλάδα. Ακόμη διέθετε 1.500 περίπου ελαφρούς ιππείς, που προερχόταν από τη Μακεδονία, τη Ν. Ελλάδα και τη Θράκη.
Τέλος, το στράτευμα του Αλέξανδρου διέθετε πολυάριθμους μηχανικούς, ειδικούς στην πολιορκητική τέχνη καθώς και ένα τεράστιο πλήθος βοηθητικών και ακολούθων.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

Η φήμη του Αλεξάνδρου και η κεντρική θέση του στην παγκόσμια ιστορία ανά τους αιώνες, οφείλεται καταρχήν στα επιτεύγματα του ως στρατηγού και στρατηλάτη. Σαφώς και, όπως αναφέραμε παραπάνω, είχε την σπάνια τύχη να κληρονομήσει ένα εξαιρετικό στρατό από τον, επίσης ιδιοφυή, πατέρα του. Ωστόσο ο Αλέξανδρος δε σταμάτησε σε αυτό. Ο στρατός που είχε στη διάθεση του σαφώς και ήταν αρκετός για να ενισχύσει και να επεκτείνει το βασίλειο του και οποιοσδήποτε ικανός στρατηγός θα μπορούσε να το πετύχει αυτό.
Ωστόσο ο Αλέξανδρος δε σταμάτησε εκεί. Με κινητήριο δύναμη μια πρωτοφανή ακόρεστη, φιλοδοξία, ωθώντας στα άκρα τις δυνατότητες - και τις αντοχές - των ανδρών του, κατόρθωσε να πετύχει μία κατάκτηση που ουδείς πριν από αυτόν δεν είχε κατορθώσει ούτε να πλησιάσει και απ' όσους ακολούθησαν μόνο ο Τζένγκις Χαν έφθασε.
Το κύριο όπλο σε αυτήν την μεγαλειώδη Ανάβαση ήταν η ακριβώς αυτή προσωπική φιλοδοξία, ωστόσο όταν δε συνοδεύεται και από εξαίρετες προσωπικές ικανότητες, η φιλοδοξία είναι απλά ο ταχύτερος δρόμος προς τον όλεθρο. Όμως, στο πρόσωπο του Αλέξανδρου η άμετρη φιλοδοξία παντρευόταν με μια σχεδόν υπερφυσική ικανότητα διοίκησης ανδρών στη μάχη και με μία εξίσου εντυπωσιακή τακτική αντίληψη. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος στρατηγός από εκείνους που γεννώνται μία φορά στα 100 χρόνια, ήταν ταυτόχρονα ένας μοναδικός ηγέτης και ένας σπάνιος διαχειριστής και διπλωμάτης.
Αυτή η συνύπαρξη τόσο διαφορετικών ιδιοτήτων σε ένα πρόσωπο, αποδείχτηκε υπερβολικά βαριά, ακόμη και για τον Αλέξανδρο, η ροπή του οποίου στο ποτό και στις κάθε είδους καταχρήσεις, αλλά και το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του, ήταν εντελώς αταίριαστες με το προφίλ ενός ανθρώπου που ήθελε να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της ιστορίας, κατακτώντας όλη τη γνωστή Οικουμένη.
Ο Βίκτορ Ντέηβινς Χάνσον στο "Σφαγή και Πολιτισμός", δίνει μία συνοπτική εικόνα του Αλεξάνδρου και της φιλοσοφίας του στη μάχη: "Για τον Αλέξανδρο (…) το μέγεθος του αντιπάλου μικρή σημασία είχε, εφόσον αυτός μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε ένα μικρό τμήμα της εχθρικής γραμμής, ενώ βεβαίως οι παλαιοί στρατάρχες του πατέρα του θα απέκρουαν τους αντιπάλους παντού αλλού. Οι εφεδρείες θα βοηθούσαν να μη φτάσει ο εχθρός στα νώτα του. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα περίμενε, θα αναζητούσε το άνοιγμα και θα έστελνε σφήνα τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους για να συντρίψουν τον εχθρό, με τη δική του έφοδο να στέλνει κύματα φόβου στις χιλιάδες των λιγότερο πειθαρχημένων αυτοκρατορικών υπηκόων".
Η θεωρία των schwerpunkte, η πεμπτουσία του γερμανικού Blitzkrieg, υλοποιημένη από έναν Έλληνα στρατηγό, 2300 χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο; Κατά τα φαινόμενα, ναι.
Ο Αλέξανδρος ως στρατηγός έδρεψε περισσότερες δάφνες από κάθε άλλον στην Ιστορία. Οι μάχες που ακολουθούν δίνουν το μέτρο της ιδιοφυίας του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη.


ΓΡΑΝΙΚΟΣ

Ήταν μοιραία η απόφαση των Περσών αξιωματούχων να αγνοήσουν τη φρόνιμη συμβουλή του Ρόδιου - σε περσική υπηρεσία - Μέμνωνα, που τους σύστηνε να υποχωρήσουν μπροστά στον Αλέξανδρο, ακολουθώντας ταυτόχρονα και μια στρατηγική "καμένης γης". Αντίθετα, έχοντας εμπιστοσύνη στα όπλα τους αποφάσισαν να σταθούν για να αντιμετωπίσουν αυτόν τον θρασύτατο Έλληνα και τους στρατιώτες του.
Ο Αλέξανδρος βρισκόταν κοντά στην Τροία όταν έμαθε για την ύπαρξη μιας ισχυρής δύναμης των Περσών στα μετόπισθεν του. Δε δίστασε ούτε στιγμή και έσπευσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες στη μάχη που θα του έδινε την κυριότητα της Μικράς Ασίας. .
Οι δύο στρατιές συναντήθηκαν σε αντικρινές όχθες του ποταμού Γρανικού. Το περσικό στράτευμα, ενώ κατά πάσα πιθανότητα ήταν συνολικά περίπου ίσο ή λίγο μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ελληνικό, υπερείχε αποφασιστικά στο ιππικό: η αναλογία ήταν περίπου 2 προς 1, υπέρ της σατραπικής στρατιάς που είχε παραταχθεί στην ανατολική όχθη του Γρανικού.
Στην ανατολική όχθη του Γρανικού οι Πέρσες είχαν παραταχθεί ως εξής: στο αριστερό της παράταξης ο Ρόδιος στρατηγός Μέμνων βρισκόταν επικεφαλής ενός τμήματος ιππικού, τη σύνθεση και το μέγεθος του οποίου δεν γνωρίζουμε. Δίπλα του, ο Αρσαμένης με άλλο ένα τμήμα ιππικού, αγνώστου εθνικότητας, ο Αρσίτης με τους Παφλαγόνες ιππείς του και ο Σπιθριδάτης με τους Υρκανούς του. Ο Ρεομίτρης έκλεινε το δεξί της περσικής παράταξης με 3.000 ιππείς, εκ των οποίων οι 1.000 Μήδες, ενώ 2.000 Βάκτροι ιππείς βρισκόταν δίπλα του. Τη γενική διεύθυνση του κέντρου του περσικού ιππικού είχαν ο Μιθριδάτης και ο Ροϊτάκης, με άγνωστο αριθμό ιππέων, πιθανόν μεταξύ αυτών και ένας αριθμός γηγενών Περσών. Το πεζικό, το οποίο αποτελείτο από άγνωστο αριθμό Ανατολιτών και 5.000 - 7.000 (20.000 σύμφωνα με τον Αρριανό) περίπου Ελληνες μισθοφόρους βρισκόταν υπό την ηγεσία του Ομάρη.
Το ιππικό ήταν παραταγμένο πολύ κοντά στην όχθη (ίσως και λιγότερο από 20 μέτρα), κάτι που προφανώς έγινε για να μπορέσουν οι Πέρσες ιππείς με μία "βροχή" ακοντίων να δημιουργήσουν σοβαρές απώλειες στο ελληνικό στράτευμα και, στη συνέχεια, να επιτεθούν στους αποδιοργανωμένους - όπως περίμεναν - αντιπάλους, ώστε εκμεταλλευόμενοι τις απότομες όχθες του ποταμού να τους κατανικήσουν.
Οι Πέρσες με την παράταξη αυτή ενδεχομένως σκόπευαν απλώς στο να παρασύρουν τον ίδιο τον Αλέξανδρο - για τον οποίο ήταν γνωστό ότι ετίθετο στην κεφαλή της σφήνας των εταίρων - σε μία υπολογισμένη παγίδα, με σκοπό να τον εξοντώσουν και να "κόψουν την κεφαλή" της Μακεδονικής στρατιάς με ένα αποφασιστικό χτύπημα.
Στην απέναντι πλευρά ο Αλέξανδρος, που έμπαινε στη μάχη με κάτι παραπάνω από το μισό της συνολικής δύναμής του αλλά με ολόκληρο το ιππικό του, ήταν αποφασισμένος να δώσει γρήγορα μάχη και να επικρατήσει αποφασιστικά. Παρά τις συμβουλές των στρατηγών του ο Αλέξανδρος σκόπευε να χτυπήσει τον αντίπαλό του άμεσα και δίχως την παραμικρή καθυστέρηση.
Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιτεθεί περνώντας τον ποταμό και διέταξε προς μάχη τους 18.000 περίπου άνδρες που είχε μαζί του. Μεταξύ αυτών ήταν ολόκληρο το ιππικό - μακεδονικό, συμμαχικό, θεσσαλικό και θρακικό - οι έξι τάξεις της φάλαγγας και οι τρεις των υπασπιστών, τα τμήματα δηλαδή που αποτελούσαν το κυρίως σώμα του μακεδονικού στρατεύματος. Πέραν αυτών, ο Αλέξανδρος είχε πάρει μαζί του τους περίφημους Κρήτες τοξότες και τους Αγριάννες ακοντιστές (συνολικά περίπου 1.000).
Η παράταξη του στρατού του Αλεξάνδρου είχε ως εξής: στο κέντρο ο Αλέξανδρος, όπως έκανε στις περισσότερες μάχες στη συνέχεια, παρέταξε τις έξι τάξεις της φάλαγγας, από 1.500 περίπου άνδρες η καθεμία. Από τα αριστερά ήταν τοποθετημένες οι φάλαγγες του Μελέαγρου, του Φιλίππου, του Αμύντα, του Κρατερού, του Κοίνου και του Περδίκκα. Στα δεξιά της φάλαγγας ήταν η παράταξη των υπασπιστών, κατά πάσα πιθανότητα επίσης σε φάλαγγα, συνολικά 3 τάξεις από 1.000 άνδρες έκαστη. Στα δεξιά αυτών είχαν παραταχθεί οι ιππικές δυνάμεις που θα χρησιμοποιούσε ο Αλέξανδρος για να διασπάσει το περσικό ιππικό. Περί τους 600 πρόδρομους υπό τον Αμύντα του Αραβαίου, μία ίλη (200 ιππείς) του επίλεκτου ιππικού των εταίρων υπό τον Σωκράτη, οι υπόλοιποι 1.600 εταίροι υπό τον Φιλώτα (ουσιαστικά υπό τον Αλέξανδρο, που είχε τεθεί στην κεφαλή της σφήνας που σχημάτιζε η βασιλική ίλη) και την παράταξη στο δεξί των Ελλήνων έκλειναν οι Κρήτες τοξότες υπό τον Κλέαρχο και οι Αγριάννες ακοντιστές υπό τον Ατταλο.
Στα αριστερά της φάλαγγας είχαν παραταχθεί οι 150 Οδρύσες Θράκες ιππείς που καθοδηγούσε ο Αγάθων, ενώ δίπλα του οι 600 νοτιοέλληνες ιππείς με τον Φίλιππο του Μενελάου. Το αριστερό άκρο κρατούσε το εξαίρετο ιππικό των Θεσσαλών, με επικεφαλής τον Κάλλα και, σε αυτό το σημείο, επικεφαλής της επίλεκτης φαρσαλικής ίλης, αντίστοιχης της βασιλικής των εταίρων, ήταν ο έμπειρος στρατηγός Παρμενίων.
Οπως συνήθιζαν οι ελληνικοί στρατοί, η στρατιά για διοικητικούς σκοπούς είχε χωριστεί σε δύο "κέρατα": το δεξί (τρεις τάξεις της φάλαγγας: οι υπασπιστές, οι εταίροι, οι πρόδρομοι, οι Παίονες, οι Κρήτες και οι Αγριάννες), που διοικείτο από τον Αλέξανδρο, και το αριστερό (οι άλλες τρεις τάξεις της φάλαγγας: οι Θεσσαλοί, οι νότιοι Έλληνες και οι Θράκες), που διοικούσε ο Παρμενίων.
Ο Αλέξανδρος δεν έχασε χρόνο και έταξε τη βασιλική ίλη των εταίρων επικεφαλής στο δεξί πλευρό των δυνάμεών του. Οι Πέρσες αντέδρασαν, μετακινώντας δυνάμεις στο σημείο απέναντι από το Μακεδόνα στρατηλάτη, καθώς ήταν αποφασισμένοι να εξοντώσουν το μεγάλο αντίπαλό τους όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να ανοίξει την άμυνα των Περσών με το τμήμα του ιππικού των Προδρόμων, τους Παίονες και την ίλη των εταίρων του Σωκράτη. Τους έστειλε με μία από τις τάξεις των υπασπιστών να προσβάλλουν το αριστερό άκρο της περσικής παράταξης με μία λοξή κίνηση.
Με αυτή τη μανούβρα ο Μακεδόνας στρατηλάτης επεδίωξε αφενός να απασχολήσει το αριστερό άκρο των Περσών, ώστε να έλθει σε βοήθεια του κέντρου όταν το χτυπήσει, αφετέρου να δημιουργήσει ένα ρήγμα στο σημείο της ένωσης των ιππέων του Μέμνωνα και του Αρσαμένη με το κέντρο της Περσικής παράταξης.
Οι ίλες υπό το Σωκράτη και τον Αντύπα ξεχύθηκαν στον ποταμό με τους υπασπιστές να τους ακολουθούν. Ενώ πλησίαζαν στην αντίπερα όχθη, τους υποδέχθηκε μία βροχή από ακόντια. Οι Έλληνες, ειδικά οι ιππείς, υπέστησαν σημαντικές απώλειες ενώ προσπαθούσαν να ανέβουν στην όχθη.
Η παραπλανητική αυτή επίθεση πέτυχε το στόχο της: "τράβηξε" το αριστερό των Περσών, όπου βρίσκονταν τα πλέον αξιόπιστα τμήματά τους, ώστε να βρεθεί ουσιαστικά εκτός παράταξης και να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κενό στη γραμμή των σατραπικών στρατευμάτων. Σε αυτό το κενό θα κρινόταν η μάχη και εκεί όρμισε ο Αλέξανδρος και οι επτά ίλες των εταίρων, για να διασπάσουν την περσική άμυνα.
Παράλληλα είχε είχε δώσει εντολή στους ελαφρούς πεζούς - τοξότες και ακοντιστές - να ακολουθούν κατά πόδας τους Εταίρους και να τους υποστηρίξουν με βλήματα. Τα βέλη των Κρητών και τα ακόντια των Αγριάννων προκαλούσαν σποραδικές απώλειες μεταξύ των Περσών που αποτολμούσαν να προσεγγίσουν και φόβιζαν τους υπόλοιπους. Σε μια μάχη που ο Αρριανός χαρακτηρίζει "έφιππη πεζομαχία", στις λασπωμένες όχθες του Γρανικού, ο Αλέξανδρος αντίκρισε κατάματα το πρόσωπο του θανάτου, αφού γρήγορα προσέλκυσε την προσοχή - και τις καλύτερες μονάδες - των Περσών διοικητών. Τη ζωή του έσωσε ο Κλείτος "ο μαύρος".
Την ώρα που ο Αλέξανδρος και οι εταίροι άνοιγαν δρόμο μέσα από τις περσικές ίλες, το υπόλοιπο δεξί κέρας της Μακεδονικής παράταξης, φάλαγγα και υπασπιστές, περνούσε τον ποταμό και εμπλεκόταν με τους Πέρσες ιππείς, που πλέον είχαν αποδιοργανωθεί και βρισκόταν αντιμέτωποι με το φάσμα της ήττας.
Αργά και σταθερά οι Πεζέταιροι πίεζαν τους Πέρσες ιππείς, ενώ το περσικό πεζικό, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ελληνες κατά μέτωπο - αποτελείτο κυρίως από Ελληνες μισθοφόρους οπλίτες - βρισκόταν μακριά πίσω από τους ιππείς. Ταυτόχρονα και το αριστερό κέρας υπό τον Παρμενίωνα πέρασε το ποτάμι και οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Εκτός από τους πεζούς και ιδιαίτερα τους Έλληνες μισθοφόρους, τους οποίος ο Αλέξανδρος περικύκλωσε και αποδεκάτισε
Από τα λάφυρα του Γρανικού, ο Αλέξανδρος πρόσφερε 300 πανοπλίες Περσών στον Παρθενώνα ως ανάθημα και ενθύμιο από τη μεγάλη νίκη των Ελλήνων. Με τον τρόπο αυτό υπενθύμιζε στους όχι ιδιαίτερα ενθουσιώδεις νότιους συμμάχους του ότι αυτό που τον είχε φέρει εξαρχής στη Μ. Ασία ήταν ένας κοινός πανελλήνιος σκοπός, η εκδίκηση για τα δεινά που είχαν προκαλέσει στους Ελληνες οι Πέρσες, όπως γινόταν σαφές από την επιγραφή που συνόδευε την προσφορά του: "από Αλέξανδρο Φιλίππου και τους Ελληνες πλην Λακεδαιμονίων".


ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ, ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΣΣΟΥ

Ο Αλέξανδρος μετά το Γρανικό είχε την ευχέρεια να προχωρήσει στην κατάληψη ολόκληρης της Μ.Ασίας, καθώς αφενός δεν υπήρχαν άλλες περσικές δυνάμεις διαθέσιμες στην περιοχή και αφετέρου είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι οι σατράπες της Μ.Ασίας. Το μόνο προβλημα για τον Αλέξανδρο ήταν κάποιες τειχισμένες πόλεις που διέθεταν ισχυρή περσική φρουρά και σε αυτές έστρεψε την προσοχή του, καταλαμβάνοντας τη μία μετά την άλλη. Ιδιαίτερα στις ελληνικές πόλεις παρουσιαζόταν ως απελευθερωτής από τον περσικό ζυγό, κερδίζοντας την υποστήριξη των ντόπιων. Με τον τρόπο αυτό στέρησε γρήγορα τον επίφοβο περσικο στόλο, που θα μπορούσε να εκτελεί κατά βούληση επιχειρήσεις στα μετόπισθεν του Αλέξανδρου και στην ίδια την Ελλάδα, από τα αγκυροβόλια του στο Αιγαίο.
Σύντομα είχε καταφέρει να ελέγξει την περιοχή, τοποθετώντας μακεδονικές φρουρές και δικούς του διοικητές και προχώρησε πέρα από τις πύλες της Κιλικίας, προς την Ταρσό. Ενώ βρισκόταν στην Ταρσό πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος ετοιμαζόταν να τον αντιμετωπίσει με μία μεγάλη στρατιά - ο Δαρείος είχε ξεκινήσει τη στρατολόγηση μόλις έμαθε ότι ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ασία και τώρα η στρατιά του ήταν έτοιμη.
Ο Αλέξανδρος κινήθηκε προς την Ισσό, σκοπεύοντας να ενωθεί με τις δυνάμεις που είχε στείλει με τον Παρμενίωνα για να καταλάβουν τα περάσματα προς τη Συρία, αλλά την ίδια ώρα ο Δαρείος με το δικό του στρατό κινήθηκε από βορειότερα περάσματα και βρέθηκε στα νώτα των δυνάμεων του Αλεξάνδρου, ο οποίος είχε προχωρήσει νοτιότερα. Ο Δαρείος κινήθηκε για να συναντήσει τον Αλεξανδρο, ωστόσο ενώ είχε στρατοπεδεύσει στον ποταμό Πίναρο, ενημερώθηκε από τους ανιχνευτές του ότι ο ορμητικός Μακεδόνας πλησίαζε από Νότο.
Ο Δαρείος δεν προσπάθησε να βρει ένα πεδίο μάχης που θα του επέτρεπε να αναπτύξει πλήρως το ογκώδες στράτευμα που είχε μαζέψει, αλλά παρέμεινε στην στενή πεδιάδα (περίπου 4 χιλιόμετρα από τις υπώρειες των βουνών έως την ακτογραμμή) της Ισσού.
Ο στρατός του Δαρείου ήταν σαφώς πολύ μεγαλύτερος αυτού των Ελλήνων και αν κατόρθωνε να τον αναπτύξει πλήρως σε μία πεδιάδα με επαρκές πλάτος, θα είχε αποκτήσει ένα αποφασιστικό τακτικό πλεονέκτημα, αφού τα άκρα του θα υπερκέραζαν τα άκρα της παράταξης του Αλεξάνδρου. Όμως την πεδιάδα της Ισσού το σύνολο του περσικού στρατεύματος δεν μπορούσε να αναπτυχθεί ικανοποιητικά και ο Δαρείος αναγκάστηκε να δημιουργήσει μια βαθιά παράταξη, ενώ απέσπασε τους Κάρδακες (ανατολίτες με οπλιτική εξάρτηση) και τους τοποθέτησε στις υπώρειες των λόφων για να απειλήσουν το δεξί πλευρό της στρατιάς των Ελλήνων.
Ο Δαρείος τοποθέτησε στο δικό του δεξί πλευρό το σύνολο σχεδόν του βαρέως ιππικού του, ενώ οι καλύτεροι στρατιώτες του, οι Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες, τοποθετήθηκαν στο κέντρο της παράταξης, όπου βρισκόταν και ο ίδιος ο Δαρείος.
Στην μακεδονική πλευρά, η παράταξη ήταν η συνήθης, με την φάλαγγα των σαρισσοφόρων, τους υπασπιστές και τους οπλίτες στο κέντρο και το ιππικό στις πτέρυγες - στην δεξιά οι Εταίροι και στην αριστερή οι Θεσσαλοί και οι υπόλοιποι σύμμαχοι.
Αυτή τη φορά το εναρκτήριο χτύπημα δε δόθηκε από το ιππικό, αλλά από τους υπασπιστές, οι οποίοι με τον Αλέξανδρο επικεφαλής - πεζή - χτύπησαν και διασκόρπισαν τους Κάρδακες. Ο Αλέξανδρος είχε επίσης συγκεντρώσει μεγαλύτερη δύναμη ιππικού στο αριστερό του πλευρό, που θα αντιμετώπιζε το περσικό δεξί όπου βρισκόταν περίπου 10.000 εκλεκτοί ιππείς της αυτοκρατορίας.
Πραγματικά, η έφοδος του περσικού ιππικού κλόνισε το αριστερό κέρας του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξανδρος συνέχιζε με την εφαρμογή του αρχικού σχεδίου του, που ήταν να δημιουργήσει ένα ρήγμα στην περσική παράταξη και με μία αποφασιστική έφοδο των Εταίρων να κερδίσει τη μάχη. Ωστόσο πάνω στην μάχη, το ρήγμα δημιουργήθηκε στην δική του παράταξη, όταν το δεξί κέρας "έστρεψε" για να ακολουθήσει την έφοδο του ιππικού, ενώ το αριστερό είχε καθηλωθεί από τις ισχυρές περσικές δυνάμεις που είχε απέναντι του.
Στο ρήγμα αυτό ξεχύθηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου, απειλώντας να διαλύσουν τη συνοχή του στρατεύματος του Αλέξανδρου. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή, στην οποία ο Αλεξανδρος χρειάστηκε να σκεφτεί ταχύτατα και να δράσει με μεγάλη τακτική ευφυία. Αρχικά, απέστειλε σώματα ελαφρών πεζών στο δοκιμαζόμενο αριστερό κέρας, ώστε να βοηθήσουν τους ιππείς του που πολεμήσουν σε αναλογία 1 προς 4 με τους Πέρσες και αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα.
Αναθαρρυμένοι οι Έλληνες αρχίζουν να πιέζουν τους Πέρσες και ο Αλέξανδρος με μία ορμητική έφοδο των Εταίρων φθάνει κοντά στον ίδιο τον Δαρείο, που με τους περισσότερους Έλληνες μισθοφόρους να προσπαθούν να διευρύνουν το ρήγμα στην αντίπαλη παράταξη, έχει μείνει μόνο με τους δικούς του σωματοφύλακες και τις βασιλικές δυνάμεις. Μια τρομερή μάχη ξεσπά γύρω από τον Πέρση βασιλιά και ο Αλέξανδρος πληγώνεται στο μηρό του, όμως οι Μακεδόνες αρχίζουν να υπερισχύουν και ο Δαρείος αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη μάχη για να σώσει τη ζωή του. Με την φυγή του παρέσυρε και πολλούς Πέρσες, με αποτέλεσμα σιγά, σιγά το περσικό κέντρο να αρχίσει να χάνει τη συνοχή του. Τα δύο άκρα της περσικής παράταξης όμως κατέρρευσαν πρώτα, αφού τα νέα για την αποχώρηση του ηγεμόνα τους διαδόθηκαν μεταξύ των ανδρών. Το κέντρο διαλύθηκε με μία ορμητική έφοδο στα νώτα των Περσών από τους Εταίρους. Ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει και τον ίδιο τον Βασιλέα των Βασιλέων στη μάχη
Η νίκη στην Ισσό έδωσε στον Αλέξανδρο την ευκαιρία να εφαρμόσει την στρατηγική της αποκοπής του περσικού στόλου από τις βάσεις του στην ανατολική Μεσόγειο. Είχε κατακτήσει όλη την Μικρά Ασία και είχε στερήσει τους Πέρσες από τα αγκυροβόλια τους στο Αιγαίο και τώρα σκόπευε να κάνει το ίδιο και στην Παλαιστίνη. Η κατάκτηση της περιοχής χρειάστηκε αρκετό καιρό, κυρίως εξαιτίας της λυσσαλέας αντίστασης που προέβαλλαν οι Τύριοι, στους οποίους ο Αλέξανδρος επεφύλαξε μια φρικτή μοίρα: εκτέλεσε ένα μεγάλο αριθμό ενήλικων αρρένων και όσους απέμειναν μαζί με τα γυναικοπαιδα, τους εξανδραπόδισε. Εξίσου φριχτή μοίρα αντιμετώπισε και η Γάζα, που επίσης αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα από εκεί και πέρα όλοι οι οικισμοί να παραδοθούν στον Μακεδόνα στρατηλάτη δίχως να αντισταθούν.
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος μετέβη στην Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής, στέφθηκε Φαραώ, προέβαλλε για πρώτη φορά την Θεϊκότητα του και θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια.

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ

Ο Αλέξανδρος είχε περάσει ένα αρκετά ευχάριστο διάλειμμα στην Αίγυπτο, όπου όχι μόνο χαιρετίστηκε από τους ντόπιους ως απελευθερωτής, αλλά επιβεβαίωσε και την "θεϊκή" του φύση.
Γεμάτος σιγουριά, αποφάσισε να βαδίσει προς την καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας, έχοντας ενημερωθεί ότι αφενός ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει ένα νέο στράτευμα και αφετέρου οι Σαμαρείτες είχαν επαναστατήσει και έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα τοποτηρητή της Σαμάρειας.
Οι Σαμαρείτες δεν επέμειναν στην εξέγερση τους, μαθαίνοντας ότι ο στρατός του Αλεξάνδρου πλησιάζει. Αντίθετα, του παρέδωσαν τους πρωταίτιους της εξέγερσης και δήλωσαν υποταγή.
Όμως ο Δαρείος ετοιμαζόταν για την τελική μάχη που θα έκρινε την τύχη της αυτοκρατορίας του. Ο Αλέξανδρος δεν βιαζόταν να τον συναντήσει, άλλωστε περίμενε σημαντικές ενισχύσεις (περίπου 15.000 άνδρες) από την Ελλάδα, οι οποίες είχαν καθυστερήσει να φθάσουν, προφανώς εξαιτίας της εξέγερσης του Άγι της Σπάρτης, που προσπαθούσε να αποσπάσει τον έλεγχο της Νότιας Ελλάδας από τους Μακεδόνες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Αλέξανδρος αντί να κινηθεί βορειοανατολικά, σταμάτησε στην Τύρο, την οποία είχαν εποικίσει Έλληνες και Φοίνικες και οργάνωσε λαμπρούς αθλητικούς και θεατρικούς αγώνες. Ίσως περίμενε από τον Δαρείο να κάνει την πρώτη κίνηση, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση ο Αχαιμενίδης μονάρχης φάνηκε φρόνιμος και συνετός και δεν παρασύρθηκε να επιτεθεί στον Αλέξανδρο.
Αφού περίμενε μάταια τις ενισχύσεις, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να κινηθεί ανατολικά και να περάσει τον Ευφράτη. Εκεί συνάντησαν ένα περσικό στράτευμα υπό τον Μαζαίο. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να συγκρουστεί με έναν στρατό που δεν θα είχε επικεφαλής τον Δαρείο, οπότε προσπάθησε να περάσει τον Ευφράτη από ένα άλλο σημείο, όπου δεν θα είχε την απειλή των Περσών. Ο Μαζαίος αναχώρησε μαζί με το στράτευμα του, όμως οι Μακεδόνες που σκόπευαν να κινηθούν μέσω Ευφράτη προς τη Βαβυλώνα, κατάλαβαν ότι ο δρόμος αυτός δεν ήταν πλέον ασφαλής, οπότε κινήθηκε βορειοανατολικά, κατευθυνόμενοι πλέον προς τον Τίγρη. Όντως, ο Δαρείος με το στρατό του βρισκόταν στη Βαβυλώνα και στο άκουσμα της είδησης ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αλέξανδρο.
Ο Δαρείος βρήκε ένα σημείο το οποίο θεωρούσε κατάλληλο για την ανάπτυξη του στρατού του κοντά στα Άρβηλα. Επρόκειτο για μια μεγάλη πεδιάδα, η οποία είχε αρκετό πλάτος ώστε να εκμεταλλευτεί το σύνολο του τεράστιου στρατού που είχε συγκεντρώσει (τουλάχιστον 250.000 σύμφωνα με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς) και να υπερφαλλαγγίσει τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. Ο Δαρείος προχώρησε και σε μία ακόμη σειρά κινήσεων, ώστε να δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τη νίκη του: προχώρησε στην διαμόρφωση του εδάφους, ώστε να το καταστήσει κατάλληλο για την ορμητική επέλαση των τρομερών δρεπανηφόρων αρμάτων που διέθετε σε μεγάλους αριθμούς και για το πολυπληθές ιππικό του. Επίσης, έστρωσε εμπόδια (πασσάλους κ.α.) στα σημεία απ' όπου έκρινε ότι θα μπορούσε να τον υπερφαλλαγγίσει ενδεχομένως το μακεδονικό και θεσσαλικό ιππικό, ενώ διαμόρφωσε το έδαφος κατά τέτοιον τρόπο ώστε να "πείσει" τον Αλέξανδρο να επιτεθεί μέσω ενός συγκεκριμένου "διάδρομου".
Τέλος, έλαβε πρόνοια για να βεβαιωθεί ότι ο Αλέξανδρος θα έλθει να τον συναντήσει στο σημείο που είχε επιλέξει. Οι δυνάμεις του Μαζαίου είχαν εφαρμόσει την τακτική της καμμένης γης και είχαν κυριολεκτικά ερημώσει την περιοχή απ' όπου θα περνούσε ο στρατός των Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος ακολούθησε την "επιθυμία" του αντιπάλου του και πέρασε με το στρατό του τον ελαφρά φρουρούμενο Τίγρη, μπαίνοντας στην Ασσυρία όπου τον περίμεναν οι περσικές στρατιές.
Όμως ο Αλέξανδρος ήταν ο αγαπημένος των Θεών. Η Σελήνη "διάλεξε" τη νύχτα της 20ης Σεπεμβρίου 331 π.Χ., καθώς οι Πέρσες είχαν πληροφορεί ότι οι "Γιαούνα" (Έλληνες) πλησίαζαν, για να… εξαφανιστεί! Επρόκειτο για μία έκλειψη της Σελήνης, που κατατρομοκράτησε τους Πέρσες. Όχι μόνο επειδή γενικά οι εκλείψεις θεωρούνται προάγγελοι κακού, αλλά και επειδή η Σελήνη ήταν το σύμβολο της περσικής ισχύος. Ένας ισχυρός δυτικός άνεμος που φύσηξε την ώρα που η έκλειψη εξελισσόταν, ολοκλήρωσε την ζοφερή εικόνα: οι μάντεις προέβλεψαν ότι μια μεγάλη καταστροφή θα έπεφτε στην αυτοκρατορία, μια καταστροφή που θα ερχόταν από τη Δύση. Η περιγραφή αυτών των γεγονότων δεν υπάρχει στις ελληνικές πηγές, αλλά στα αστρονομικά ημερολόγια της Βαβυλώνας, τα οποία είναι η μοναδική πηγή της εποχής που δεν προέρχεται από την Ελλάδα αλλά από τους "ανατολίτες".
Παρότι ο Δαρείος είχε κάνει ότι μπορούσε και παρότι ο Αλέξανδρος ουσιαστικά βάδιζε σε μία παγίδα, το ηθικό στο στρατόπεδο των Περσών βρισκόταν μετά και τα "θεϊκά σημάδια", στο ναδίρ. Οι Πέρσες ήταν πεπεισμένοι ότι οι Θεοί αγαπούσαν τους Έλληνες και θα τους βοηθούσαν να καταλύσουν την περσική ισχύ. Ο Δαρείος προσπάθησε να διασώσει ότι μπορούσε με μία τελευταία απεγνωσμένη κίνηση. Έστειλε αντιπροσωπεία στον Αλέξανδρο και του προσέφερε ειρήνη, με αντάλλαγμα όλη την επικράτεια δυτικά του Ευφράτη και το χέρι της μίας από τις κόρες του.
Ο Αλέξανδρος δεν θα ικανοποιούνταν με "μισή νίκη". Όχι όταν βρισκόταν τόσο κοντά σε αυτό που ήταν εξαρχής ο στόχος του: την πλήρη κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας. Αρνήθηκε τις προτάσεις του Δαρείου και ετοιμάστηκε για μάχη.
Την 30η Δεκεμβρίου ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του απέναντι στην περσική στρατιά. Η παράταξη φαινομενικά δεν ήταν διαφορετική απ' ότι στις προηγούμενες αναμετρήσεις με τους Πέρσες. Ο στρατός είχε χωριστεί σε δύο "κέρατα", το δεξί με επικεφαλής τον Αλέξανδρο και το αριστερό με τον Παρμενίωνα. Στο κέντρο ήταν παραταγμένη η φάλαγγα των σαρισοφόρων και στις πτέρυγες οι ελαφροί πεζοί και το ιππικό. Η καινοτομία του Αλέξανδρου ήταν ότι εδώ παρέταξε πιθανότατα μία "διπλή" φάλαγγα, με τους οπλίτες και πελταστές στη δεύτερη γραμμή, ώστε να επέμβουν εφόσον οι Πέρσες - το μέτωπο των οποίων ήταν τουλάχιστον διπλάσιο αυτού των Ελλήνων - προσπαθούσαν να υπερφαλαγγίσουν την ελληνική παράταξη.
Στην περσική πλευρά, στο κέντρο με τον Δαρείο ήταν παραταγμένοι οι μηλοφόροι, οι Ινδοί, οι Κάρες και οι Μαρδιανοί, ενώ εκατέρωθεν του κέντρου βρισκόταν οι Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες. Στο αριστερό πλευρό, ένα μεγάλο τμήμα ιππικού με Σάκες και Βάκτριους καθώς και 100 δρεπανηφόρα άρματα, θα αντιμετώπιζαν τον Αλέξανδρο και τους Εταίρους, ενώ στο δεξί βρισκόταν οι Αρμένοι και Καππαδόκες ιππείς με 50 ακόμη άρματα, ενώ 50 άρματα βρισκόταν κοντά στο κέντρο. Σε μια δεύτερη γραμμή είχαν παραταχθεί οι λιγότερο "αξιόπιστοι" υποτελείς και σύμμαχοι των Περσών.
Ο Δαρείος μέχρι τώρα έδειχνε ότι ήταν αποφασισμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα που του κόστισαν μια παταγώδη ήττα στην Ισσό. Είχε επιλέξει το κατάλληλο πεδίο μάχης, το είχε προετοιμάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και είχε παρατάξει ορθολογικά τις δυνάμεις του. Στην προσπάθεια του να αποφύγει τυχόν αιφνιδιασμό από τους Έλληνες με το ξημέρωμα ή και κατά τη διάρκεια της νύχτας, υπέπεσε όμως σε ένα μεγαλύτερο σφάλμα, που σφράγισε τη μοίρα του: κράτησε ξάγρυπνους τους άνδρες του όλη τη νύχτα, έτοιμος να δεχτούν επίθεση. Αντίθετα, στην πλευρά των Ελλήνων, όλοι οι άνδρες εκτός από εκείνους που ήταν φρουροί, απόλαυσαν έναν χορταστικό ύπνο, στη ζέστη που προσέφεραν οι πολυάριθμες φωτιές που είχαν ανάψει στο στρατόπεδο.
Το πρωί οι Έλληνες παρατάχθηκαν φρέσκοι και ξεκούραστοι, ενώ οι Πέρσες είχαν ήδη εξουθενωθεί από την ξαγρύπνια. Η εξασθένιση ήλθε να προστεθεί στην αναταραχή που είχαν προκαλέσει τις προηγούμενες ημέρες οι κακοί οιωνοί και η μάχη ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις - τηρουμένων των αναλογιών - για τον Αλέξανδρο.
Στην πλευρά των Ελλήνων, παρατάχθηκαν 40.000 πεζοί και 7.000 ιππείς. Στην πλευρά των Περσών, οι συγγραφείς παραδίδουν διαφορετικούς αριθμούς. Ο Αρριανός μιλά για 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, ο Διόδωρος για 200.000 ιππείς και 800.000 πεζούς, ο Πλούταρχος αναφέρει επίσης 1.000.000 άνδρες συνολικά δίχως να αναφέρει την αναλογία πεζικού-ιππικού, ενώ ο Κούρτιος Ρούφος αναφέρει ένα πιο μετριοπαθές νούμερο (200.000 πεζούς και 45.000 ιππείς) αλλά ίσως η αλήθεια βρίσκεται μεταξύ των "μεγάλων" υπολογισμών και του "μικρού" . Η λογική μας λέει ότι οι λιγότεροι από 50.000 Έλληνες, αντιμετώπισαν ίσως και δεκαπλάσιους αντιπάλους στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 331 π.Χ.
Η ακριβής τοποθεσία της μάχης δεν έχει βρεθεί, αν και υπολογίζεται ότι είναι σε μία πεδιάδα ανατολικά της Μοσούλης Ήταν μία αμμώδης πεδιάδα και οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές δεν είχαν πέσει ακόμη. Η κίνηση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων σε αυτήν την πεδιάδα, σίγουρα θα σήκωνε τεράστια σύννεφα σκόνης, που δεν θα επέτρεπαν σε κανένα παρατηρητή να δει τι ακριβώς συνέβαινε.
Ο Αλέξανδρος διαπιστώνοντας ότι οι Πέρσες είχαν σχηματίσει μέτωπο περίπου ένα χιλιόμετρο ευρύτερο από του δικού του στρατού, εφάρμοσε έναν εκπληκτικό τακτικό ελιγμό, ο οποίος αποτελεί μία από τις πιο περίπλοκες και άρτια εκτελεσμένες μανούβρες επί του πεδίου της μάχης όλων των εποχών.
Στόχος του σχεδίου ήταν να παρασυρθεί το ιππικό των Περσών στα άκρα της παράταξης και να μείνει εκτεθειμένο στο κέντρο το σημείο όπου βρισκόταν ο ίδιος ο Δαρείος. Γνωρίζοντας τη δομή του στρατού των Περσών, ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι αν σκότωνε, αιχμαλώτιζε ή έτρεπε σε φυγή τον Δαρείο, είχε κερδίσει τη μάχη αφού οι άνδρες του θα σταματούσαν άμεσα να μάχονται. Για το σκοπό αυτό, ξεκίνησε μία λοξή κίνηση με τις δυνάμεις του προς τα δεξιά, απομακρύνοντας τις από το προετοιμασμένο έδαφος μπροστά στην περσική παράταξη, αναγκάζοντας έτσι το Δαρείο να ξεκινήσει την επίθεση. Το σχέδιο προέβλεπε ότι το ιππικό των πτερύγων θα καθηλωνόταν από τις δυνάμεις που βρισκόταν απέναντι του, ενώ η δεύτερη γραμμή της ("αμφίστομης") φάλαγγας θα φρόντιζε να μην μπορεί να υπερκεράσει τις γραμμές των Ελλήνων.
Το σχέδιο λειτούργησε σχεδόν ιδανικά. Τα επίφοβα δρεπανηφόρα άρματα εξουδετερώθηκαν με την έξυπνη τακτική των Μακεδόνων. Οι Πέρσες άρχισαν να επιτίθενται στα σημεία ακριβώς που τους παρέσυρε η λοξή κίνηση των Ελλήνων και σύντομα ένα άνοιγμα δημιουργήθηκε στην περσική παράταξη. Στην κατάλληλη στιγμή, ο Αλέξανδρος μάζεψε τους εταίρους και τους οδήγησε σε μία γιγάντια σφήνα στην καρδιά της περσικής παράταξης, διασπώντας με την τρομερή ορμή της εφόδου τους το περσικό κέντρο. Ο Δαρείος άρχισε να υποχωρεί, βλέποντας μάλιστα τον Βήσσο στο αριστερό του να αρχίζει να οπισθοχωρεί, αφού φοβόταν ότι θα έμενε εκτεθειμένος μετά την κατάρρευση του κέντρου.
Ο στρατός του Δαρείου είχε ήδη αρχίσει να διαλύεται, όταν ο ίδιος ο Πέρσης μονάρχης αναχώρησε, αφήνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του να αντιμετωπίσουν την οργή των Ελλήνων. Οι Πέρσες κυριολεκτικά συνετρίβησαν στο πεδίο της μάχης και άφησαν δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και πλούσια λάφυρα.

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Αυτό που ακολούθησε την μάχη των Γαυγαμήλων ήταν η παγίωση της κυριαρχίας του Αλέξανδρου στην κυρίως περσική αυτοκρατορία - όπου πλέον προβλήθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος των Αχαιμενιδών, ιδιαίτερα αφού ο Βήσσος θανάτωσε το Δαρείο - αλλά και την επέκταση της στις ανατολικές επαρχίες και σε περιοχές εκτός της αυτοκρατορίας.
Ο Αλέξανδρος πλέον είχε θέσει νέους στόχους. Τώρα ήθελε να κατακτήσει ολόκληρη την Ανατολή, όλη την Ασία. Να φθάσει στην χώρα των Σήρων ((Κινέζοι) και στην άκρη του ωκεανού!
Δυστυχώς για αυτόν οι άνδρες του δεν συμμερίζονταν τα οράματα μεγαλείου του ηγέτη τους. Ήδη πριν αρχίσει η τελευταία φάση της εκστρατείας οι άνδρες ήταν εξουθενωμένοι. Τώρα πλέον άρχισαν να εκφράζουν ανοιχτά τη δυσφορία τους, όσο προχωρούσαν προς ανατολάς.
Κυνηγώντας το Βήσσο, ο Αλέξανδρος έφθασε στην Υρκανία, όπου μετά από πολλές επιχειρήσεις κατόρθωσε να επιβάλλει την κυριαρχία του. Από την Ζαδρακάρτα ο Αλέξανδρος βάδισε στην Παρθία και στη συνέχεια στην Αρεία. Διατήρησε τον ντόπιο σατραπη Σατιρβαρζάνη στη θέση του αφού δήλωσε υποταγή και προχώρησε προς ανατολάς και συγκεκριμένα στη Βακτρία, όπου πληροφορήθηκε ότι είχε καταφύγει ο φονιάς του Δαρείου, Βήσσος.
Αν και χρειάστηκε να επιστρέψει στην Αρεία για να καταστείλει μία εξέγερση του Σατιρβαρζάνη, ο Αλέξανδρος βάδισε στη Βακτρία. Το χειμώνα του 330 π.Χ. έφθασε στον Ινδικό Καύκασο, έχοντας ενημερωθεί ότι ο Βήσσος είχε ήδη περάσει στην Σογδιανή. Ο Αλέξανδρος συνέχισε να ακολουθεί επίμονα το μόνο άνθρωπο που αμφισβητούσε επί της ουσίας την κυριαρχία του στην αχανή αυτοκρατορία, καθώς ο Βήσσος είχε ήδη ενδυθεί τα αυτοκρατορικά ενδύματα και είχε μετονομαστεί σε Αρταξέρξη. Ο Βήσσος συνελήφθη από ένα απόσπασμα υπό τον Πτολεμαίο το Λάγου και εκτελέσθηκε με φρικτό τρόπο από τον Αλέξανδρο, ο οποίος συνέχισε την κατάκτηση, υποτάσσοντας και τη Σογδιανή. Στα απώτερα βορειοανατολικά σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας ίδρυσε την Αλεξάνδρεια Εσχάτη
Η επιβεβαίωση και παγίωση της κυριαρχίας του Αλέξανδρου στις αχανείς εκτάσεις της ανατολής, χρειάστηκε αρκετό χρόνο. Όταν όλες οι φυλές υποτάχθηκαν, ο Αλέξανδρος άρχισε να σκέφτεται την συνέχεια της εκστρατείας του. Δεν του έφθανε η επικράτεια των Περσών, ήθελε να φθάσει στις εσχατιές της Ασίας.
Την Άνοιξη του 326 π.Χ. πέρασε τον Ινδό. Ο πρώτος σταθμός της νέας εκστρατείας του ήταν η Τάξιλα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τον Υδάσπη, όπου τον περίμενε ο ντόπιος ηγεμόνας Πώρος με ισχυρό στρατό, στον οποίο δέσποζαν 200 πολεμικοί ελέφαντες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου αντίκρυζαν ελέφαντες, αφού λίγους είχε μαζί του και ο Δαρείος στα Γαυγάμηλα (όπου όμως δεν αναφέρονται στις διηγήσεις της μάχης).
Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να επικρατήσει του Πώρου σε μία ιδιαίτερα αιματηρή μάχη, που επί της ουσίας εξήντλησε τις αντοχές των ανδρών του, οι οποίοι έβλεπαν με τρόμο τη συνέχιση της 10ετούς εκστρατείας στις αφιλόξενες και υγρές ζούγκλες της ινδικής χερσονήσου. Οι άνδρες αρνήθηκαν σθεναρά να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφαση ποταμό και ο Αλέξανδρος, απρόθυμα και με πραγματικό πόνο ψυχής, αποφάσισε να συναινέσει. Επεφύλασσε όμως μια ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη σε ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος του, αφού επέλεξε για την επιστροφή τρεις διαδρομές. Η μία ήταν η "φυσιολογική" χερσαία οδός, μέσω των ορεινών περασμάτων της Αραχωσίας, την οποία πήραν ο Κρατερός με ένα μέρος του στρατεύματος. Η δεύτερη ήταν η θαλάσσια, την οποία πήρε ο Νέαρχος με τον στόλο και μέρος του στρατεύματος. Η τρίτη έμοιαζε με επιλογή αυτοκτονίας, αφού ήταν η έρημος της Γεδρωσίας, την οποία διέσχισαν οι υπόλοιποι άνδρες με επικεφαλής τον ίδιο τον Αλέξανδρο.
Μετά από ανείπωτες ταλαιπωρίες και αφού το στράτευμα κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε σε αυτήν την τρομερή τελευταία πορεία, ο Αλέξανδρος έφθασε στα Πούρα, συναντώντας εκεί τον Κρατερό που είχε ήδη φθάσει με το δικό του στράτευμα.
Η τελευταία, ουσιαστικά, στρατιωτική περιπέτεια του Αλεξάνδρου είχε τελειώσει.

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

Ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Περσικής Αυτοκρατορίας, ξεκίνησε τις προσπάθειες του να δημιουργήσει μια στερεή ελληνο-περσική παράδοση, πάνω στην οποία θα ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί μία νέα δυναστεία και μία νέα πραγματικότητα για τον τόπο αυτό. Στα πλαίσια αυτά, τέλεσε και τους περίφημους ομαδικούς γάμους μεταξύ Ελλήνων και Περσών, ενώ ενέταξε και μεγάλους αριθμούς από νεαρούς ανατολίτες στο στράτευμά του. Όμως ταυτόχρονα, ο Αλέξανδρος συνέχιζε να διακατέχεται από τον "πόθο" για περισσότερες κατακτήσεις, μεγαλύτερη δόξα, περισσότερες εξερευνήσεις. Άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του για την κατάληψη της Αραβικής Χερσονήσου, όταν ήλθε ο θάνατος του στενότερου παιδικού του φίλου, του Ηφαιστείωνα, να προκαλέσει μία έντονη κατάθλιψη στο μεγάλο στρατηλάτη. Ο θυελλώδης χαρακτήρας του Αλέξανδρου, ενός ανθρώπου παραδομένου στον Πόθο του, τον ώθησε σε εξαιρετικά ακραίες αντιδράσεις εξαιτίας του θανάτου του φίλου του.
Ο Αλέξανδρος όμως παρά το σοκ από το θάνατο του Ηφαιστείωνα, δεν ήταν δυνατό να εγκαταλείψει τα μεγαλειώδη σχέδιά του. Συνέχισε να προετοιμάζει τις επόμενες εκστρατείες του, ενώ ταυτόχρονα παραδιδόταν με όλο και περισσότερη ζέση στις καταχρήσεις και ιδιαίτερα στην άκρατη οινοποσία.
Μια καλοκαιρινή νύχτα, ήταν αρχές Ιουνίου, του 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος συμμετείχε σε ένα μεγαλοπρεπές συμπόσιο, το οποίο κράτησε μέχρι το ξημέρωμα. Εκείνη τη νύχτα ο Αλέξανδρος ανέβασε για πρώτη φορά πυρετό. Παρόλα αυτά συνέχισε να προετοιμάζεται για τη νέα εκστρατεία του. Όμως η κατάσταση του χειροτέρευε ραγδαία. Λίγες μέρες μετά ήταν ήδη ένα σωματικό ράκος και στα επόμενα δύο 24ωρα η ζωή του Αλέξανδρου έφευγε σιγά-σιγά από μέσα του. Στις 11 Ιουνίου, η ζωτικότητα που έθεσε σε κίνηση ιστορικές διαδικασίες πρωτόγνωρες, έπαψε να δονεί τον κόσμο. Ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Η φήμη που είχε κερδίσει ο Αλέξανδρος ήδη κατά τη διάρκεια της ζωής του, εκπλήσσει ακόμη και σήμερα, που κάποιος μπορεί να γίνει διάσημος μέσα σε λίγα λεπτά (και να εξαφανιστεί στην αφάνεια σε ακόμη λιγότερα).
Όπως σωστά παρατηρούσε λίγους αιώνες μετά το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη ο Αρριανός "νομίζω ότι δεν υπάρχει έθνος, δεν υπάρχει πόλη, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έφθασε τότε το όνομα του Αλεξάνδρου". Οι αρχαίοι είχαν ήδη επίγνωση της δύναμης του μύθου του Αλεξάνδρου.
Ο Πλούταρχος που επέλεξε τον Ιούλιο Καίσαρα για να παραλληλίσει το βίο του με αυτόν του μέγιστου Έλληνα ηγέτη, βάζει τον σπουδαίο Ρωμαίο στην ηλικία των 32 να αντικρίζει ένα άγαλμα του Αλέξανδρου στην Ισπανία και να μονολογεί κλαίγοντας ότι ο Αλέξανδρος στην ηλικία των 32 είχε πεθάνει βασιλιάς τόσων πολλών λαών, ενώ ο ίδιος (ο Καίσαρας) δεν είχε κάνει ακόμη κανένα λαμπρό κατόρθωμα. Βεβαίως ο Καίσαρας θα κατόρθωνε να δημιουργήσει το δικό του μύθο, αλλά ουδέποτε κατόρθωσε να φθάσει - πόσο μάλλον να ξεπεράσει - το μύθο του Αλέξανδρου.
Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Αλέξανδρο έναν σχεδόν οικουμενικό "αστέρα"? Τι ήταν εκείνο που τον έβαλε στη μυθολογία και τις λαϊκές παραδόσεις 80 σύγχρονων εθνών και λαών, που έχουν ποιήματα, παροιμίες, ιστορίες, παραδόσεις, προλήψεις, ρητά, ακόμη και βλασφημίες και κατάρες, που αναφέρουν τον Αλέξανδρο το Μέγα;
Είναι λογικό να υφίσταται μια τέτοια διασπορά του μύθου του μεγάλου στρατηλάτη. Η νοτιοδυτική Ασία, ο χώρος που ο Αλέξανδρος έδρασε και πέτυχε τις μεγαλειώδεις νίκες του, βρίθει μύθων και αναφορών για τον "Ισκαντέρ" (η ανατολίτικη εκδοχή του "Αλέξανδρος"). Παρουσιάζεται ως Θεός, ως δύναμη της φύσης, ως σοφός, ως μέγιστος στρατηγός αλλά και ως τέρας, ως δυνάστης, ως τύραννος, ως μάστιγα, ως τρισκατάρατος. Η ίδια η ποικιλία των επιθέτων που συνοδεύουν κάθε αναφορά στον Αλέξανδρο, σήμερα 2300 και πλέον χρόνια μετά το θάνατο του, δίνει ένα μέτρο για την επίδραση του στην λαϊκή μυθολογία σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ένα μεγάλο μέρος αυτής της κατοπινής επίδρασης, τουλάχιστον στον μεσογειακό κόσμο (που, στη Δύση, δεν γνώρισε άμεσα ούτε τον Αλέξανδρο ούτε τις επιπτώσεις από τις κατακτήσεις του) οφείλεται στο περίφημο "Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, ένα λαϊκό ανάγνωσμα που αποδίδει τις περιπέτειες του Μ.Αλεξάνδρου με υπερφυσικούς όρους και πλούσια μυθολογικά στοιχεία και το οποίο άρχισε να κυκλοφορεί, πιθανότατα αρχικά ως προφορική διήγηση, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, ενώ έλαβε την οριστική του μορφή κατά τον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΘΕΟΣ

Με το χάρισμα της ιδιαίτερης ευφυΐας του και με την τεράστια δύναμη που απέκτησε ως κατακτητής της Ασίας, ο Αλέξανδρος δεν χρειάστηκε και πολύ για να πειστεί ότι ήταν ο γιος του Θεού.
Ήδη η ελληνική του παιδεία τον είχε προετοιμάσει για μια τέτοια μοίρα: Θεωρούσε τον εαυτό του απόγονο δύο ημίθεων, του Αχιλλέα από την πλευρά της μητέρας του και του Ηρακλή από την πλευρά του πατέρα του. Το ότι ο Αλέξανδρος αισθανόταν πάντα εγγύτερα στην Ολυμπιάδα απ' ότι στον Φίλιππο (παρά - ή ίσως εξαιτίας - τις ομοιότητες των δύο ανδρών) δεν ήταν μυστικό, ούτε και το ότι ο Αχιλλέας ήταν για τον Αλέξανδρο το ιδανικό πρότυπο.
Άλλωστε, περνώντας την Ασία και σε μία συμβολική κίνηση με πολλαπλή σημασία, ο Αλέξανδρος έσπευσε στην Τροία, για να θυσιάσει στον Αχιλλέα, ουσιαστικά ενδυόμενος τον μανδύα του Νέου Αχιλλέα.
Με αυτήν την κληρονομιά, ο Αλέξανδρος βάδισε στην Ασία. Σώθηκε σαν από θαύμα στον Γρανικό, βγαίνοντας ζωντανός από μία κατάσταση στην οποία φυσιολογικά θα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Αυτό αλλά και η νίκη του, έθρεψαν ακόμη περισσότερο το ήδη υπερ-διογκωμένο Εγώ του Αλεξάνδρου. Η θριαμβευτική του νίκη στην Ισσό και οι επιτυχίες του στην κατάκτηση της Φοινίκης και της Ιουδαίας, συνέβαλλε ακόμη περισσότερο στην ίδια κατεύθυνση.
Φθάνοντας στην Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ήταν Θεός. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να διακρίνει και στους γύρω του μια τέτοια πεποίθηση. Εδώ έπαιξαν το ρόλο τους οι ιερείς του Άμμωνα.
Μετά τη συνάντηση του με τους αξιωματούχους της Περσικής αυτοκρατορίας στην Αίγυπτο, τον σατράπη Μαζάκη και τον Αμμινάπη (ο οποίος είχε ζήσει στην Πέλλα για ένα διάστημα) η Αίγυπτος παραδόθηκε στον Έλληνα κατακτητή. Οι Αιγύπτιοι, έχοντας υποφέρει κάτω από τους Πέρσες για πολλά χρόνια και μόλις πρόσφατα επανακάμψει στην αυτοκρατορία μετά την κατάπνιξη της επανάστασης τους (336 π.Χ.) όχι μόνο δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να υπερασπιστούν τους Πέρσες, αλλά αντίθετα καλωσόρισαν τους Έλληνες εισβολείς.
Αφού εξασφάλισε τη συνεργασία ντόπιων και Ιρανών και σχημάτισε μία πολυκέφαλη "κυβέρνηση" (με τους Μακεδόνες Βάλακρο και Πευκέστα επικεφαλής του στρατού, τον Αιγύπτιο Πέτεσι και τον Πέρση Δολόασπι ως πολιτικούς διαχειριστές) ο Αλέξανδρος άφησε μία φρουρά στο Πελούσιο και στην Μέμφιδα και μετέβη με το στράτευμα στην Ηλιόπολη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να είχε ήδη ωριμάσει στο μυαλό του Αλέξανδρου, πιθανόν και μετά από συμβουλές των νέων Αιγυπτίων φίλων του - οι οποίοι θεωρούσαν τους Έλληνες ανέκαθεν φίλους και συμμάχους και προτιμούσαν την υποταγή σε αυτούς παρά τους Πέρσες - η ιδέα για αποδοχή του τίτλου του Φαραώ. Όπερ και εγένετο. Στην Ηλιόπολη ο Αλέξανδρος στέφθηκε Φαραώ της Αιγύπτου, Θεός στη Γη, Ωρος, προστάτης της Αιγύπτου, βασιλιάς της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, αγαπητός του Άμμωνα, εκλεκτός του Ρα. Το όνομα του Αλεξάνδρου στο εξής στα Αιγυπτιακά θα ήταν Μεριαμούν Σετεπενρά Αλέξανδρος, δηλαδή "Αγαπημένος του Άμμωνα, εκλεκτός του Ρα".
Βεβαίως ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η Θεοποίηση του Αλέξανδρου. Μετά την Ηλιόπολη μετέβη στη Μέμφιδα, όπου εξάσκησε τα νέα του καθήκοντα, θυσιάζοντας στο Απι, απολαμβάνοντας κατά την πορεία του τις εκδηλώσεις λατρείας των Αιγυπτίων, που έβλεπαν τους Έλληνες ως απελευθερωτές από τον βαρύ περσικό ζυγό.
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος επέστρεψε στα παράλια και προχώρησε στην ίδρυση της πλέον ξακουστής από τις πόλεις που φέρουν το όνομα του, της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα, η νέα πόλη του Αλέξανδρου κατέλαβε το σημείο όπου βρισκόταν ένας μικρότερος οικισμός (ονόματι Ράκοτις) στο στόμιο του Νείλου.
Το Μάρτιο του 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος με την ακολουθία του έφθασαν στην όαση της Σίβα, στο Ναό και το μαντείο του θεού Άμμωνα, του μεγαλύτερου από τους Θεούς του Αιγυπτιακού πανθέου, τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν με το Δία. Προφανώς ο Αλέξανδρος είχε επισκεφτεί το ιερό του Δία-Άμμωνα στην Αμφύτιδα της Μακεδονίας και φυσικά γνώριζε τα ποιήματα του Θηβαίου Πινδάρου, του πρώτου Έλληνα που έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να τονίσει το σύνδεσμο Δία - Άμμωνα.
Επιθυμώντας να μιμηθεί - κατά τον Αρριανό - τους θρυλικούς προγόνους του, Ηρακλή και Περσέα (ο θρυλικός προπάτορας των Αχαιμενιδών, της βασιλικής δυναστείας της Περσίας – ή ο Αλέξανδρος θεωρούσε εαυτόν και νόμιμο διάδοχο του περσικού θρόνου) ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε τη Σίβα. Προφανώς ο Αλέξανδρος θέλησε επίσης να δώσει και ένα μήνυμα στους νέους Αιγύπτιους υπηκόους του.
Το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων του Αλεξάνδρου με τους ιερείς του Άμμωνα και οι χρησμοί που έλαβε από αυτούς, είναι ένα από τα μεγάλα μυστικά της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Πάντως αμέσως μετά την αναχώρηση του άρχισε να απαιτεί να αναφέρεται ως "γιος του Δία" ή "γιος του Άμμωνα" και επίσης ξεκίνησε να λατρεύει τον Άμμωνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν, δίχως όμως να έχουν κάποια πρωτογενή πηγή που να το επιβεβαιώνει, ότι οι ιερείς διαβεβαίωσαν το μεγάλο κατακτητή ότι ήταν ο γιος του Δία-Άμμωνα.
Η επιβεβαίωση που έφθασε από την Ελλάδα σύντομα, από δύο μαντεία, ότι όντως ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Δία, απλώς χρησίμευσε στο να δώσει και μία ελληνική επίφαση νομιμότητας στις αξιώσεις του Αλέξανδρου.
Ήταν πλέον Θεός μεταξύ ανθρώπων. Και ως Θεός, ο Αλέξανδρος πίστευε ότι ήταν άτρωτος και ακατάλυτος. Θα χρειαζόταν μια μάχη ακόμη για να λάβει και επίσημα τον τίτλο του "Βασιλέα Βασιλέων" της περσικής αυτοκρατορίας και να αρχίσει να απαιτεί από τους Έλληνες να τον προσκυνούν σα να ήταν Θεός. Όμως ο Αλέξανδρος ήδη είχε πειστεί ότι δεν ήταν ένας απλός θνητός αλλά κάτι παραπάνω.


Ο ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ

Πέρα από την πραγματικότητα του ανίκητου στρατηλάτη, ο Αλέξανδρος εξέφραζε και μια άλλη πραγματικότητα. Αυτήν ενός θυελλώδους ανθρώπου, παθιασμένου, μέθυσου, σκληρού μέχρι αναλγησίας, σφαγέα χιλιάδων αμάχων, ενός ανθρώπου που δεν δίστασε να επιβάλλει στους συντρόφους του τον κατάπτυστο θεσμό της "προσκύνησης". Ακόμη, ενός ανθρώπου που δεν δίστασε να εξοντώσει τους καλύτερους του φίλους και ευεργέτες, που οδήγησε το στράτευμα του μέσα από μια άνυδρη έρημο για να εκδικηθεί εκείνους που δεν του επέτρεψαν να βαδίσει "μέχρι την άκρη της γης", που βαυκαλιζόταν θεωρώντας εαυτόν "Θεό", που είχε προ πολλού χάσει το περίφημο "ελληνικό μέτρο" και που συμπεριφερόταν σκαιότατα σε όποιον τον αμφισβητούσε.
Ο Αλέξανδρος σαφώς και δεν θα μπορούσε να είναι μια μονόπλευρη ή απλή προσωπικότητα. Αν δεν ήταν αυτός που ήταν, με όλα τα θετικά και αρνητικά του, δεν θα ήταν ο Αλέξανδρος.
Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Αλέξανδρος προκάλεσε "Θεούς και ανθρώπους" με τις βλάσφημες και ανάλγητες πράξεις του.
Την Θήβα την ισοπέδωσε και εξόντωσε ή πούλησε ως δούλους χιλιάδες κατοίκους της, στέλνοντας μήνυμα στους νοτιοέλληνες ότι δεν συμμερίζεται το σεβασμό του πατέρα του προς τις παραδοσιακές δυνάμεις της "παλιάς Ελλάδας".
Την Περσέπολη την έκαψε - και άφησε τους άνδρες του να σφαγιάσουν τους κατοίκους της - ως "ανταπόδοση" της πυρπόλησης της Αθήνας από τους Πέρσες. Όμως χρονικογράφοι της εποχής - και την εκδοχή τους διασώζει ο Διόδωρος - επισημαίνουν ότι επί της ουσίας το χατίρι μίας Αθηναίας εταίρας, της Θαϊδας, έκανε ο Αλέξανδρος, δίνοντας τη σχετική διαταγή στο επινίκιο γλέντι για την κατάκτηση και λεηλασία της Περσέπολης. Φυσικά, ο Αλέξανδρος ήταν - όπως συνήθιζε - μεθυσμένος όταν έλαβε τον πυρσό και τον έριξε στο μεγαλοπρεπές παλάτι της Περσέπολης, ξεκινώντας την πυρκαγιά. Το χέρι της Θαϊδας έριξε τον δεύτερο πυρσό, σε μια ταιριαστή πράξη ετεροχρονισμένης εκδίκησης μιας Αθηναίας για το κάψιμο της πόλης της από τους Πέρσες, ενάμιση αιώνα πριν.
Η Τύρος πλήρωσε την επιμονή και τη γενναιότητα των κατοίκων της, που αντιστάθηκαν στον κατακτητή: Το σύνολο των κατοίκων της σφαγιάστηκαν ή υποδουλώθηκαν. Ανάλογη ήταν η τύχη της Γάζας. Δεκάδες οικισμοί, από την Περσίδα έως τον Ινδό, ερημώθηκαν από τους άνδρες του Αλέξανδρου, λαοί ολόκληροι αφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης ανατολικής περιπέτειας του μέγιστου των κατακτητών.
Από την άλλη, ο Αλέξανδρος, κατά τα γραφόμενα του Πολ Κάρτλετζ, "ήταν μία από τις υπέρτατες γονιμοποιητικές δυνάμεις στην ιστορία, από πολιτισμική άποψη (…) Ο Αλέξανδρος (…) εξάπλωσε τον ελληνισμό τόσο μακριά και πλατιά, ώστε έκανε τη διαδικασία διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού σχεδόν μη αντιστρεπτή. Έτσι, χάρη σε αυτόν η εβραϊκή Βίβλος μεταφράστηκε στα ελληνικά στην αιγυπτιακή Αλεξάνδρεια και ο Απόστολος Παύλος, ένας εξελληνισμένος Εβραίος από την Ταρσό της Κιλικίας έγραψε στην κοινή Ελληνική για να προσηλυτίσει τους αστούς εθνικούς της ανατολικής αυτοκρατορίας στη νέα του θρησκεία, το χριστιανισμό".
Ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που έφερε τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της οικουμένης, ωστόσο ήταν και εκείνος που κατέστρεψε τον θεσμό της Πόλεως. Όπως γράφει ο Β.Ντ. Χάνσον "Δεν υπήρξε άνθρωπος που να διέδωσε την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την αρχιτεκτονική και τη στρατιωτική πρακτική της ελληνικής κουλτούρας προς την Ανατολή, περισσότερο από τον Μέγα Αλέξανδρο - δεν υπήρξε (όμως ούτε) ξένος που να έκανε περισσότερα για να καταστρέψει τριακόσια χρόνια αυτονομίας των Ελλήνων μέσα στην Ελλάδα απ' όσα έκαναν ο Φίλιππος και ο γιος του".
Η διττή - καλός-κακός, Εκπολιτιστής-Σφαγέας, Θεός-Διάβολος - φύση του Αλεξάνδρου ενυπάρχει και στο έργο της ζωής του. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν κολοσσιαίο ενιαίο πολιτισμικό χώρο, που έφερε την ελληνική διανόηση, την ελληνική κουλτούρα και κυρίως την ελληνική επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, σε ολόκληρη την οικουμένη. Αργότερα (όπως σημείωσε και ο Κάρτλετζ στο απόσπασμα παραπάνω) ο ενιαίος πολιτισμικός χώρος επέτρεψε την διάδοση του χριστιανισμού, σε μια επικράτεια που ανήκε πια στους "κληρονόμους" των Ελλήνων, τους Ρωμαίους. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η επέκταση του ελληνικού πνεύματος έθεσε στο περιθώριο ή και εξαφάνισε δεκάδες ακμάζουσες κουλτούρες. Ακόμη και η κραταιά περσική κουλτούρα ίσως και να είχε χαθεί αν δεν φρόντιζαν για την "αναγέννηση" της οι ιρανογενείς (αν και βαθιά επηρεασμένοι από την ελληνιστική ανατολή) Πάρθοι. Βεβαίως σκοπός του Αλεξάνδρου, καθώς συνάγεται από τις πράξεις και τις εντολές του, σαφώς δεν ήταν η εξαφάνιση της περσικής κουλτούρας, αλλά ο συγκερασμός της με την ελληνική και η δημιουργία ενός υβριδίου που θα συμπεριλάμβανε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως βέλτιστα στοιχεία και από τις δύο κουλτούρες. Έδειξε έτσι ότι ήταν περισσότερο πραγματιστής ακόμη και από τον δάσκαλο του τον Αριστοτέλη, ο οποίος στη Μιέζα τον δίδασκε ότι οι βάρβαροι δεν είναι κατάλληλοι παρά για υπηρέτες των Ελλήνων.
Πάνω απ' όλα ο Αλέξανδρος όμως ήταν μία Δύναμη της Ιστορίας. Ένας άνθρωπος που καθόρισε όχι μόνο τον κόσμο στον οποίο ζούσε, αλλά κι εκείνον στον οποίο ζούμε σήμερα. Η μυθιστοριογράφος Μαίρη Μπατς έγραφε το 1931 "υπάρχουν άνθρωποι που συνοψίζουν μια εποχή και άνθρωποι που αρχίζουν μια άλλη. Ο Αλέξανδρος έκανε και τα δύο".
Για τον ελληνισμό, οι πράξεις του Αλεξάνδρου είναι ακόμη σημαντικότερες. Και κατά πως λέει και ο Καβάφης…

Εμείς οι Αλεξανδρείς,, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς , κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
Ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ



Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης

Ο άνθρωπος που δημιούργησε τον Αλέξανδρο

Αν και μοιάζει υπερβολικό να "χρεώσουμε" το μεγαλείο του Αλέξανδρου σε οποιονδήποτε άνθρωπο, η αλήθεια είναι ότι ο πραγματιστής στρατηλάτης επηρεάστηκε από την φιλοσοφία ενός ανθρώπου σε μέγιστο βαθμό. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, μία από τις σπουδαιότερες και πλέον επιδραστικές φυσιογνωμίες στην ιστορία της ανθρωπότητας, τον οποίο ο Αλέξανδρος ευτύχησε να έχει δάσκαλο
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής το 384 π.Χ. γιος του Νικόμαχου, γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ', και της Φαίστιδος. Σε ηλικία 10 ετών ο Αριστοτέλης έχασε τον πατέρα του, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πεθάνει και η μητέρα του. Την ανατροφή του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος ο Αταρνεύς, που ήταν ένας πολυμαθής άντρας και προσέφερε στον Αριστοτέλη σημαντικές βάσεις στις επιστήμες και τη φιλοσοφία.
Σε ηλικία 17 ετών ο Αριστοτέλης μετέβη στο κέντρο της ελληνικής σκέψης, την Αθήνα και φοίτησε στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου έμελλε να παραμείνει για 20 χρόνια. Η ευφυΐα, η ακόρεστη δίψα για γνώση και ο αναλυτικός τρόπος σκέψης του τον κατέστησαν ιδιαίτερα αγαπητό στο μεγάλο φιλόσοφο, αν και στη συνέχεια οι απόψεις του διακεκριμένου μαθητή του απομακρύνθηκαν από τα πλατωνικά ιδεώδη, προκαλώντας μάλιστα έντονες διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Όταν ο μεγάλος δάσκαλος του πέθανε το 347 π.Χ. ο Αριστοτέλης ήταν ένας από τους τρεις επικρατέστερους διαδόχους του, ωστόσο δεν επελέγη για κεφαλή της Ακαδημίας και αναχώρησε από την Αθήνα, μεταβαίνοντας στην Άσσο που κυβερνούσε ως τύραννος ο Ερμίας, επίσης παλιότερα μαθητής του Πλάτωνα. Για τρία χρόνια δίδαξε ο Αριστοτέλης μαζί με τον φίλο του Ξενοκράτη στην Άσσο και στη συνέχεια, μετά από σύντομη διαμονή στην Λέσβο, εκλήθη (342 π.Χ.) από τον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας για να διδάξει τον γιο του Αλέξανδρο, που τότε ήταν μόλις 12 ετών.
Σε μια σχολή-αντίγραφο της Ακαδημίας στη Μιέζα και στην αυλή του Φιλίππου στην Πέλλα, ο Αριστοτέλης δίδαξε τον μελλοντικό κοσμοκράτορα όλες εκείνες τις αρετές που θεωρούσε ότι θα πρέπει να έχει ο ιδανικός ηγεμόνας. Ο Αριστοτέλης δίδαξε στον Αλέξανδρο αλλά και στους υπόλοιπους νεαρούς γόνους της μακεδονικής αριστοκρατίας, τις αρχές της φιλοσοφίας του και τους έδωσε τα εφόδια για να γίνουν οι ηγέτες ενός ισχυρού κράτους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Πλούταρχο ο Αριστοτέλης μοιράστηκε με τον διακεκριμένο μαθητή του τα πλέον "απόκρυφα" μυστικά των Φυσικών Επιστημών.
Όταν ο Αλέξανδρος έφυγε για την μακρά εκστρατεία στην Ασία από την οποία δεν έμελλε να επιστρέψει, ο Αριστοτέλης μετακόμισε στην Αθήνα, όπου άνοιξε την δική του σχολή, το Λύκειο (ονομάστηκε έτσι διότι ήταν αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα) ή Περιπατητική Σχολή (από τις στοές "Περιπάτους", όπου ο Αριστοτέλης δίδασκε στους μαθητές του). Αυτή ήταν και η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος όχι μόνο δημιούργησε μια σχολή που έγινε μία από τις σημαντικότερες του καιρού του αλλά αυτήν ακριβώς την εποχή συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του πλουσιότατου (στους 440.000 στίχους το υπολόγισε ο Διογένης ο Λαέρτιος) έργου του.
Μόνο ψήγματα αυτού του κολοσσιαίου συγγραφικού έργου επιβιώνουν σήμερα, αλλά η αναφορά των έργων του Αριστοτέλη από σχεδόν όλους τους φιλόσοφους και επιστήμονες στους επόμενους αιώνες δείχνει ότι η επίδραση που άσκησε ήταν τεράστια.
Ο Αριστοτέλης παρέμεινε στην Αθήνα για 12 χρόνια, αλλά με το θάνατο του Αλέξανδρου οι εκπρόσωποι της αντιμακεδονικής παράταξης πήραν τα ηνία στην Αθήνα και για να αποφύγει την οργή τους ο Αριστοτέλης αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, όπου έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής του με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα (η πρώτη του σύζυγος Πυθιάς είχε πεθάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα). Πέθανε το 322 π.Χ. και άφησε πίσω του δύο παιδιά (το Νικόμαχο και την Πυθιάδα) και μια παρακαταθήκη γνώσης και στοχασμού που θα συντροφεύει την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες.



Αλέξανδρος και Βουκεφάλας

Το άλογο του μεγάλου στρατηλάτη

Ο Πλούταρχος της Χαιρώνειας μας παραδίδει το θρύλο για τον Αλέξανδρο και του Βουκεφάλα, μία από τις πολλές διάσημες ιστορίες για το μεγάλο στρατηλάτη.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλούταρχο, ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός έφερε στον Φίλιππο ένα ιδιαίτερα περήφανο άτι, ονόματι Βουκεφάλα (εκ του βους+κεφάλι, ίσως το όνομα υπονοούσε ότι το άλογο είχε πολύ μεγάλο κεφάλι, αν και αναφέρονται και πολλές άλλες ερμηνείες), προσφέροντας το για 13 τάλαντα, ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό με τα δεδομένα της εποχής.
Ο Φίλιππος και οι ακόλουθοι του εντυπωσιάστηκαν από το άλογο και το έβγαλαν στο χωράφι για να το δοκιμάσουν. Ωστόσο, το άλογο ήταν ιδιαίτερα ατίθασο και δεν επέτρεπε σε κανέναν να το καβαλήσει. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, ο Φίλιππος και οι άνδρες άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους με το ατίθασο αλογο και αποφάσισαν να το αφήσουν στον έμπορα. Όμως ο μικρός Αλέξανδρος που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε τις αποτυχημένες προσπάθειες των Μακεδόνων να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, επέπληξε τον πατέρα του ότι θάχανε ένα τόσο έξοχο άλογο επειδή κανείς δεν είναι ικανός να το δαμάσει.
Ο Φίλιππος αρχικά δεν έδωσε σημασία στον μικρό γιο του, όμως αφού αυτός το επανέλαβε αρκετές φορές, αντέδρασε. Σε μία χαρακτηριστική επίδειξη της προσωπικότητας του, κάλεσε τον Αλέξανδρο να επιβεβαιώσει το θράσος του και να δαμάσει το άλογο. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος υποσχέθηκε να πληρώσει την αξία του αλόγου αν δεν κατάφερνε να το δαμάσει.
Ολόκληρη η αυλή του Φίλιππου ξέσπασε σε γέλια στο άκουσμα του θρασύτατου κομπασμού του Αλέξανδρου, όμως ο νεαρός διάδοχος δεν πτοήθηκε. Πλησίασε το Βουκεφάλα με σιγουριά και πιάνοντας τα χάμουρα του τον έστρεψε προς την κατεύθυνση του ήλιου - είχε παρατηρήσει ότι το άλογο εκνευριζόταν παρατηρώντας την κίνηση του ίδιου του του ίσκιου.
Με ήρεμες κινήσεις ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ηρεμήσει το άλογο, το οποίο του επέτρεψε να το καβαλήσει. Δίχως να χρησιμοποιήσει βία αλλά μιλώντας στο αυτί του αλόγου και με ήρεμες και μαλακές κινήσεις, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ του αλόγου και του ιππέα. Αργά, προσεκτικά, τράβηξε το χάμουρο και το παρακίνησε να τρέξει.
Ο Φίλιππος παρακολουθούσε αρχικά με θυμηδία και στη συνέχεια με έκδηλο ενδιαφέρον την προσπάθεια του γιου του. Όταν αυτός κατάφερε να κουμαντάρει το άλογο και να το κάνει να καλπάσει με όλη του την ταχύτητα μπροστά στους αποσβολωμένους Μακεδόνες αυλικούς, ο Φίλιππος άρχισε να ζητοκραυγάζει για τον γιο του.
Όταν ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την επίδειξη, ο Φίλιππος φίλησε το γιο του και, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, του είπε: "Γιε μου, ψάξε πια για βασίλειο αντάξιό σου. Η Μακεδονία δε σε χωράει".
Για το σπουδαίο αυτό άλογο, ο Αρριανός γράφει: "Μεγαλύτερος από το φυσιολογικό και γεμάτος σφρίγος, είχε χαραγμένη επάνω του, σημάδι να τον διακρίνει, μια κεφαλή βοδιού, και μερικοί πιστεύουν πως γι' αυτό τον ονόμασαν Βουκεφάλα. Αλλοι όμως λένε πως ήταν μαύρος και είχε στο μέτωπό του ένα σημάδι που έμοιαζε πολύ με κεφάλι βοδιού. Στη χώρα των Οξιανών, το άλογο εξαφανίστηκε και ο Αλέξανδρος απείλησε πως θα σκοτώσει όλους τους κατοίκους της αν δεν του φέρουν πίσω το άλογό του, με αποτέλεσμα να του επιστραφεί αμέσως. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη που είχε ο Αλέξανδρος στο άλογό του και τόσο μεγάλος ο φόβος που ενέπνεε στους βαρβάρους".




Οι πηγές για τον Αλέξανδρο

Το ιστορικό παράδοξο της αλεξανδρινής παράδοσης

Μοιάζει σχεδόν απίστευτο ότι οι πράξεις του μεγαλύτερου κατακτητή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που μάλιστα φρόντισε να έχει μαζί του έναν από τους κορυφαίους ιστορικούς-συγγραφείς-διανοητές της εποχής του, τον μαθητή του Πλάτωνα και φίλο του Αριστοτέλη, Καλλισθένη, στον οποίο είχε αναθέσει την καταγραφή των κατορθωμάτων του, έχουν φθάσει σε μας μέσω πολύ μεταγενέστερων πηγών και κατά βάση αποσπασματικά.
Το "μυστήριο του Αλεξάνδρου" γίνεται ακόμη σκοτεινότερο, καθώς οι κύριες πηγές για το έργο και τη ζωή του παρουσιάζουν μεγάλες και σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ τους.
Η αλεξανδρινή παράδοση και ιστοριογραφία χωρίζεται χονδρικά σε δύο σκέλη: στην "Ορθή" ή "Επίσημη" παράδοση και στην "Βουλγάτα" (από το λατινικό Vulgata, που σημαίνει "κοινή").
Ο κύριος εκπρόσωπος της επίσημης παράδοσης είναι ο Αρριανός, που θεωρείται από την πλειοψηφία των μελετητών ως η πιο αξιόλογη και έγκυρη πηγή για τη ζωή και το έργο του μεγάλου ηγέτη. Την Βουλγάτα εκπροσωπούν κυρίως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο εκρωμαϊσμένος Γαλάτης Τρώγος και ο Ρωμαίος Κούρτιος.
Ο Αρριανός και το σύνολο της "επίσημης" παράδοσης, αντλεί από τρεις πηγές, από τρεις σύγχρονους του Αλέξανδρου που κατέγραψαν την ιστορία του μετά το θάνατο του. Πρόκειται για τον Πτολεμαίο, το Νέαρχο και τον Αριστόβουλο. Και οι τρεις ήταν σύγχρονοι του Αλέξανδρου και συμμετείχαν στα γεγονότα που περιέγραψαν. Ο Πτολεμαίος ο Λάγου, που κατέγραψε την ιστορία του αφού έγινε ηγεμόνας της Αιγύπτου, ήταν ένας από τους ανώτερους στρατιωτικούς διοικητές, όπως και ο Κρητικός Νέαρχος. Οι τρεις αυτοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έκαναν χρήση της Επίσημης ιστορίας του Αλεξάνδρου ("Πράξεις Αλεξάνδρου"), που ετοίμαζε ο Καλλισθένης μέχρι το θάνατο του (κατόπιν εντολής του Αλέξανδρου πιθανόν το 327 π.Χ.) και βεβαίως στηρίχτηκαν εν πολλοίς και στις προσωπικές τους εμπειρίες. Δυστυχώς οι "Πράξεις Αλεξάνδρου" έχουν χαθεί και επιβιώνουν μόνο ελάχιστα αποσπάσματα τους που υποτίθεται ότι παραθέτουν αυτούσια μεταγενέστεροι συγγραφείς. Όπως έχουν χαθεί και οι καταγραφές του Πτολεμαίου, του Νέαρχου και του Αριστόβουλου.
Η Βουλγάτα, από την άλλη, βασίζεται στην ιστορία ενός επίσης σύγχρονου του Αλέξανδρου, του Κλείταρχου του Αλεξανδρινού, ο οποίος ωστόσο δεν έζησε τα γεγονότα και δεν είχε άμεση πρόσβαση σε κάποιες από τις πρωτογενείς πηγές Ούτε και η ιστορία του Κλείταρχου σώζεται σήμερα.
Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι πηγές που σώζονται, είναι κατά πολύ μεταγενέστερες. Ο Αρριανός έγραψε την Αλέξανδρου Ανάβαση το 2ο αιώνα μ.Χ., ο Διόδωρος τα χρονικά του τον πρώτο αιώνα π.Χ., ο Τρώγος την ίδια εποχή, ο Κούρτιος (Quintus Curtius Rufus) τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ούτω καθεξής. Η ιστορία του Τρώγου δε σώζεται καν αυτούσια, αλλά σε μία επιτομή της που συνέγραψε τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρωμαίος Μάρκος Ιουνιανός Ιουστίνος.
Ο Πλούταρχος είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, αφού στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. έγραψε το δικό του έργο για τον Αλέξανδρο επιλέγοντας στοιχεία και από τις δύο "γραμμές" της παράδοσης, την Ορθή και την Βουλγάτα.
Πέραν από τις πηγές που αναφέρουμε παραπάνω, από τους σύγχρονους του Αλεξάνδρου και άλλοι έγραψαν ιστορίες που όμως είτε δεν σώζονται είτε έχουμε μόνο αποσπάσματα τους: Ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια έγραψε μία αρκετά κολακευτική (έως υπερβολής) ιστορία του Αλεξάνδρου και ο Χάρης ο Μυτιληναίος μία συλλογή "αυλικών παραλειπόμενων" που εκδόθηκαν σε δέκα βιβλία.
Υπάρχουν ακόμη μία σειρά αμφισβητούμενων (ως προς την αυθεντικότητα τους) πηγών, όπως οι επιστολές του Αλεξάνδρου, τα Υπομνήματα και τα Βασιλικά Ημερολόγια.
Ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ των πηγών για τον Αλέξανδρο είναι το λεγόμενο "Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου", που έχουμε ήδη αναφέρει παραπάνω.





Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου

Η μοιρασιά της αυτοκρατορίας

Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου, συνολικά, είναι αδύνατο να αποτιμηθεί ικανοποιητικά. Πολύ ευχερέστερο είναι να δούμε τον κόσμο που άφησε με το θάνατο του. Πάνω ακόμη από το νεκροκρέβατο του μεγάλου στρατηλάτη, οι στρατηγοί του έστησαν καβγά για το ποιος θα έχει τον έλεγχο της αχανούς αυτοκρατορίας.
Οι δύο πρώτες "παρατάξεις" που σχηματίστηκαν ήταν αυτή του Περδίκκα και αυτή του Μελέαγρου. Ο Περδίκκας υποστήριξε τη "νόμιμη" διαδοχή, μέσω του γιου του Αλέξανδρου από τη Ρωξάνη (η οποία κυοφορούσε την εποχή που πέθανε ο Αλέξανδρος), φυσικά με τον ίδιο να ορίζεται αντιβασιλέας.
Ο Μελέαγρος και εκείνοι που συμμερίζονταν τις απόψεις του, διαφώνησαν θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατό να χριστεί διάδοχος ο γιος μιας "βάρβαρης". Ο Περδίκκας δολοφόνησε το Μελέαγρο και 300 από τους υποστηρικτές του και ήλθε σε ένα συμβιβασμό με τους υπόλοιπους "δελφίνους", κάνοντας μια πρώτη "μοιρασιά" της τεράστιας αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με την πρώτη αυτή μοιρασιά, ο Αρριδαίος, ο πνευματικά καθυστερημένος αδελφός του Μ. Αλεξάνδρου, θα ήταν ο βασιλιάς και ο Περδίκκας επικεφαλής του στρατού. Σατράπες ορίστηκαν οι εξής: Ο Φιλώτας στην Κιλικία, ο Αντίγονος στην Λυκία και τη Φρυγία, ο Άσανδρος στην Καρία, ο Μένανδρος στη Λυδία, ο Λεωνάτος στη Δ. Φρυγία, ο Ευμένης στην Καππαδοκία, ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, ο Λεωμόδον στη Συρία, ο Πύθων στη Μηδία και ο Λυσίμαχος στη Θράκη.
Τα νέα του θανάτου του Αλεξάνδρου έδωσαν την ευκαιρία σε κάποιες από τις ελληνικές πόλεις του Νότου να επαναστατήσουν (Λαμιακός Πόλεμος) δίχως ωστόσο να πετύχουν σοβαρά αποτελέσματα.
Με την διευθέτηση της μοιρασιάς, φάνηκε ότι ο ισχυρότερος από τους επίγονους - μετά, φυσικά, τον Περδίκκα - ήταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (ή "Κύκλωπας") ο σατράπης της Φυγίας και της Λυκίας. Με σύμμαχους τους περισσότερους από τους υπόλοιπους σατράπες, παρέσυρε τον Περδίκκα στην Αίγυπτο, όπου τον δολοφόνησε ένας νεαρός αξιωματικός του, που συμμετείχε στις εκστρατείες αλλά δεν είχε ξεχωρίσει μέχρι τότε, ονόματι Σέλευκος.
Ο Κρατερός είχε επίσης σκοτωθεί πολεμώντας τον Ευμένη στην μάχη του Ελλησπόντου, οπότε την Επιμελητεία των συμβασιλέων (η Ρωξάνη είχε γεννήσει τον Αλέξανδρο Δ') ανέλαβε ο Αντίπατρος. Ο Σέλευκος ως "ανταμοιβή" έλαβε την σατραπεία της Βαβυλώνας, ενώ και άλλες σατραπείες άλλαξαν χέρια: τα Σούσα πήγαν στον Αντιγένη και η Περσίδα στον Πευκέστη.
Ο Αντίγονος κατάφερε να εξουδετερώσει προσωρινά τον Ευμένη και στη συνέχεια τον αδελφό του Περδίκκα, τον Αλκέτα. Όμως στη συνέχεια ο θάνατος του Αντίπατρου έφερε στο θρόνο του επιμελητή τον Πολυσπέρχοντα, ο οποίος συμμάχησε με τον επανακάμψαντα Ευμένη, τον Αντιγένη και τον Πευκέστα.
Ο Αντίγονος όμως συνέχισε να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατάφερε να νικήσει και να εξοντώσει τους Ευμένη και Αντιγένη Στη Μακεδονία τα πράγματα είχαν περιπλακεί, αφού ο Πολυσπέρχοντας, με τη συνδρομή της μητέρας του Αλέξανδρου Ολυμπιάδας και των συμπατριωτών της Ηπειρωτών, κατόρθωσε να επικρατήσει προσωρινά αφού τα στρατεύματα του Αρριδαίου τον εγκατέλειψαν και ο συμβασιλιάς θανατώθηκε από την μητριά του. Ωστόσο οι εκτεταμένες προγραφές στις οποίες προέβη η Ολυμπιάς έστρεψαν εναντίον της τους Μακεδόνες, οι οποίοι υποδέχτηκαν θερμά τον γιο του Αντίπατρου Κάσσανδρο όταν αυτός επανήλθε στη χώρα και σύντομα η Ολυμπιάδα και οι υποστηρικτές της εξοντώθηκαν με τη σειρά τους.
Ο Αντίγονος ήταν πλέον κύριος της Ασίας και προσπάθησε να ξεφορτωθεί τους πλέον επικίνδυνους από τους τέως συμμάχους του. Κατάφερε να εξουδετερώσει τον Πύθωνα, αλλά ο Σέλευκος κατέφυγε στην αυλή του Πτολεμαίου, ο οποίος θεώρησε καλό να τον κρατήσει, θορυβημένος από την αυξανόμενη δύναμη και την άμετρη απληστία του Αντίγονου. Ήταν πλέον φανερό στους τέως συμμάχους του ότι ο "Κύκλωπας" δεν θα ικανοποιούνταν με τίποτε λιγότερο από ολόκληρη την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου. Οι Σέλευκος, Πτολεμαίος και Κάσσανδρος, μαζί με τους σατράπες της Καρίας Άσανδρο και της Θράκης Λυσίμαχο, συνασπίστηκαν για να αντιμετωπίσουν τον Αντίγονο, όμως ο τετραετής πόλεμος που ακολούθησε δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα και οι αντιμαχόμενοι συνομολόγησαν ειρήνη, την οποία, φυσικά, έσπευσαν να παραβιάσουν άμεσα.
Ο Κάσσανδρος έβαλε να δολοφονήσουν τον μικρό Αλέξανδρο και τη μητέρα του, καθώς και το νόθο γιο του Αλέξανδρου του Μέγα, Ηρακλή, ενώ με διαταγή του Αντίγονου δολοφονήθηκε και η αδελφή του στρατηλάτη Κλεοπάτρα. Με τους τελευταίους εξ αίματος συγγενείς του Αλεξάνδρου νεκρούς, το πεδίο πλέον ήταν και τυπικά ανοιχτό για τους επίδοξους διαδόχους. Σύντομα οι διάδοχοι άρχισαν να χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τον τίτλο του Βασιλέα, με πρώτο τον Αντίγονο, ενώ ακολούθησαν ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος.
Η αποφασιστική μάχη μεταξύ του Αντίγονου και των αντιπάλων του δόθηκε στην Ιψό της Φρυγίας, όπου ο Αντίγονος κατανικήθηκε από το στράτευμα των συμμάχων, στο οποίο δέσποζαν οι 500 πολεμικοί ελέφαντες που είχε εξασφαλίσει ο Σέλευκος από μια συνθήκη και έναν βασιλικό γάμο με το βασίλειο του Τσαντραγκούπτα στην Ινδία.
Ο Πτολεμαίος κράτησε την Αίγυπτο και κάποιες άλλες περιφερειακές κτήσεις, ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία και την Κιλικία, ο Λυσίμαχος τη Θράκη και περιοχές της Μ. Ασίας μέχρι τον Ταύρο, αλλά η μερίδα του λέοντος πέρασε στον Σέλευκο, που έλαβε το προσωνύμιο «Νικάτωρ» και ίδρυσε τη δυναστεία των Σελευκιδών. Με τον τρόπο αυτό μοιράστηκαν οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου